Μπίλ Κλίντον: Ο αντικρατισμός μας τυφλώνει

Bill Clinton 22 Φεβ 2012

Να τι πρέπει να κάνει η Αμερική: χρειάζεται να ξαναβρεθούμε στο επίκεντρο της οικονομίας του αύριο. Αυτός είναι ο λόγος που η πολιτική, όσο απογοητευτική και ανερμάτιστη κι αν είναι μερικές φορές, παραμένει τόσο πολύ σημαντική. Την τελευταία τριακονταετία, κάθε φορά που υποκύπταμε στον πειρασμό να κατηγορούμε το κράτος για όλα μας τα δεινά, προδίδαμε την αποστολή μας να προασπίζουμε την κοινή ευημερία, την ισόρροπη ανάπτυξη, τη χρηματοπιστωτική ευθύνη και την επένδυση στο μέλλον. Εκεί βρίσκεται στην πραγματικότητα η ρίζα όλων μας των προβλημάτων.

Ακόμα και πριν την οικονομική κρίση, τα επτά χρόνια και οκτώ μήνες που προηγήθηκαν, η οικονομία δεν είχε δημιουργήσει παρά μόνο 2.5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας· το μέσο οικογενειακό εισόδημα σε πραγματικές τιμές ήταν κατά 2,000 δολάρια χαμηλότερο από τότε που είχα εγκαταλείψει την προεδρία· οι εισοδηματικές ανισότητες και η φτώχεια βρίσκονταν σε άνοδο και οι κατασχέσεις λόγω υποθήκευσης είχαν εκτοξευθεί στα ύψη. Το σύνολο σχεδόν της ανάπτυξής μας οφειλόταν στην ανέγερση ακινήτων, την κατανάλωση, τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, που όλα τους στηρίζονταν στο φθηνό δανεισμό και την έντονη αναμόχλευση της οικονομίας. Στη βιομηχανία χάναμε θέσεις εργασίας κάθε χρόνο. Προκειμένου να συντηρήσει την κατανάλωσή του σε ανεβασμένα επίπεδα, την ίδια ώρα που το εισόδημά του παρέμενε βαλτωμένο και αύξαινε το κόστος της διαβίωσης -ιδίως της υγειονομικής περίθαλψης, που αυξανόταν με ρυθμό τριπλάσιο του πληθωρισμού- ο μέσος πολίτης «φόρτωνε» την πιστωτική του κάρτα.

Όταν το 2001 η κυβέρνηση εγκατέλειψε την αρχή των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών στο βωμό σημαντικών φοροαπαλλαγών και μεγάλης αύξησης των κρατικών δαπανών, το δημόσιο χρέος, που τη δεκαετία του 1990 είχε μειωθεί από το 49% στο 33% του ΑΕΠ, έφτασε το 2010 στο 62%. Το χρέος των νοικοκυριών πέρασε από το 84% του μέσου ετησίου εισοδήματος τη δεκαετία του 1990 στο 127% το 2007. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η αποταμίευση αυξήθηκε λίγο και μερικά χρέη «κουρεύτηκαν», αλλά τα χρέη των νοικοκυριών εξακολουθούν να βρίσκονται σήμερα στο 112% του μέσου εισοδήματος. Δεν είναι αυτές οι Ηνωμένες Πολιτείες που θα ήθελα να βλέπω τον 21ο αιώνα (…)

Ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί το αμερικανικό όνειρο στο εσωτερικό και να συνεχίσουμε να είμαστε πρωταγωνιστές παγκοσμίως στον αγώνα για ελευθερία κι ευημερία, για ειρήνη και ασφάλεια, είναι να έχουμε ταυτόχρονα έναν ιδιωτικό τομέα ισχυρό και αποτελεσματικό, και ένα κράτος ισχυρό και αποτελεσματικό, που να συνεργάζονται για να προωθούν μια οικονομία με καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, αυξανόμενα εισοδήματα, περισσότερες εξαγωγές και μεγαλύτερη ενεργειακή ανεξαρτησία. Στα κράτη που πετυχαίνουν καλύτερα παγκοσμίως σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που ως επί το πλείστον εμφανίζουν αυτή τη δεκαετία μικρότερη ανεργία, λιγότερες ανισότητες, περισσότερα πανεπιστημιακά πτυχία, το κράτος κι ο ιδιωτικός τομέας συνεργάζονται, με διαφωνίες ίσως, αλλά επιδιώκοντας κοινούς στόχους (…)

