Να ’μαστε λοιπόν εδώ. Υστερα από δύο χρόνια εντυπωσιακής σταθεροποίησης, η κυβέρνηση Σαμαρά από το καλοκαίρι έχασε το νήμα. Εκανε καταστροφικό ανασχηματισμό, αναθέτοντας υπουργικούς θώκους σε τηλεαστέρες του υπερδεξιού λαϊκισμού. Με επιπόλαιες κινήσεις, όπως η αποπομπή Θεοχάρη και οι εκατό δόσεις του ΕΝΦΙΑ, κατέστρεψε κάθε κεφάλαιο εμπιστοσύνης απέναντι στους εταίρους. Τρέχει μια προεκλογική εκστρατεία βασισμένη στον φόβο, στη δύναμη του οποίου έχει εναποθέσει κάθε ελπίδα νίκης. Η καμπάνια του κ. Σαμαρά κλείνει το μάτι στον «παραπλανημένο» ψηφοφόρο της Χρυσής Αυγής, των ΑΝΕΛ και του αλήστου μνήμης ΛΑΟΣ. Ακόμα και τα σποτάκια είναι άχαρα και ξεψυχισμένα, που αναρωτιέσαι αν η εντολή ανάθεσης στους δημιουργούς τους ήταν «φτιάξε κάτι για να χάσουμε τις εκλογές».
Ομως, τούτων λεχθέντων, ο Σαμαράς έχει μια σαφή αντίληψη για το πού θέλει να πάει τη χώρα, ακόμα κι αν δυσκολεύεται να την κάνει γνωστή στον κόσμο: ολοκλήρωση των τελευταίων υποχρεώσεων του Μνημονίου, πιστωτική γραμμή με χαλαρότερη επιτήρηση κι έπειτα ασφαλής έξοδος, σε περιβάλλον ανάκαμψης, μείωσης της ανεργίας, συνέχισης μεταρρυθμίσεων, εισροής επενδύσεων και εντέλει υλοποίησης της δέσμευσης των εταίρων για απομείωση του χρέους. Ο οδικός του χάρτης είναι ξεκάθαρος. Απλώς το όχημα ξέμεινε από μπαταρία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κομίζει ακριβώς το αντίστροφο. Είναι ένα ορμητικό πολιτικό αίτημα σε αναζήτηση εφαρμόσιμου κυβερνητικού προγράμματος. Ερχεται καβαλώντας το τσουνάμι της Μεγάλης Υφεσης, με τη δύναμη της οργής του 1,2 εκατομμυρίου ανέργων, των νεόπτωχων, των χιλιάδων που σχοινοβατούν μεταξύ μεσαίας τάξης και οικονομικής απελπισίας. Ερχεται φέρνοντας τον σεισμό μιας κοινωνίας που έχασε ένα τέταρτο του εισοδήματός της σε έξι χρόνια. Ερχεται απηχώντας τη διεκδίκηση μιας δικαιότερης κατανομής του κόστους αντιμετώπισης της κρίσης στην Ευρώπη, μαζί με πλήθος αναλύσεων για τα αδιέξοδα της ευρωπαϊκής λιτότητας και της παγίδας αποπληθωρισμού του χρέους. Η καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ αντλεί από τις αξιακές δεξαμενές της Αριστεράς, έχει ενσυναίσθηση, πάθος, μουσική που συγκινεί. Εχει το δυνατότερο φιλμάκι των εκλογών (Vincero). Εκφράζει κανονικούς ανθρώπους, που είδαν τη ζωή τους να κουρελιάζεται στο μεγάλο πλυντήριο μιας κρίσης που τους πήρε όλους μαζί και τους ξέβγαλε.
Ομως πόσο χρήσιμη είναι η δύναμη της ελπίδας όταν δεν έχει έλεγχο της πραγματικότητας την οποία φιλοδοξεί να αλλάξει; Ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ θάλλει στην ασάφεια, στις συσκοτίσεις, στις αντιφάσεις. Οφείλει εξηγήσεις η βεβαιότητα ότι «δεν θα τολμήσει» η ΕΚΤ να αρνηθεί ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, όταν έχει προηγηθεί η τραγωδία Ιρλανδίας και Κύπρου. Συνιστά αφέλεια ή υποκρισία η υπόσχεση ότι θα πληρωθούν κανονικά τοκοχρεολύσια και θα χρηματοδοτηθεί ένα πρόγραμμα δαπανών ύψους 5% του ΑΕΠ, όταν τα ταμειακά διαθέσιμα έχουν ήδη εξατμιστεί. Η αισιοδοξία του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα πετύχει «κούρεμα» χρέους, με συναίνεση των εταίρων, χωρίς χρεοκοπία, χωρίς κατάρρευση τραπεζών ή Grexit, αίροντας μεταρρυθμίσεις και σχίζοντας τα Μνημόνια, παραπέμπει όχι σε υπεύθυνη κυβερνώσα Αριστερά αλλά στον θαυμαστό κόσμο του Ντίσνεϊ.
