Θα μπορούσε να είναι το απόλυτο σουξέ στην Ευρώπη. Να το τραγουδούν οι Σκωτσέζοι στο Λονδίνο και το Λονδίνο στις Βρυξέλλες. Να το έχουν μεταφράσει στα γερμανικά οι οπαδοί του “κόμματος του μάρκου”, οι αληθινοί Φινλανδοί μαζί με τους υπερπατριώτες Σουηδούς και τους μπρατσωμένους “πανουγγριστές”. Το φωνάζει και η “πατριωτική” Δεξιά στην Ελλάδα (όχι μόνο η ακροδεξιά). Το ελαφρολαϊκό “μπορώ και μόνη μου καλά, τα καταφέρνω μια χαρά” φαίνεται να εκφράζει μεγάλη μερίδα πολιτών σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης.
“Εκπληκτοι” αναλυτές μας αναφέρουν την άνοδο κάποιου ακραίου, ξενοφοβικού, εθνικιστικού ή έστω απλά αντιευρωπαϊκού κόμματος σε κάποια εκλογική μάχη. Η “έκπληξη” αυτή όπως και εκείνη των πολιτικών, που παίρνουν το λυπημένο ύφος για να μας “κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου”, μετά από τέτοια φαινόμενα μόνο πλαστή μπορεί να είναι. Εκτός πια αν η αφέλεια ήταν το συνοδευτικό χαπάκι για να χωνέψουμε τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, που κυριάρχησε στην Ευρώπη την περασμένη εικοσαετία.
Τώρα βεβαίως κάποιοι την εγκαλούν για την ψεύτικη ευημερία, που μας πούλησε αλλά αποφεύγουν να δούν και την ουσία της. Και η ουσία είναι ότι σε κοινωνίες που είχαν γαλουχηθεί με το να βλέπουν το ατομικό συμφέρον, την προσωπική επιτυχία, την κοινωνική και οικονομική αναρρίχηση ως τον υπέρτατο στόχο, είναι προφανές ότι κάθε ιδέα “συλλογικότητας” δε μπορεί να είναι ελκυστική. Σε ατομικό, εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο νεοφιλελευθερισμός καλλιέργησε την “ευρωπαϊκή συλλογικότητα” μόνο στο επίπεδο της αγοράς και των “ευκαιριών”. Για όλα η λύση ήταν ο “ανταγωνισμός”, μέσα από τον οποίον υποτίθεται ότι οι πιο άξιοι και οι πιο ικανοί θα είναι και οι μέλλοντες “επιτυχημένοι”. Το μοντέλο των “επιτυχημένων” ανασύρεται εσχάτως και πάλι από το συρτάρι για να δώσει ελπίδα σε μια παραζαλισμένη κονή γνώμη, που έχει μάθει έτσι κι αλλιώς όχι να μοιράζεται, αλλά να “παλεύει για να κερδίζει”.
Είναι φυσιολογική εξέλιξη όμως, όταν έχεις μάθει ότι έχεις περισότερες πιθανότητες επιτυχίας όταν “πιστέψεις στον εαυτό σου και παλέψεις σκληρά” να θεωρείς ότι αυτό ισχύει και σε υπερεθνικό επίπεδο.
Οταν είσαι Σουηδός ή Γερμανός και θεωρείς ότι δεν έχεις τίποτα, που να σε ενώνει με τους “ανέμελους” του Νότου, γιατί να μην πιστεύεις ότι χωρίς αυτούς θα τα πας καλύτερα; Οταν είσαι Βρετανός και πιστεύεις ότι ελέγχεις το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρώπης γιατί να θες να υπόκεισαι σε κοινούς περιορισμούς με τους άλλους Ευρωπαίους; Οταν είσαι Σκωτσέζος και πιστεύεις ότι με τα πετρέλαιά σου και τις φυσικές σου ομορφιές μπορείς να συντηρήσεις μια αυτόνομη οικονομία, γιατί να θες να τα μοιραστείς αυτά με τους Αγγλους που πάντα ήθελαν να σου κάνουν το δάσκαλο; Κι όταν είσαι οπαδός θεωριών περί “ανάδελφου έθνους” γιατί να μην συνεχίζεις να βλέπεις σαν εχθρούς της φυλής όλους τους υπόλοιπους λαούς;
Η ίδια λοιπόν η κυρίαρχη ιδεολογία, που υποτίθεται ανυψώνει την ατομικότητα και την διαφορετικότητα του ατόμου, που το διδάσκει να βλέπει καχύποπτα τις όποιες συλλογικές μορφές αντίδρασης, και το κάνει τελικά πολύ πιο ευάλωτο απέναντι σε οποιαδήποτε εξουσία, είναι αυτή που λειτουργεί διαλυτικά και μέσα στις εθνοκεντρικές κοινωνίες και μέσα στην Ευρώπη. Το “ένας για όλους και όλοι για έναν”, υπάρχει ως αξίωμα μόνο στις επαναλήψεις ταινιών από προηγούμενες δεκαετίες. Το αξίωμα που σάρωσε τα πάντα τις περασμένες δύο δεκαετίες ήταν το “ο καθένας για τον εαυτό του”.