Στην εσωτερική εκλογική μας αντιπαράθεση, η αντικρατική εμμονή αποδεικνυόταν πάντοτε αποτελεσματική. Αλλά τις αποτυχίες στις οποίες μας οδήγησε όσον αφορά την πολιτική μας δράση τις βλέπουμε ανάγλυφες στην αναιμική και όλο και πιο άδικη κοινωνικά οικονομία μας, όπου οι δουλειές σπανίζουν και τα εισοδήματα βαλτώνουν, η ανταγωνιστικότητά μας σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη μειώνεται (ιδίως στα βιομηχανικά είδη και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), και στο χρέος που βαραίνει τους ώμους μας εν δυνάμει δεν είναι βιώσιμο, καθώς οι γεννηθέντες κατά τη διάρκεια του «μπέιμπι μπουμ» αρχίζουν να συνταξιοδοτούνται.

Από την άλλη βλέπουμε ορισμένα άλλα κράτη, αλλά και μερικές πολιτείες ή πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, που σφυρηλάτησαν συνεργατικούς δεσμούς μεταξύ κράτους, ιδιωτικού τομέα και του μη-κερδοσκοπικού κλάδου της οικονομίας, σήμερα δημιουργούν οικονομικές ευκαιρίες και πορεύονται στο μέλλον με αυτοπεποίθηση.

Δε θέλω εδώ να πω πως οι Δημοκρατικοί έχουν πάντοτε δίκιο και οι Ρεπουμπλικάνοι πάντοτε άδικο. Θέλω όμως να τονίσω που ρίχνοντας όλα μας τα προβλήματα φύρδην-μίγδην στην προκρούστεια κλίνη του αντικρατισμού, της αντιφορολογίας, της απορρύθμισης, αυτοπεριοριζόμαστε και αυτοεμποδιζόμαστε να προχωρήσουμε στις αναγκαίες αλλαγές, ανεξαρτήτως της ποιότητας των επιχειρημάτων που συνηγορούν υπέρ τους. Το αντικρατικό παράδειγμα μας τυφλώνει ως προς τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται εκτός αυτού του ιδεοληπτικού πλαισίου και μας εμποδίζει να δημιουργήσουμε νέα δίκτυα συνεργασίας που μπορούν να βοηθήσουν στην οικονομική ανάπτυξη, να προσφέρουν οικονομικές ευκαιρίες σε περισσότερα άτομα και γεωγραφικές περιοχές και να συμβάλουν στην ικανότητά μας να οδηγήσουμε τον κόσμο σε ένα καλύτερο μέλλον.

Αν θέλουμε να αναπτύξουμε μια αποτελεσματική στρατηγική που να επανεκκινήσει το μηχανισμό της απασχόλησης και να επιλύσει μακροπρόθεσμα το πρόβλημα του δημοσίου χρέους μας, χρειάζεται να ξεμπερδεύουμε με τις ιδεοληπτικές αντικρατικές μας παρωπίδες και να επικεντρωθούμε στο ρόλο που θέλουμε να παίζει το κράτος στην ανανέωση της Αμερικής (…)

