*Θέλω να ευχαριστήσω το Δίκτυο Αριστερών Δημοκρατών για την πρόσκληση να συμμετάσχω στη συζήτηση με το ερώτημα: «μπορεί να ξαναγεννηθεί η ελπίδα στην Ευρώπη;».
Για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις θα τονίσω ότι μιλάμε για τις προοπτικές της Ε.Ε. γιατί στην Ευρώπη ανήκουν και χώρες εκτός Ε.Ε.
Η διοργάνωση της εκδήλωσης βρίσκεται σε τέλειο συγχρονισμό με τις διεργασίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεδομένου ότι πρόσφατα δημοσιοποιήθηκαν οι προτάσεις της Ε.Ε. για το μέλλον της Ευρώπης.
Έχουν περάσει 60 χρόνια από τότε που οι Συνθήκες της Ρώμης θεμελίωσαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα πρόδρομο της Ε.Ε. και 18 χρόνια από τη συγκρότηση της ευρωζώνης και οι προβλέψεις για το μέλλον και την προοπτική της Ε.Ε. αλλά και της ευρωζώνης δεν είναι αισιόδοξες.
Να υπενθυμίσω ότι στις 7 Φεβρουάριου συμπληρώθηκαν 25 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Με αυτή αποφασίστηκε να προχωρήσει η Ε.Ε. σε μεγαλύτερη εμβάθυνση.
Αν κάτι εκπλήσσει είναι ότι στην Ευρώπη, οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν έκαναν κάποια ιδιαίτερη αναφορά για την επέτειο υπογραφής της Συνθήκης που μεταξύ άλλων οδήγησε και στη συγκρότηση της ευρωζώνης.
Δεν ξέρω αν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που αποσιωπήθηκε η επέτειος υπογραφής της Συνθήκης του Μάαστριχτ ή αν είναι το αποτέλεσμα μιας κυρίαρχης πλέον άποψης ότι το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ευρωζώνης όπως το περιέγραφε η Συνθήκη ήταν ατελές και συνέβαλε στην εκδήλωση της κρίσης της ευρωζώνης.
Απλά να υπενθυμίσω, κυρίως στους νεότερους που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις συζητήσεις της δεκαετίας του 1990, ότι η δημιουργία της ΟΝΕ δεν αντιμετωπίστηκε από όλους ως μια επιλογή πολιτική με αμιγώς οικονομικά κριτήρια. Αλλά ως μια πολιτική απόφαση, αφού θεωρούνταν από πολλούς ο προθάλαμος της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης το οποίο υπήρξε και το όραμα των θεμελιωτών της Ε.Ε.
Όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι περισσότερες χώρες δεν ήταν έτοιμες να συζητήσουν τη δημιουργία της Ενωμένης Ευρώπης.
Υπό προϋποθέσεις ήταν διατεθειμένες να παραιτηθούν από το εθνικό τους νόμισμα και να προχωρήσουν στην υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος και στη δημιουργία μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας.
Το ερώτημα που απασχόλησε πολλούς τότε ήταν γιατί η Γερμανία δέχτηκε να εγκαταλείψει το εθνικό της νόμισμα παρότι αυτό μετά τον πόλεμο της είχε εξασφαλίσει βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και πρωτοφανή νομισματική σταθερότητα.
Η άποψη ότι το έκανε για να πετύχει την ενοποίηση με την Ανατολική Γερμανία δεν είναι ισχυρή. Το θέμα της γερμανικής ενοποίησης ήταν ζήτημα που θα αποφάσιζαν τότε οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση. Οι χώρες της Ε.Ε. είχαν μικρό ρόλο στην λήψη αυτής της απόφασης.