Θα αντιτείνει κανείς ότι ποτέ δεν υπήρξε μια πραγματική ευρωπαϊκή συλλογικότητα. Αυτό είναι σωστό. Ομως οι κοινωνίες στις δεκαετίες του ?50 και του ?60 ήταν πολύ διαφορετικές. Κουρασμένες από τους πολέμους και αποφασισμένες να “ανασκουμπωθούν” και να οργανωθούν, έτσι ώστε να προχωρήσουν στην αναγκαία ανοικοδόμηση μιας ρημαγμένης ηπείρου. Υπήρχε τότε ένας κοινός στόχος, μια ελάχιστη κοινή θεώρηση των πραγμάτων. Και η επιθυμία να σταματήσουν πλέον οι συγκρούσεις. Υπήρξε μια βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για το σύνολο της κοινωνίας. Σήμερα μια τέτοια συγκολλητική ουσία δεν υπάρχει. Αυτό που εμφανίζεται ολοένα και πιο απειλητικό είναι η διεύρυνση των ανισοτήτων που αναπόφευκτα συντελεί στην ολοένα μεγαλύτερη πόλωση. Και εντός των περισότερων ευρωπαϊκών κοινωνιών και στην ΕΕ συνολικότερα. Μετά τη διεύρυνση οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες συνειδητοποίησαν πιο εύκολα αυτά που τους χωρίζουν αντί για εκείνα που τους ενώνουν. Και μετά την κρίση ο αγώνας για επιβίωση έγινε ακόμα σκληρότερος. Είναι απλό. Οταν έχεις μάθει να διεκδικείς ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα για τον εαυτό σου, δεν θα σκεφτείς πώς θα την μοιράσεις πιο δίκαια, όταν την δεις ξαφνικά να συρρικνώνεται. Θα κοιτάξεις πρωτίστως να εξασφαλίσεις για σένα τη μεγαλύτερη μπουκιά.
Φυσικά και υπάρχουν παραδείγματα αλληλεγγύης και μιας νέας συλλογικότητας σε κάποιες χώρες, κυρίως του Νότου, σε κοινωνίες που έστω και ασυνείδητα καταλαβαίνουν ότι ο μύθος των “επιτυχημένων” έχει κάποια σοβαρά κατασκευαστικά ψεγάδια. Αλλά δεν αποτελούν την κυρίαρχη τάση. Αντίθετα μερικές φορές επιχειρείται απλά να μετατραπούν σε οάσεις φιλανθρωπίας, που θα δώσουν άλλοθι μακροζωϊας στον ασύδοτο ανταγωνισμό της αγοράς. Αυτή τη στιγμή η πολιτική τάξη στην Ευρώπη, κεντροδεξιά ή κεντροαριστερή παραμένει δέσμια των εμμονών της και των υποχρεώσεων της απέναντι στους κυρίαρχους της χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Ελπίζει ακόμα σε “αόρατα χέρια” και “κυκλικές” ανακάμψεις. Και αδυνατεί να κατανοήσει γιατί μεγάλες ομάδες της γυρίζουν την πλάτη και στρέφονται σε ακραίες απόψεις. Μοιάζει με τους γονείς, που δίδασκαν τα παιδιά τους να νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους, να μην κοιτάνε κανέναν άλλο παρά μόνο την καλοπέρασή τους και αίφνης αναρωτιούνται γιατί δεν υπάρχει κανείς να τους γηροκομήσει. Και συνήθως δεν τους απαντά κανείς μέχρι να καταλήξουν…