Μπλοκάρισμα

Κώστας Μποτόπουλος 18 Νοε 2015

Υπάρχουν χώρες και δημοκρατίες που σχεδόν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς κομματικό και κυβερνητικό σύστημα –τόσο οι θεσμοί είναι ισχυροί και τα αντίβαρα αποτελεσματικά. Το Βέλγιο είναι το πρώτο παράδειγμα που έρχεται στο νου, η Ελβετία επίσης, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τον τόσο διαφορετικό τρόπο τους, δεν πάνε πίσω. Στις περισσότερες όμως από τις Δυτικές δημοκρατίες οι εκλογές έχουν ως σκοπό όχι μόνο την έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας αλλά κυρίως το σχηματισμό κυβερνήσεων που να μπορούν να λειτουργήσουν, δηλαδή να πάρουν αποφάσεις. Αυτή τη δυναμική μπλοκάρουν όλο και πιο συχνά μια σειρά από εξελίξεις, με αποτέλεσμα η δημοκρατική μηχανή να εμφανίζεται ανίσχυρη να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές κρίσεις.

Παρά τις συνεχείς εκλογές και την ύπαρξη πολλαπλώς νομιμοποιημένης, άρα θεωρητικά ισχυρής, κυβέρνησης, η Ελλάδα είναι ένα πρώτο παράδειγμα. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο θεσμικό όσο πολιτικό. Παρά τις μεγάλες μεταλλάξεις που έχει υποστεί η ιδεολογία του από τη στιγμή που εμφανίστηκε, το κυβερνών κόμμα παραμένει στον πυρήνα του αντι-συστημικό.  Μοχλός του είναι η άρνηση, δύναμη του οι λογής απογοητευμένοι, αφήγημα του η περήφανη εθνική περιχαράκωση, ιδιοτυπία του η διατήρηση του «κινηματικού» χαρακτήρα ακόμα και στην εξουσία. Πώς, έχοντας τέτοιες βάσεις, να υπηρετήσει ένα πρόγραμμα που «ήρθε απέξω», που είναι, στα μάτια της ηγεσίας του και των περισσότερων οπαδών του, ό,τι πιο «αντιδραστικό» υπάρχει και, ιδίως, που, αν εφαρμοζόταν, θα οδηγούσε σε συρρίκνωση όλων των παραπάνω χαρακτηριστικών; Η απάντηση είναι απλή και τη βλέπουμε στην πράξη: καθυστερώντας, αναβάλλοντας, κωλυσιεργώντας, αναζητώντας «ισοδύναμα» εκεί που υπάρχουν και εκεί που δεν υπάρχουν. Η κυβέρνηση, με δυο λόγια, αυτοαναιρείται και αυτοεξουδετερώνεται , μη μπορώντας να συναρμόσει την ιδεολογία με την πράξη, το εκλογικό με το κυβερνητικό πρόγραμμα, τη λαϊκή νομιμοποίηση με τη λαϊκή στήριξη. Αυτού του είδους το μπλοκάρισμα είναι η αναπόδραστη μοίρα όλων των «ριζοσπαστικών κομμάτων της κρίσης», που ήρθαν χάρις σε αυτήν στην εξουσία αλλά χωρίς κανένα από τα διανοητικά και πρακτικά εργαλεία για την άσκησή της –δεν μιλώ για τη νομή της, η οποία, αντίθετα, γίνεται γρήγορα αυτοσκοπός.

Υπάρχει και μια δεύτερη αιτία μπλοκαρίσματος, όπως άρχισαν και πιθανότατα θα συνεχίσουν να μας δείχνουν οι ιβηρικές, και ίσως σιγά-σιγά και κάποιες νοτιοαμερικανικές χώρες. Εδώ η επιλογή εκ μέρους των κοινωνιών μη πλήρους παράδοσης στους ριζοσπάστες  δυσκολεύει τη συγκρότηση κυβερνητικών πλειοψηφιών και κυβερνήσεων, αφού οι ριζοσπάστες είτε μάχονται –πολιτικά και κοινωνικά- κάθε εναντίον τους συνασπισμό δυνάμεων είτε ζητούν υπερβολικά ή μη ρεαλιστικά, από την οπτική της κυβερνησιμότητας, ανταλλάγματα. Η Πορτογαλία εμπίπτει στη δεύτερη περίπτωση, η Ισπανία πολύ πιθανό να βγει από τις εκλογές του Δεκεμβρίου με μια κατάσταση του πρώτου τύπου. Και στις δυο χώρες, όπως και σε κάθε άλλη που βρίσκεται τόσο βαθιά στις δαγκάνες της κρίσης, η μη κυβερνησιμότητα, το θεσμικό δηλαδή μπλοκάρισμα, απειλεί όποιες κατακτήσεις έγιναν, με αίμα και πόνο, στα χρόνια της λιτότητας. Η ειρωνεία της Ιστορίας, όπως και στην ελληνική περίπτωση, είναι ότι αυτοί που αντιμάχονταν από την πρώτη στιγμή και σχεδόν εκ φύσεως τη λιτότητα αποδεικνύονται καταλύτες για τη διαιώνισή της.

Ένα τρίτο, δημοκρατικά πιο επικίνδυνο απ’ όλα, μπλοκάρισμα παραμονεύει μετά την πρόσφατη «κήρυξη πολέμου» από τη Γαλλία, άρα και από την Ευρώπη, κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας. Ο κίνδυνος εδώ είναι η αυτοεξουδετέρωση της ίδιας της δημοκρατίας από την εγκατάλειψη ή την υπερβολική συρρίκνωση των βασικών χαρακτηριστικών της: της μετριοπάθειας, της ελευθερίας, της αποδοχής, της χαράς της ζωής. Είναι ακόμα πολύ νωρίς, και τα τρομερά γεγονότα πολύ νωπά, για να κρίνουμε. Πάντως, αν συμβεί το πλήγμα, τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν θα είναι εκ των έσω.