Φαίνεται λοιπόν ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες του σκληρού πυρήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 καταλάβαιναν ότι η υιοθέτηση κοινού νομίσματος μπορούσε να προχωρήσει γρήγορα ακόμη και με ένα ημιτελές θεσμικό πλαίσιο που θα ενισχύονταν αργότερα. Αντίθετα η πολιτική ενοποίηση δεν αποτελούσε ούτε τότε ούτε σήμερα μια προοπτική σε ορατό χρονικό διάστημα.
Σήμερα, η Ε.Ε βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολύπλευρη κρίση:
- Η ευρωζώνη εξακολουθεί να ταράζεται από τα προβλήματα χωρών μελών. Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε μνημόνιο μετά την υπογραφή του Τρίτου Μνημονίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
- Η Βρετανία προετοιμάζεται να ενεργοποιήσει τη διαδικασία αποχώρησης από την Ε.Ε.
- Η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση δοκιμάζουν τις αντοχές της Ε.Ε. και θέτουν υπό αίρεση όλο το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. για την ασφάλεια και την προστασία.
Έτσι, σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. αυτοί που στέκονται εχθρικά στην ιδέα της ανοικτής κοινωνίας αλλά και των αξιών που είναι ταυτισμένες με την Ευρώπη κερδίζουν πολιτικά έδαφος είτε ανήκουν στη ακροδεξιά είτε στην ευρωσκεπτικιστική αριστερά. Πολλά από αυτά τα κόμματα υπόσχονται στους ψηφοφόρους ότι θα οδηγήσουν τις χώρες τους έξω από την ευρωζώνη η ακόμη και την Ε.Ε.
Είναι γεγονός ότι συζητήσεις για τη συνοχή της ευρωζώνης είχαν γίνει και στο παρελθόν, ιδιαίτερα δε το 2012 όταν αυξήθηκε η πολιτική αβεβαιότητα στην Ελλάδα μετά τα αποτελέσματα των εκλογών. Αυτό, όμως, που τώρα κάνει διαφορετικά τα πράγματα σε ότι αφορά το μέλλον της Ευρώπης είναι το γεγονός ότι το 2017 είναι χρονιά εκλογών σε τρεις κρίσιμες για την Ε.Ε. χώρες. Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία μπορεί να οδηγήσουν σε μια αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής πολύ πιο εχθρική απέναντι στην ίδια την ευρωπαϊκή προοπτική.
Οι διαπιστώσεις αυτές μας υποχρεώνουν να αξιολογήσουμε τις επιλογές που έκανε η Ευρώπη όλα αυτά τα χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, και ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης, που οδήγησε στον αναγκαστικό δανεισμό της Ελλάδας το 2010.
Οι χώρες της Ευρώπης, και ιδιαίτερα η Γερμανία και η Γαλλία, αρνήθηκαν από την πρώτη στιγμή να αντιμετωπίσουν τα αίτια που τροφοδότησαν την κρίση. Αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν ότι το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα ήταν λειτουργικό μόνο τις ηλιόλουστες ημέρες αλλά εξόχως προβληματικό σε μια απρόσμενη καταιγίδα.
Όλο το θεσμικό πλαίσιο ήταν δημιούργημα φωτισμένων πολιτικών ηγεσιών που διακρίνονταν για την πολιτική τους βούληση. Όταν λοιπόν ξέσπασε η κρίση οι ισχυρές χώρες αποφάσισαν όλο το βάρος της προσαρμογής να το αναλάβουν εξ ολοκλήρου οι χώρες με τα εμπορικά ελλείμματα.
Η επιλογή αυτή έθιξε τον πατριωτικό συναίσθημα πολιτών χωρών σε πρόγραμμα που ένιωθαν ότι το μέλλον των χωρών τους εξαρτιόνταν από πολιτικές αποφάσεις πολιτικών ηγετών που λογοδοτούσαν μόνο στο εθνικό τους ακροατήριο.
Επιπρόσθετα, υποτίμησαν την πολιτική σημασία της μεταστροφής της στάσης των πολιτών έναντι της Ευρώπης ως συνέπεια της παγκοσμιοποίησης αλλά και της αδυναμίας της Ευρώπης να εξασφαλίσει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης με δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου.
