Μπραζίλ

Παύλος Τσίμας 21 Δεκ 2012

Διδακτική ιστορία, από μια πολύ μακρινή χώρα, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν: Βραζιλία, καλοκαίρι του 2002.

Η χώρα βάδιζε προς εκλογές, τον Οκτώβριο, και οι δημοσκοπήσεις προεξοφλούσαν τον νικητή τους. Ο επόμενος πρόεδρος της Βραζιλίας θα ήταν ο Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, ο ηγέτης της Αριστεράς. Ο Λούλα είχε διεκδικήσει άλλες τρεις φορές το αξίωμα, δίχως επιτυχία. Αλλά το 2002 είχε έρθει η ώρα της βραζιλιάνικης Αριστεράς.

Ηταν επίσης η ώρα της χειρότερης κρίσης για τη βραζιλιάνικη οικονομία. Μετά τη «χαμένη δεκαετία» της Λατινικής Αμερικής, στα χρόνια του ’80, και άλλα δέκα χρόνια ανεπιτυχούς μάχης με τον πληθωρισμό και τις υποτιμήσεις του νομίσματος, έπειτα από μια σειρά αποτυχημένων προγραμμάτων σταθεροποίησης του ΔΝΤ (το πιο πρόσφατο, του 2001, είχε μόλις διαπιστωθεί ότι εκτροχιάστηκε), η χώρα δεν βούλιαζε μόνο στη χρόνια ανεργία και τη φτώχεια, αλλά δεχόταν και μια πρωτοφανή επίθεση των αγορών. Χτυπημένη από τις συνέπειες της χρεοκοπίας της Αργεντινής, με συσσωρευμένα οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα, η Βραζιλία είδε το χρέος της να μεγαλώνει επικίνδυνα και τα σπρεντ της να εκτοξεύονται στις 2.500 μονάδες. Και ταυτόχρονα, τις τραπεζικές καταθέσεις να κάνουν φτερά, με τις αγορές να προεξοφλούν φυγή κεφαλαίων, κεφαλαιακό σαμποτάζ και οικονομική καταστροφή, λόγω της επικείμενης νίκης της Αριστεράς.

Εκείνο το προεκλογικό καλοκαίρι η Βραζιλία άγγιξε τη χρεοκοπία. Και η κυβέρνησή της, η απερχόμενη φιλελεύθερη κυβέρνηση Καρντόσο, χτύπησε ξανά την πόρτα του ΔΝΤ για άλλο ένα πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης. Μόνο που αυτό το πρόγραμμα όλοι ήξεραν ότι άλλος θα το διαπραγματευθεί και άλλος θα το εφαρμόσει.

Το πρόγραμμα καταρτίστηκε και ο Τίμοθι Γκάιτνερ, κατοπινός υπουργός του Ομπάμα, στέλεχος τότε του Ταμείου, πίεσε ώστε να είναι εντυπωσιακά μεγάλο, ώστε «να πείσει τις αγορές» – 30 δισ. δολάρια, το μεγαλύτερο ποσό που είχε ώς τότε εκταμιεύσει ποτέ το Ταμείο. Εμενε ένα αγκάθι: πριν το Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΝΤ εγκρίνει το πρόγραμμα, έπρεπε να δεσμευτούν στην τήρησή του όλοι οι υποψήφιοι στις προεδρικές εκλογές, συμπεριλαμβανομένου του Λούλα. Ο οποίος Λούλα, προκαλώντας την ιερή οργή των αριστερών συνιστωσών του Κόμματος Εργαζομένων, είχε, από την αρχή του καλοκαιριού, φιλοτεχνήσει μια στροφή προς τον πραγματισμό, με το περίφημο «γράμμα προς τους Βραζιλιάνους». Και είχε επιπλέον αρχίσει επαφές με τους ανθρώπους του Ταμείου.

Κοντολογίς, ο υποψήφιος της Αριστεράς όχι μόνο κέρδισε τις εκλογές έχοντας δεσμευτεί προεκλογικά να τηρήσει το «μνημόνιο», αλλά το τήρησε κιόλας.

Το πρόγραμμα του 2002 ήταν το πρώτο, ανάμεσα σε πάμπολλα, προγράμματα του ΔΝΤ για τη Βραζιλία (κι ίσως το πρώτο σε όλη τη Λατινική Αμερική) που θεωρήθηκε ότι εφαρμόστηκε επιτυχώς, και ώς σήμερα ο κακόφημος οργανισμός το διαφημίζει ως μια αδιαμφισβήτητη (και από τις μετρημένες στα δάχτυλα ενός χεριού) επιτυχία του!

Το εντυπωσιακό είναι πως, παρότι ο Λούλα εφάρμοσε, στα βασικά της, την ορθόδοξη νομισματική και δημοσιονομική συνταγή του Ταμείου, κατάφερε να μείνει στην εξουσία οκτώ χρόνια, να τελειώσει τη θητεία του τόσο δημοφιλής όσο όταν την άρχιζε (παρά τις πολλές αποτυχίες και κάποια σκάνδαλα) και να τον διαδεχθεί η στενότερη συνεργάτις του. Και το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι, παρά τον κορσέ του Ταμείου, στα χρόνια του Λούλα η Βραζιλία αναπτύχθηκε με σχετικά γρήγορο ρυθμό και εφάρμοσε δύο πρωτοποριακά προγράμματα: την bolsa familia – ένα ολοκληρωμένο δίχτυ πολλαπλής κοινωνικής προστασίας για τους απόκληρους, στο οποίο εντάχθηκαν 11 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι – και το PAC, ένα πρόγραμμα ταχύρρυθμης ανάπτυξης μέσω δημόσιων επενδύσεων, που η εφαρμογή του εκτίναξε τους ρυθμούς ανάπτυξης και προφύλαξε τη Βραζιλία από τις συνέπειες της Μεγάλης Κρίσης του 2008.

«Μη μιλάτε για την κρίση», συμβούλευσε τις προάλλες ο Λούλα τον έλληνα μουσαφίρη του. Μην επενδύετε στη δυστυχία και την καταστροφή, δηλαδή. «Να μιλάτε για τις λύσεις». Ποιος ξέρει; Μπορεί το ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα στη μακρινή Μπραζίλια να μην ήταν χαμένος κόπος.