Μπορούν να σωθούν οι ναυαγοί;

Πέτρος Παπασαραντόπουλος 03 Ιουλ 2015

Σε κείμενο με τίτλο «Πλησίστιοι στα βράχια»[1], που δημοσιεύτηκε μια εβδομάδα πριν από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, είχα διατυπώσει την εκτίμηση ότι «η χώρα οδεύει πλησίστια στα βράχια. Οι δυνάμεις της μετριοπάθειας και της λογικής έχουν οριακή πολιτική επιρροή. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας φαντασιώνονται, στην πλειονότητά τους, ότι ο από μηχανής Θεός, ο Θεός της Ελλάδας, θα την σώσει την τελευταία στιγμή. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Στις 26 Ιανουαρίου θα εισέλθουμε, κατά πάσα πιθανότητα, σε αχαρτογράφητα ύδατα με το σκάφος ακυβέρνητο. Θα ζήσουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις που θα κάνουν την έως τώρα κρίση να μοιάζει με ειδυλλιακή εκδρομή ενωμοτίας προσκόπων».

Στο κείμενο αυτό είχα επιχειρήσει να κωδικοποιήσω ποιο ήταν εκείνο το σύστημα ιδεών που είχε ηγεμονεύσει στον «κοινό νου» και το οποίο δημιούργησε τις προϋποθέσεις στον ΣΥΡΙΖΑ να κυριαρχήσει πολιτικά, υποστηρίζοντας ότι «η διαφαινόμενη εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ εδράζεται σε τρεις στερεοτυπικές κατασκευές που έχουν αποκτήσει διαστάσεις αυτονοήτου. Αυτές είναι:

1) Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κάνει αυτά που επαγγέλλεται και θα κάνει κυβίστηση.

2) Οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν.

3) Η κατάσταση, ατομικά αλλά και στη χώρα, είναι τόσο χάλια που δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα».

 

Προσκρούοντας στην πραγματικότητα

Τώρα πλέον, μετά από 5 μήνες με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, μπορούμε να εξετάσουμε εάν αυτά τα στερεότυπα εδράζονται στην πραγματικότητα ή εάν η πρόσκρουση στα πραγματικά δεδομένα τα έχει κονιορτοποιήσει.

Το στερεότυπο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κάνει αυτά που επαγγέλλεται και θα κάνει κυβίστηση, έχει πλήρως διαψευστεί. Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμα και μια εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα, εξαιρετικοί αναλυτές εξέφραζαν τη βεβαιότητα για επικείμενο συμβιβασμό[2]. Δεν χρειάζεται περαιτέρω τεκμηρίωση, είναι λόγος περί αυτονοήτου.

Το ίδιο έχει συμβεί και με το δεύτερο στερεότυπο ότι, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ επιμείνει, οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν. Ακριβώς το αντίθετο έχει συμβεί. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν επιδείξει σταθερότητα στις βασικές θέσεις τους σε όλη τη διάρκεια της πεντάμηνης διαπραγμάτευσης, που είχε χαρακτηριστικά παρωδίας από την ελληνική πλευρά, με την υποβολή αστείων και ανεδαφικών προτάσεων όπως, για παράδειγμα, εκείνες με τους καλωδιωμένους τουρίστες και τα ομόλογα εις το διηνεκές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαπραγμάτευση ήταν προσχηματική, στο πλαίσιο μιας προαποφασισμένης ρήξης. Ακόμα όμως και αν η ρήξη προέκυψε ως αποτέλεσμα άστοχων χειρισμών και βολουνταριστικού μαξιμαλισμού, το αποτέλεσμα είναι ίδιο. Εάν επιχειρήθηκε κυβίστηση, αυτή έμεινε ανολοκλήρωτη, στον αέρα. Στην πολιτική δεν μετρούν οι προθέσεις, αλλά τα αποτελέσματα.

 

Η ψευδαίσθηση ότι δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε

Απομένει το τρίτο στερεότυπο, εκείνο που υποστηρίζει ότι η κατάσταση, ατομικά αλλά και στη χώρα, είναι τόσο χάλια που δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Αυτό το επιχείρημα συγκροτεί την καρδιά της προεκλογικής ρητορείας του ΣΥΡΙΖΑ και των πολιτικών υποστηρικτών του, μαζί με τις εθνικολαϊκιστικές κορώνες για Αξιοπρέπεια και Υπερηφάνεια.