Ο ευρωσκεπτικισμός ενισχύθηκε επειδή οι πολίτες έβλεπαν αντί για πραγματική σύγκλιση χωρών και περιοχών, στασιμότητα ή πραγματική απόκλιση, αύξηση της ανεργίας ή των επισφαλών θέσεων εργασίας και έξαρση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η δογματική εμμονή στις πολιτικές λιτότητας και στις μεταρρυθμίσεις που αργούν να παράξουν τα επιθυμητά αποτελέσματα κατέστησε ακόμη πιο δύσκολη την λήψη αποφάσεων στην Ευρώπη για τις αναγκαίες θεσμικές αλλαγές.
Ας δούμε λοιπόν τι αρνήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι συντάκτες της Συνθήκης του Μάαστριχτ για να αξιολογήσουμε τα βήματα που έγιναν μετά την κρίση αλλά και τις νέες προτάσεις.
Η Συνθήκη δεν περιείχε:
1) Ένα θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της χρηματοοικονομικής αστάθειας
2) Ένα θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο και όχι απλά επιβολή ορίων για τα εθνικά ελλείμματα σε χώρες της ευρωζώνης
3) Ένα θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών χωρών μελών της ΟΝΕ
Γιατί απέφυγαν να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα αυτά;
Σε ότι αφορά το πρώτο ζήτημα όταν υπογράφηκε η Συνθήκη οι χώρες εξακολουθούσαν να έχουν σε εθνικό επίπεδο σημαντικό έλεγχο στις ροές κεφαλαίων και στον έλεγχο των αγορών.
Πολλές χώρες τότε άρχισαν να διαχωρίζουν την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος από την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και θεωρούσαν ότι αυτά είναι αρμοδιότητες των εθνικών κρατών που δεν θα έπρεπε να εκχωρηθούν σε ευρωπαϊκά όργανα.
Το δεύτερο ζήτημα ήταν εξίσου καθοριστικό για τα κράτη που ήθελαν διασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας σε ζητήματα φορολογικής πολιτικής αλλά και πολιτικής δαπανών. Άρα δεν ήταν διατεθειμένα να δεχτούν μεταφορά αρμοδιοτήτων σε ευρωπαϊκά όργανα. Έτσι, τελικά προχώρησαν στην υιοθέτηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θέσπιζε ανώτατα όρια για έλλειμμα.
Το τρίτο ζήτημα δεν τους απασχόλησε καθόλου παρά το γεγονός ότι αυτό οδήγησε στη διάλυση παλαιότερων νομισματικών ενώσεων όπως ο κανόνας χρυσού.
Επομένως, ένα εύλογο ερώτημα είναι αν οι όποιες παρεμβάσεις της Ε.Ε τα τελευταία χρόνια και νέοι μηχανισμοί αποτροπής κρίσεων ή προσφυγής για κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών επαρκούν για να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η απάντηση είναι πως ενώ έγιναν σημαντικά βήματα η Ευρώπη παραμένει ευάλωτη σε μια νέα κρίση.
Παρά την πρόοδο στην τραπεζική ένωση, στην κεφαλαιακή ένωση και την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου για αυστηρότερη προληπτική παρακολούθηση των μακροοικονομικών πολιτικών για έγκαιρη διάγνωση μακροοικονομικών ανισορροπιών δεν έχουν γίνει ουσιαστικά βήματα στη δημοσιονομική ένωση πχ στα ζητήματα αμοιβαιοποίησης του χρέους ή της ενίσχυσης του κοινοτικού προϋπολογισμού. Αυτό εμποδίζει την ουσιαστική πρόοδο και στην τραπεζική ένωση. Δεν φαίνεται επίσης να υπάρχει προοπτική για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού για την καταπολέμηση της ανεργίας. Τα δε ευρωπαϊκά αναπτυξιακά προγράμματα δεν παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Πιο ουσιαστικός υπήρξε ο ρόλος της ΕΚΤ στην αντιμετώπιση της κρίσης αρχικά με την δήλωση του Ντράγκι “whatever it takes” και μετά με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η δήλωση Ντράγκι αν είχε γίνει το 2010 ίσως άλλαζε την τροπή των πραγμάτων για την Ελλάδα αλλά και για τις χώρες που μπήκαν μετά σε μνημόνια.
