Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών της 24-9-2017 έφερε μαύρα μαντάτα για τη γερμανική Σοσιαλδημοκρατία. Ο καταποντισμός του κόμματος του Μάρτιν Σουλτς μας κάνει να μιλάμε, τηρουμένων των αναλογιών, για «pasokification» του ιστορικού SPD. Η έλλειψη οράματος, σαφούς προγραμματικού λόγου και πειστικών απαντήσεων, στο ιστορικό πλαίσιο της αποδόμησης του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους, είναι πλέον σαφές ότι έχει οδηγήσει το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής «κεντροαριστεράς» σε ραγδαία υποχώρηση ή και πολιτική ανυποληψία.
Είναι ακόμη ένα «καμπανάκι» κινδύνου (εμβελείας…Notre Dame,εν προκειμένω), ιδίως για αυτούς που θεωρούν ότι η προοδευτική απάντηση στην κρίση είναι μία ξαναζεσταμένη σούπα δημοσίων επενδύσεων, κοινωνικών παροχών και αναδασμού, μέσω της υψηλής φορολογίας των ανωτέρων εισοδηματικών στρωμάτων. Για όσους πιστεύουν ότι είναι εφικτή μία επιστροφή στις δοκιμασμένες συνταγές, χωρίς, ωστόσο, τα υψηλά πλεονάσματα του παρελθόντος και με τον αυξημένο ανταγωνισμό από τις δυναμικές αναδυόμενες οικονομίες. Για όσους ελπίζουν ότι το αναμάσημα ξεφτισμένων συνθημάτων και το πονηρό κλείσιμο του ματιού στα αριστερόστροφα αντανακλαστικά των παλαιών κεντροαριστερών ψηφοφόρων αρκούν για την επανάκαμψη της προοδευτικής παράταξης.
Είναι προφανές ότι οι παραπάνω επιλογές οδηγούν σε αδιέξοδο. Τόσο στην Ευρώπη, όπου η πτωτική τάση των εργατικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που επιχειρούν «αριστερή στροφή» παγιοποιείται, αλλά και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου η ρευστότητα διαμορφώνει ένα ούτως ή άλλως ασαφές τοπίο. Η λύση, για τον προοδευτικό χώρο, δεν είναι η εμμονική υπεράσπιση των ιδεολογικών αναφορών των περασμένων δεκαετιών. Αντιθέτως, το ζητούμενο είναι ένα νέο πλαίσιο συγκεκριμένων ιδεών και άμεσα υλοποιήσιμων προτάσεων. Μία προγραμματική πλατφόρμα που θα παρέχει τα κλειδιά για την έξοδο από τη στενωπό της ύφεσης, με τις απαραίτητες, θαρραλέες διαρθρωτικές αλλαγές του χρεωκοπημένου μας μοντέλου και προτεραιότητα την ιδιωτική οικονομία και την υγιή ανάπτυξη. Ένα νέο «συμβόλαιο» με την κοινωνία των πολιτών, στο οποίο, όμως, δεν θα περιλαμβάνονται όροι για την προστασία των συντεχνιακών προνομίων και την προάσπιση των κλειστών ομάδων συμφερόντων, αλλά θα κατοχυρώνονται εγγυήσεις για την καινοτομία, την ελεύθερη ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και τον απόλυτο σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων.
Όπως δείχνει εμφατικά το γερμανικό παράδειγμα, η σοσιαλδημοκρατία, όπως την ξέραμε, αποθνήσκει…Το στοίχημα είναι αν ο προοδευτικός χώρος θα αντιμετωπίσει την ιστορική στιγμή ως ευκαιρία ανασύνταξης και επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς του ή αν θα αφεθεί στη μοιρολατρική, παθητική παρατήρηση των εξελίξεων. Στην πρώτη εκδοχή, θα φυτέψουμε το σπόρο του νέου προοδευτισμού. Στη δεύτερη – και απευκταία – εκδοχή, λαϊκιστικές, δήθεν «αντισυστημικές» δυνάμεις θα μεταβολίσουν τα προϊόντα σήψης της παλαιάς, κραταιάς σοσιαλδημοκρατίας, δημιουργώντας τερατογενέσεις που θα μολύνουν το πολιτικό σύστημα.
Στην τρέχουσα συγκυρία, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, καθοριστικές θα είναι οι εξελίξεις που θα διαμορφώσει η διαδικασία ανάδειξης του νέου πολιτικού φορέα, στο χώρο του προοδευτικού κέντρου. Το κεντρικό διακύβευμα είναι η ίδια η ταυτότητα του νέου αυτού πολιτικού οργανισμού. Θα μπορέσει να γεννηθεί ένα αυθεντικά προοδευτικό και μεταρρυθμιστικό κίνημα ή θα αναπαλαιώσουμε με πρόχειρα φτιασίδια τα παλιά κομματικά οικοδομήματα;
Για να πετύχουμε το πρώτο, πρέπει να μιλήσουμε με ειλικρίνεια και πειστικό λόγο για τις τομές που έχει ανάγκη η οικονομία, η δικαιοσύνη, η παιδεία, η δημόσια διοίκηση. Να πείσουμε τους πολίτες για την ανάγκη να κατεδαφίσουμε το πελατειακό κράτος. Να μειώσουμε την επιβάρυνση των επιχειρήσεων, περικόπτοντας περιττές δημόσιες δαπάνες, ακόμη κι αν πρέπει να ξεβολέψουμε τους ευνοημένους του συστήματος. Να επιχειρηματολογήσουμε για τη χρησιμότητα της αξιολόγησης σε όλο το εύρος του δημόσιου τομέα. Να κόψουμε το γόρδιο δεσμό της εξάρτησης της δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία. Να υποστηρίξουμε την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων – και να εκδιώξουμε τα κόμματα και τους εκκολαπτόμενους κομματάρχες από την ανώτατη παιδεία. Να στηρίξουμε με πάθος τις ατομικές ελευθερίες, σε ένα δυναμικό κοινωνικό περιβάλλον. Και πρέπει, ασφαλώς, να ξαναδώσουμε όραμα σε μία ολόκληρη νέα γενιά Ελλήνων. Τη γενιά τουErasmus, τη γενιά της ανεργίας, της μεγάλης απογοήτευσης και του brain drain.
Οι κεντρικές πολιτικές θέσεις ενός νέου, προοδευτικού φορέα οφείλουν να αντιστοιχούν στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα σήμερα και να αναδεικνύουν τα κυρίαρχα σημεία ενός απαραίτητου για τη χώρα «οδικού χάρτη» ριζικών αλλαγών. Να αποτυπώνουν ανάγλυφα το όριο ανάμεσα στη σημερινή «πρόοδο» και τη σημερινή «συντήρηση».
Η ευκαιρία είναι εδώ και η επιλογή είναι μία. Αν θέλουμε να ζήσουμε τη γέννηση ενός νέου, αυτόνομου και προοδευτικού πολιτικού σχηματισμού που θα πρωταγωνιστήσει, πρέπει ένα πλατύ κοινωνικό ρεύμα να μετατραπεί σε κίνημα που θα εκφράσει ριζοσπαστικές, προοδευτικές αντιλήψεις για την πορεία της χώρας, ακυρώνοντας τους σχεδιασμούς των κομματικών μηχανισμών. Οι εξελίξεις δείχνουν ότι είναι καιρός να κοιτάξουμε μπροστά, χωρίς να λοξοκοιτάμε στις χωροθετήσεις του ξεπερασμένου, παραδοσιακού πολιτικού άξονα. Μπροστά – και μόνο μπροστά!»…