Ερχεται ο ΣΥΡΙΖΑ να αποκαταστήσει τη φωνή των πολλών και την τιμή της Δημοκρατίας, που δοκιμάζεται στην εποχή των παντοδύναμων αγορών, των περιθωριοποιημένων Κοινοβουλίων, των κυβερνήσεων που στέκουν ανίσχυρες απέναντι σε κραταιά συμφέροντα. Ομως η Δημοκρατία είναι σύγκρουση προτάσεων, που η καθεμία περιέχει διαφορετικές σταθμίσεις. Αφορά οδυνηρές επιλογές και διλήμματα, trade offs. Τι προτάσσεις να υπερασπιστείς, τι είσαι διατεθειμένος να θυσιάσεις. Η χώρα δεν πέρασε πέντε χρόνια κόλασης για ένα καπρίτσιο. Προέταξε ορισμένες εθνικές προτεραιότητες (τη θέση στο ευρώ, την προσαρμογή της οικονομίας, την ασφάλεια των καταθέσεων) θυσιάζοντας γι’ αυτές βαθμούς παρούσας ευημερίας των πολιτών. Είναι δικαίωμα καθενός να διαφωνεί με αυτή την ιεράρχηση―κι η πάγια αντίθεση του ΚΚΕ προς την Ε.Ε. είναι τουλάχιστον μια έντιμη θέση αρχής. Αλλά είναι ωμός λαϊκισμός η υπόσχεση μιας ανώδυνης βελτίωσης της κατάστασης όλων, για την οποία τάχα θα πληρώσουν μόνο κάποιοι μη κατονομαζόμενοι ολιγάρχες, μερικές χιλιάδες πλούσιοι κι οι φορολογούμενοι της λοιπής Ευρωζώνης.
Είναι κι η ελαφρότητα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ προσπερνάει κανόνες, νόμους, δεσμευτικές συμφωνίες. Μεταχειρίζεται τους όρους συμβίωσης στο ευρώ ως αντικείμενο εύπλαστης πολιτικής διευθέτησης, σαν ένα νταραβέρι της παρέας: έλα μωρέ, θα τα βρούμε… Αυτή η αντίληψη προσλαμβάνεται ως προσβλητική από τις κυβερνήσεις και τα Κοινοβούλια των εταίρων. Κινδυνεύει να ενισχύσει κάθε αρνητικό στερεότυπο των δικαιοκρατούμενων κοινωνιών της Δύσης για τους Βαλκάνιους Ελληνες. Ιδρώσαμε να βγάλουμε από την πλάτη μας τη ρετσινιά τού «δεν μπορούν» στο ευρώ και την ακόμα χειρότερη του «δεν ανήκουν», «δεν είναι σαν εμάς». Θα ήταν θλιβερό να καταλήξουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε.
Αναζητείται λοιπόν επειγόντως η επιλογή που θα εκφράσει το αίτημα της σαρωτικής ανανέωσης, της αλλαγής σελίδας, χωρίς να ξεθεμελιώσει όσα μέσα στα ερείπια διασώθηκαν και χτίστηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια. Που θα διεκδικήσει όσο μπορεί περισσότερα για τη χώρα σε μια μεγάλη διαπραγμάτευση, χωρίς να μας βάλει σε τροχιά σύγκρουσης και chicken game με την ΕΚΤ και τους εταίρους. Που δεν θα εξαρτήσει τα ευρωπαϊκά μας κεκτημένα από την έγκριση των συνιστωσών του κ. Λαφαζάνη κι όσων προσβλέπουν στη μεγάλη χρεοκοπία ως επιταχυντή εξόδου μας από το ευρώ. Που, ίσως, έχει τη βούληση «να τα αλλάξει όλα χωρίς να γκρεμίσει τη χώρα».