Πριν από λίγο καιρό κατατέθηκε η Λευκή Βίβλος της Ε.Ε. που εξετάζει πώς θα μετασχηματιστεί η Ευρώπη κατά την επόμενη δεκαετία —από την επίπτωση των νέων τεχνολογιών στην κοινωνία και την απασχόληση μέχρι τις αμφιβολίες σχετικά με την παγκοσμιοποίηση, τους προβληματισμούς όσον αφορά την ασφάλεια και την άνοδο του λαϊκισμού.
Στη Λευκή Βίβλο παρουσιάζονται πέντε σενάρια.
Σενάριο 1: Συνεχίζουμε κανονικά – Η ΕΕ των 27 επικεντρώνει την προσοχή της στην επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος θετικών μεταρρυθμίσεων
Σενάριο 2: Τίποτα περισσότερο από την ενιαία αγορά – Η ΕΕ των 27 δεν μπορεί να συμφωνήσει να κάνει περισσότερα σε πολλούς τομείς πολιτικής πέρα από τις βασικές πτυχές της ενιαίας αγοράς
Σενάριο 3: Αυτοί που θέλουν περισσότερα κάνουν περισσότερα – Η ΕΕ των 27 προχωρά όπως σήμερα, αλλά επιτρέπει στα κράτη μέλη που το επιθυμούν να αναπτύξουν μεγαλύτερη δράση σε συγκεκριμένους τομείς
Σενάριο 4: Κάνουμε λιγότερα με πιο αποδοτικό τρόπο – Η ΕΕ των 27 εστιάζει στην ουσιαστικότερη και ταχύτερη δράση σε επιλεγμένους τομείς πολιτικής, ενώ σε τομείς όπου θεωρείται ότι δεν υπάρχει προστιθέμενη αξία δεν αναλαμβάνει δράση
Σενάριο 5: Κάνουμε μαζί πολύ περισσότερα – Τα κράτη μέλη αποφασίζουν να κάνουν πολύ περισσότερα μαζί σε όλους τους τομείς πολιτικής
Αξίζει να επισημανθεί ότι η Συνθήκη της Λισσαβόνας προβλέπει τη δυνατότητα των χωρών να προχωρήσουν ταχύτερα μέσω ρύθμισης που είναι ανοιχτή για όλες τις χώρες που επιθυμούν να συμμετάσχουν ευθύς αμέσως ή σε μεταγενέστερο στάδιο.
Οι προτάσεις που κατατίθενται τώρα για «δύο ταχύτητες» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που είναι το σενάριο 3 – «Αυτοί που θέλουν περισσότερα κάνουν περισσότερα» είτε από χώρες μέλη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) δεν είναι σαφές εάν επιδιώκουν την Ευρώπη δύο ταχυτήτων με αποκλεισμούς ή όχι.
Γιατί με αποκλεισμούς μπορούν να δημιουργηθούν αυθαίρετες και επικίνδυνες καταστάσεις με ενδεχόμενο αποκλεισμό κρατών μελών προκειμένου να δημιουργηθεί η Ευρώπη του εσωτερικού πυρήνα με Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο.
Επομένως τα σενάρια για μία Ευρωπαϊκή Ένωση δυο ταχυτήτων όπως ακούστηκαν στη συνάντηση ηγετών των τεσσάρων ισχυρότερων χωρών της Ε.Ε. στις Βερσαλλίες συνιστούν εξέλιξη που μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους για την Ελλάδα.
