Διακηρυγμένος στόχος της εθνικής προσπάθειας που ξεκίνησε προ διετίας, μετά την καταστροφική 5ετία δημοσιονομικής κραιπάλης, ήταν να τιμωρήσουμε τους κερδοσκόπους και να σεβαστούμε τις υποχρεώσεις μας έναντι όσων μας είχαν εμπιστευθεί και είχαν δανείσει το ελληνικό δημόσιο. Τελικά, καταλήξαμε να τιμωρηθούν όσοι εμπιστεύθηκαν το ελληνικό δημόσιο: Η τιμωρία λέγεται PSI, η ποινή είναι περίπου 100 δισ. ευρώ. Διακηρυγμένος στόχος εκείνης της προσπάθειας ήταν, επίσης, να κάνουμε ό,τι πρέπει για να μη φορτώσουμε τα δικά μας σπασμένα στις νέες γενιές. Δεν το αποφύγαμε τελείως. Ενα μέρος των σπασμένων θα το μετακυλήσουμε σε αυτές μέσω του ασφαλιστικού συστήματος. Κανείς δεν μπορεί να χαίρεται και να χαμογελά.
Δηλαδή -θα αναρωτηθείτε- δεν έπρεπε να πετύχει το PSI; Προφανώς έπρεπε να πετύχει. Εδώ που είχαμε φτάσει, αν δεν πετύχαινε η χώρα θα υποχρεωνόταν να αποσυρθεί από το ευρώ και να κηρύξει παύση πληρωμών. Σήμερα, θα ζούσαμε εφιάλτη. Κι ήταν ευτύχημα ότι, τον Νοέμβριο, το πολιτικό κατεστημένο υποχρεώθηκε να παραδώσει την ευθύνη διακυβέρνησης στον κ. Λ. Παπαδήμο, τον άνθρωπο που μπορούσε να υλοποιήσει τη Συμφωνία της 16ης Οκτωβρίου. Χωρίς αυτόν, η συμμορία της δραχμής θα είχε κερδίσει τον πόλεμο σε βάρος της Ελλάδας εδώ και καιρό. Ομως, άλλο είναι αυτό και άλλο οι θριαμβολογίες. Εχει δίκιο ο πρωθυπουργός: Ολα έχουν ένα κόστος, τίποτα δεν προσφέρεται δωρεάν.
Η Ελλάδα κήρυξε χρεοκοπία «με τη βούλα» -αυτή είναι η αλήθεια. Αν μείνουμε σε αυτό, ευτυχείς επειδή μας διέγραψαν χρέος ίσο με τον μισό πλούτο που παράγουμε ετησίως, απλώς θα έχουμε γράψει (για 5η φορά στην ιστορία μας, αν δεν κάνω λάθος…) μία μαύρη σελίδα: Ως μπαταχτσήδες. Και η χρεοκοπία, που έγινε ελεγχόμενα χάρη στις πλάτες της τρόικας, θα επιστρέψει ανεξέλεγκτη. Μόνη εναλλακτική είναι να επιμείνουμε πιο αποτελεσματικά στην προσπάθεια. Με αλληλεγγύη και συνοχή, να κάνουμε όλα όσα συμφωνήσαμε. Για να αξιοποιηθεί το πρωτοφανές στα παγκόσμια χρονικά κούρεμα του χρέους, ώστε να σφραγιστούν οι πηγές της διευρυμένης αναπαραγωγής του και να τεθούν οι βάσεις μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Για να γυρίσουμε σελίδα.
Κι αυτό σημαίνει κύματα μεταρρυθμίσεων παντού (εν αρχή, το κράτος) αγνοώντας την ανατριχίλα που προκαλούν στο κατεστημένο. Θυμίζω ότι η ακύρωση της μεταρρύθμισης Γιαννίτση, το 2001, εκτίναξε το σωρευτικό έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης μέσα σε μία 10ετία στα 100 δισ. ευρώ – τόσα, όσα κουρέψαμε. Υπάρχουν τέσσερις λόγοι ορισμένης αισιοδοξίας. Πρώτον, φεύγει από το τραπέζι η μεγαλύτερη ανασφάλεια, αν μένουμε ή φεύγουμε από την Ευρωζώνη. Δεύτερον, διαθέτουμε σαφές πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων – το δεύτερο Μνημόνιο. Τρίτον, θα μας βοηθήσει ένας εκτεταμένος μηχανισμός τεχνικής βοήθειας και (ευτυχώς…) συστηματικής επιτήρησης. Τέταρτον, τώρα πια, κανείς δεν δικαιούται να πει αύριο «δεν ήξερα». Θα τα καταφέρουμε;
Το πρόβλημα είναι πολιτικό. Το μοντέλο του παρασιτικού καπιταλισμού πρέπει να παραχωρήσει τη θέση του σε μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης. Κι αυτό σημαίνει ανατροπή του Κατεστημένου της Διαφθοράς. Εξουδετέρωση της τεχνογνωσίας της διαπλοκής. Ανοιγμα των κλειδωμένων αγορών κρατικών έργων και κρατικών προμηθειών. Εισβολή αξιοκρατίας και ανταγωνισμού στο δημόσιο. Ενίσχυση της επιχειρηματικότητας που σέβεται τη μόρφωση, καινοτομεί και ευημερεί σε συνάρτηση με την αύξηση της παραγωγικότητας – όχι στο τέλμα. Γιατί, ναι μεν η βαθιά διάβρωση της ανταγωνιστικότητας έκανε αναπόφευκτη την εσωτερική υποτίμηση, αλλά η ουσιαστική αποκατάστασή της δεν μπορεί να γίνει μόνο (ή κύρια) με την υποτίμηση. Ποιες πολιτικές δυνάμεις μπορούν να ηγηθούν σε αυτόν τον αγώνα;
Δεν τις βλέπω. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα κάνουν κάποια βήματα προσαρμογής. Αργά, μόνο υπό ασφυκτική πίεση. Η συναλλαγή με μεγάλα συμφέροντα, η αλαζονεία, η εκμετάλλευση του κράτους ως λάφυρο, είναι συνήθειες που δύσκολα ξεριζώνονται. Είναι αλήθεια ότι, χάρη στον «μη πολιτικό» πρωθυπουργό, το πολιτικό κλίμα βελτιώθηκε αισθητά – αν μη τι άλλο, οι «πολιτικές» ύβρεις έδωσαν τόπο σε απόπειρες συνεννόησης. Αλλά, η βελτίωση είναι εξαιρετικά εύθραυστη και οι αλλαγές συμπεριφοράς επίσης. Αλλωστε, έχουν ζωή τεσσάρων, μόλις, μηνών. Κι αν κρίνουμε από την «εξυπνάδα του διαρρήκτη» με την οποία τα παλιά κόμματα δοκίμασαν να φορτώσουν στον φορολογούμενο τα χρέη τους, την Πέμπτη, τέσσερις μήνες αποδεικνύονται πάρα πολύ λίγοι για αλλαγή νοοτροπίας.