Η προβολή αυτού του ισχυρισμού είναι διαρκής και συστηματική. Ο Νίκος Φίλης επιτιμά εργαζόμενο με το περιφρονητικό επιχείρημα: «Φοβάσαι να μη χάσεις τα 300 ευρώ που παίρνεις»[3], ο Κώστας Αρβανίτης αναρωτιέται: «Δεν είναι υπερβολή να φοβούνται οι φτωχοί την πτώχευση;» [4], και το σύνολο του στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ εκπέμπει έναν απωθητικό μιζεραμπιλισμό για τη χώρα, προσπαθώντας να πείσει ότι ως χώρα και ως άτομα (εκτός από λίγους γερμανοτσολιάδες) δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα, παρά μόνο τις αλυσίδες μας.

Εμπειρικά, μοιάζει ότι αυτό το στερεότυπο συνεχίζει να είναι ισχυρό στον «κοινό νου», ιδίως στις νεότερες γενιές, που έζησαν σε καθεστώς ευρωπαϊκής ευημερίας που την θεωρούσαν δεδομένη, αυτονόητη και άκοπη.

Το κλείσιμο των τραπεζών, οι περιορισμοί στην ανάληψη χρημάτων, οι ουρές στα ΑΤΜ, η διάλυση του συστήματος υγείας, οι ελλείψεις στα φαρμακεία, τα πρώτα μηνύματα από νησιά ότι δεν έχουν καύσιμα, όλα αυτά δίνουν μια σαφή πρόγευση για το τι πρόκειται να γίνει, διαψεύδοντας και αυτή την ιδεοληψία.

Αν έχει κάτι νόημα στις λίγες ώρες που απομένουν μέχρι το δημοψήφισμα της Κυριακής, αυτό είναι ότι οι δυνάμεις που υποστηρίζουν το ΝΑΙ πρέπει να επικεντρωθούν στην αποδόμηση αυτής της φαντασίωσης, αυτής της αυταπάτης, αυτής της ψευδαίσθησης.

Έχουμε πολλά να χάσουμε. Το ΟΧΙ οδηγεί μαθηματικά στη δραχμή. Στην έξοδο όχι από την Ευρωζώνη, αλλά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά πάσα πιθανότητα σε επαχθή ολοκληρωτισμό. Σε πλήρη αποκοπή από την Ευρώπη. Πρόκειται για κολοσσιαίων διαστάσεων αυτοχειριασμό μιας ολόκληρης χώρας.

 

Μπορούν να σωθούν οι ναυαγοί;

Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, αυτονόητο είναι το ερώτημα: Εάν υπερισχύσει το ΝΑΙ, υπάρχει ελπίδα να σωθεί η χώρα; Μπορούν να σωθούν οι ναυαγοί;

Δεν είμαι σίγουρος. Υπάρχει όμως μια ελπίδα. Που πρέπει να κρατηθεί ζωντανή με τη μαζική υπερψήφιση του ΝΑΙ.

Μιλώντας μεταφορικά, το πλοίο έχει ήδη συγκρουστεί με τα βράχια. Η καταστροφή της χώρας, κολοσσιαίων διαστάσεων, έχει ήδη συντελεστεί. Οι επιβάτες, που παρακολουθούσαν αμέριμνοι την τρελή πορεία, αρχίζουν και το συνειδητοποιούν.

Εάν καταφέρουν να επιζήσουν, υπάρχει ελπίδα, με σκληρή δουλειά και χωρίς αυταπάτες, να επισκευάσουν το πλοίο και να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία του στην Ιστορία.

Αλλιώς, η χώρα εισέρχεται στη μεγαλύτερη περιπέτεια της μετεμφυλιακής της ιστορίας. Σε δρόμο χωρίς επιστροφή.

 

 

[1] Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Πλησίστιοι στα βράχια», Μεταρρύθμιση, 17 Ιανουαρίου 2015,  (ανάκτηση 2 Ιουλίου 2015).

[2] Αυτή η βεβαιότητα αξίζει ν’ αναλυθεί περαιτέρω, με νηφάλιο τρόπο, ως λόγος περί μεθόδου.

[3] Δες  http://www.athensvoice.gr/article/%CF%83%CF%84%CE%AE%CE%BB%CE%B5%CF%82-web/%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%AC%CE%B2%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82/%CF%83%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B6%CE%B1-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82-%CF%83%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%B8%CE%AF%CE%B1%CF%83%CE%BF%CF%82 (ανάκτηση 2 Ιουλίου 2015).

[4] Δες https://twitter.com/karvanitis/status/609670003546324992 (ανάκτηση 2 Ιουλίου 2015).