Η Γαλλία και η Γερμανία, σε προεκλογικό χρόνο, μοιάζουν να μην έχουν πάρει τα μαθήματα της ευρωπαϊκής κρίσης, μίας οικονομικής κρίσης που πολύ γρήγορα απέκτησε πολιτικά χαρακτηριστικά με την άνοδο των ακροδεξιών και αντιδραστικών δυνάμεων στο προσκήνιο πολλών χωρών.
Η απάντηση στην κρίση της Ευρώπης μπορεί να έρθει μέσα από τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό και την πολιτική ενοποίηση σε επίπεδο βούλησης και κατεύθυνσης. Μία Ευρώπη με αποκλεισμούς θα είναι βήμα προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Τα επιχειρήματα αυτών που θέλουν το τέλος της Ε.Ε. μιλούν για «Γερμανική Ένωση», ή για Ένωση με αποικιακά και ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά, ή για Ένωση που στόχο έχει την αποδυνάμωση των πολιτών μέσω της μεταβίβασης εξουσίας μακριά από τα εθνικά κοινοβούλια. Πώς θα απαντήσει σε αυτούς ένα μοντέλο Ευρώπης των δυο η περισσότερων ταχυτήτων με αποκλεισμούς; Πως θα αποδυναμώσει τη διασπαστική ρητορική των εχθρών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης;
Η Ε.Ε. μπορεί να είναι μια ισχυρή παγκόσμια δύναμη, με κοινές αντιλήψεις στα θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας, με προώθηση της Τραπεζικής Ένωσης, με υιοθέτηση των ευρωομολόγων. Επίσης, ζητήματα όπως της κλιματικής αλλαγής, της ανισότητας και της φτώχειας, των ναρκωτικών ή της φοροδιαφυγής των offshore, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από μεμονωμένα κράτη.
Σε αυτή τη φάση, η Ευρώπη χρειάζεται κοινό όραμα για περαιτέρω συνεργασία όσων το επιθυμούν και όχι τοποθετήσεις που σχετίζονται με τις εσωτερικές εκλογικές ανησυχίες των ηγεσιών ορισμένων κρατών μελών.
Οι ευρωσκεπτικιστές αποκαλούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μια υπόθεση των ελίτ. Υποχρέωση των Σοσιαλιστών, των προοδευτικών δυνάμεων της Ευρώπης είναι να τη μετατρέψουμε σε ένα εγχείρημα για τους πολίτες.
Η απάντηση στον ελιτισμό δεν είναι να αποτραβηχτούμε στις εθνικές μας γωνιές, μεγεθύνοντας τα προβλήματα των πολιτών και διευκολύνοντας τους με όρους ανισότητας ευνοημένους της παγκοσμιοποίησης αλλά αντιθέτως να ανοιχτεί στους πολίτες με τρόπο που θα ενθαρρύνει την συμμετοχή τους.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα και τι μπορούμε να κάνουμε; Αυτό που πρέπει να μας προβληματίσει ως χώρα είναι ότι πλέον ολοένα και περισσότερο κυριαρχεί η αντίληψη στην υπόλοιπη Ευρώπη ότι η Ελλάδα είναι μια ειδική περίπτωση.
Άποψη που έντεχνα προσπάθησαν να καλλιεργήσουν πολλοί στην Ευρώπη στο ξεκίνημα της κρίσης το 2010 αλλά υποχρεώθηκαν να αναθεωρήσουν όταν η χώρα έδειξε τη βούληση να αλλάξει, να αναγνωρίσει το πρόβλημα και να αντιμετωπίσει τις παθογένειες του παρελθόντος. Η θέση μας αυτή, ενδυναμώθηκε όταν και άλλες χώρες της ΕΕ οδηγήθηκαν σε αναγκαστικό δανεισμό, ενισχύοντας τη δική μας θέση.
