Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι με κάποιο τρόπο όλο το ελληνικό χρέος μηδενιζόταν αύριο το πρωί, είναι βέβαιο ότι σε μερικά χρόνια θα ξαναβρεθούμε σε δυσχερή θέση αν δεν αντιμετωπίσουμε τις γενεσιουργές αιτίες του προβλήματος. Αμεση προτεραιότητα είναι προφανώς η υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών. Αλλά, αναρωτιέται κανείς, ακόμη και αν ψηφιστούν μια σειρά από νομοθετικές πράξεις, μπορεί το «ελληνικό πρόβλημα» να επιλυθεί οριστικά χωρίς μια ευρείας κλίμακας αλλαγή νοοτροπίας; Για να δώσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα, ας δούμε τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Πέραν της συνεχούς αναφοράς σε εθνικά θέματα, όταν το σύνολο σχεδόν των κρατών αναφέρεται σε εθνικά συμφέροντα, μια ορθολογική προσέγγιση θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η προσπάθεια θα πρέπει να επικεντρώνεται στην επίλυση και όχι τη διαιώνιση των διαφόρων προβλημάτων. Τα δε προβλήματα εξωτερικής πολιτικής στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι επιλύσιμα, αρκεί βεβαίως να αποφευχθεί η επιδίωξη μαξιμαλιστικών στόχων και να απαλλαγεί η έννοια του «έντιμου συμβιβασμού που κατοχυρώνει τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα» από τη ρετσινιά της ενδοτικότητας. Δυστυχώς, αντί να προσπαθούμε να κλείσουμε ορισμένα εξωτερικά μέτωπα, εκμεταλλευόμενοι ευνοϊκές συγκυρίες, έχει επικρατήσει εδώ και αρκετά χρόνια μια νοοτροπία επ’ αόριστον διαχείρισης και όχι επίλυσης συγκεκριμένων προβλημάτων.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά κατ’ αρχήν τον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας, αλλά κατατρύχει γενικότερα την ελληνική κοινωνία. Χαρακτηριστικά του αποτελούν η έλλειψη λογοδοσίας, ο αυτοσχεδιασμός και όχι η προετοιμασία μέσω σχεδιασμού και τακτικής άσκησης μέσω προσομοίωσης, η αδυναμία εξαγωγής συμπερασμάτων (lessons learned) από περασμένα περιστατικά και κρίσεις και η γενικότερη κουλτούρα περιστασιακής τήρησης των κανόνων, διαδικασιών αλλά και των νόμων που χαρακτηρίζει γενικότερα την Ελλάδα και το οποίο πιθανώς θα πληρώσουμε ακριβότερα κάποια μέρα. Αυτό το επικίνδυνο μείγμα ερασιτεχνισμού και ωχαδερφισμού μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως η νοοτροπία του «έλα μωρέ τώρα».
Εξάλλου, χρειαζόμαστε τη μετάβαση από την προσωπική αίσθηση αδυναμίας (και αδιαφορίας) να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα σε μια νοοτροπία ατομικής ευθύνης και συνεισφοράς. Πρέπει να ξαναγίνει επίκαιρος ο Καζαντζάκης (Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γη. Αν δεν σωθεί, εγώ θα φταίω) και ο πρόεδρος Κένεντι (Μη ρωτάς τι μπορεί η πατρίδα σου για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για την πατρίδα σου).
Οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι -συγκριτικά- πολύ ευκολότερες από την αλλαγή νοοτροπίας η οποία συνδέεται άμεσα με την ανάγκη σημαντικών αλλαγών στον τομέα της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης σε όλα τα επίπεδα και, επιπλέον, χρειάζεται χρόνος για τη δημιουργία μιας κρίσιμης μάζας υγιώς σκεπτόμενων πολιτών. Σε κανονικές συνθήκες, ατμομηχανή για μια τέτοια αλλαγή θα έπρεπε να είναι οι κάθε μορφής ελίτ της χώρας. Αλλά επειδή δεν έχουν δείξει ότι είναι ικανές ή έτοιμες να αναλάβουν τέτοιο ρόλο, η ευθύνη ανήκει σε όλους μας. Πέρα από προσωπικό στοίχημα επιβίωσης, είναι και το χρέος μας στην ιστορία της χώρας και, κυρίως, στις επόμενες γενιές.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.