Τώρα όμως που οι χώρες αυτές βγήκαν από τα μνημόνια ενώ η Ελλάδα παραμένει η συζήτηση αυτή επανέρχεται και οριοθετεί το εύρος των επιλογών της χώρας σε περίπτωση που τελικά μια μικρή ομάδα χωρών της ευρωζώνης επιλέξει να προχωρήσει σε περαιτέρω ολοκλήρωση θέτοντας εμπόδια στη συμμετοχή άλλων χωρών.
Ο κίνδυνος λοιπόν είναι να δρομολογηθούν διαδικασίες που όχι μόνο θα κρατήσουν την Ελλάδα τώρα εκτός των νέων διεργασιών αλλά και στο μέλλον.
Για αυτό έχει σημασία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να ξεπεράσει τις ιδεοληψίες της σε ότι αφορά τις οικονομικές και πολιτικές προτεραιότητες της χώρας να επαναφέρει την αξιοπιστία που χτίστηκε με θυσίες, σεβόμενη τις αποφάσεις που έχει υπογράψει και να προχωρήσει όλες εκείνες τις αναγκαίες αλλαγές που θα επιταχύνουν την ασφαλή έξοδο στις αγορές και την έξοδο από τα μνημόνια.
Αυτό θα ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας και θα της επιτρέψει να συμμετάσχει στις πρωτοβουλίες για περισσότερη εμβάθυνση.
Συμπερασματικά, η Ευρώπη κινδυνεύει γιατί ακόμη και μετά την κρίση δεν είχε την πολιτική βούληση για πιο τολμηρά βήματα ώστε να προστατευτεί αποτελεσματικά από μια νέα κρίση. Απέφυγε να υποστηρίξει αναπτυξιακές πολιτικές και να κερδίσει την χαμένη εμπιστοσύνη των πολιτών.
Ίσως γιατί πίστεψε ότι με τις αλλαγές που έκανε άφησε τα χειρότερα πίσω της. Τώρα ήρθε η ώρα των αποφάσεων. Θα πρέπει να δούμε αν θα υπάρξει πρόοδος προς την περαιτέρω εμβάθυνση ή θα γίνουν βήματα προς τα πίσω.
Τα τελευταία 70 χρόνια η Ευρώπη απαλλάχτηκε από τους πολέμους που στοίχισαν εκατομμύρια νεκρούς, επέτρεψε τους πολίτες της να ταξιδεύουν από το ένα άκρο της στο άλλο χωρίς περιορισμούς, επέτρεψε στους νέους να γνωρίσουν το εκπαιδευτικό σύστημα άλλων χωρών ενεργοποίησε προγράμματα για να βοηθήσει χώρες σε υστέρηση να επιταχύνουν την ανάπτυξη τους. Δημιούργησε όραμα και προσδοκίες στους πολίτες της που ξεπερνούσαν το στόχο για τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς.
Μέσα στις παρούσες δυσκολίες είναι εύκολο να ξεχνάμε τα οφέλη από την συμμετοχή στην Ε.Ε. και να επικεντρωνόμαστε στις αστοχίες ή στα μειονεκτήματα.
Τώρα που το φάντασμα του οικονομικού εθνικισμού πλανιέται πάνω από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ενός εθνικισμού που γέννησε τα τέρατα του ναζισμού και του φασισμού είναι καθήκον των προοδευτικών κομμάτων να υπενθυμίσουμε στους πολίτες τα πλεονεκτήματα της Ένωσης, να τους πείσουμε να συστρατευθούν μαζί μας στον αγώνα για μία πιο δημοκρατική και συμμετοχική ΕΕ και μέσα από τη δική τους συμμετοχή, να γίνει το όραμα για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης πραγματικότητα.
- Ομιλία στην εκδήλωση του Δικτύου Αριστερών Δημοκρατών