Τα κράτη που πετυχαίνουν καλύτερα τον 21ο αιώνα έχουν ταυτόχρονα ισχυρή οικονομία και δυνατό και αποτελεσματικό κράτος. Για να αποδείξω αυτή τη θέση, σε αυτό το βιβλίο θέλησα να συγκρίνω τις Ηνωμένες Πολιτείες, όσον αφορά την ιστορία, τις προσδοκίες, το πώς αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους, με τα κράτη εκείνα που θα είναι στο μέλλον οι ανταγωνιστές μας: τόσο τα πλούσια, όσο κι εκείνα που σήμερα αναπτύσσονται ραγδαία. Όσο κι αν μας προξενεί κατάπληξη, θα διαπιστώσουμε πως πολλά από τα κράτη αυτά εμφανίζουν καλύτερα αποτελέσματα από εμάς στην εκπαίδευση, την τεχνολογία, τις σύγχρονες υποδομές, την έρευνα και ανάπτυξη, την παραγωγή προϊόντων αιχμής. Πολλά εξ αυτών έχουν μικρότερη ανεργία, δημιουργούν περισσότερες θέσεις εργασίας, μειώνουν τις εισοδηματικές τους ανισότητες και έχουν μικρότερη φτώχεια. Μερικές μάλιστα δίνουν στους λιγότερο ευνοημένους υπηκόους τους περισσότερες ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου και ένταξής τους στη μεσαία τάξη, μια κοινωνικοοικονομική διαδικασία που σε μας είναι γνωστή ως «αμερικανικό όνειρο». Η Σιγκαπούρη επί παραδείγματι, μια χώρα 5 εκατομμυρίων μόνο ανθρώπων, με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα και σχετικά χαμηλή φορολογία, έχει επενδύσει σε κρατικά ταμεία 3 δις δολάρια (πολύ περισσότερα από ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες!) με στόχο να εξελιχθεί σε πρωτοπόρο παγκοσμίως κέντρο της βιοτεχνολογίας. Μέσα στην επόμενη δεκαετία, οι βιοτεχνολογίες αναμένεται να παράγουν μια σειρά από καινοτόμα προϊόντα -και εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας. Την περασμένη δεκαετία, η Γερμανία, που έχει πάνω-κάτω ηλιοφάνεια ανάλογη με το Λονδίνο, ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά την παραγωγή και τη χρήση φωτοβολταϊκών. Πώς συνέβη αυτό; Χάρη σε κρατικές επιδοτήσεις και προδιαγραφές! Σύμφωνα με μια μελέτη της «ντόιτσε μπανκ», ακόμα και μετά την αφαίρεση του κόστους των επιδοτήσεων, η πολιτική αυτή δημιούργησε 300,000 νέες θέσεις εργασίας!. Με δεδομένο τον πληθυσμό των Ηνωμένων Πολιτειών, αν στον τομέα αυτό είχαμε υιοθετήσει την πολιτική της Γερμανίας, θα είχαμε δημιουργήσει άνω του ενός εκατομμυρίου νέες θέσεις εργασίας. Κα αν συνυπολογίσουμε τη μεγαλύτερη ηλιοφάνειά μας, θα μπορούσαμε να έχουμε παράγει διπλάσια ενέργεια (…)

Αν εξακολουθούν πράγματι να υπάρχουν κάποιοι μαχητικοί αντικρατιστές που εξακολουθούν να με διαβάζουν, λες κι ακούω τα αντεπιχειρήματα που σχηματίζονται στο μυαλό τους: «α, ώστε ο Κλίντον θέλει μια σοσιαλδημοκρατία αλά ευρωπαϊκά! Θέλει να μας πεθάνει στη φορολογία! Είναι κρατιστής! Δεν πιστεύει στην αμερικανική ιδιαιτερότητα! Δεν αγαπάει καν την Αμερική! Αν την αγαπούσε δε θα μας φλόμωνε με όλους αυτούς τους αρνητικούς αριθμούς!»

Όλα τούτα είναι σκέτες ανοησίες. Όταν ήμουν κυβερνήτης του Αρκάνσας, αύξησα τη φορολογία για να χρηματοδοτήσω την εκπαίδευση, αλλά υποστήριξα τη μείωση της φορολογίας για να ενθαρρύνω την απασχόληση, και μείωσα τη φορολογία για το 25% των (φτωχότερων) φορολογουμένων, ενώ όταν εγκατέλειψα το κυβερνείο η μέση φορολόγηση της πολιτείας ήταν η δεύτερη χαμηλότερη στη χώρα, ακριβώς δηλαδή όπου βρισκόταν όταν ανέλαβα κυβερνήτης Τη δεκαετία του 1980, το Αρκάνσας ήταν μια από τις λίγες πολιτείες που δημιουργούσε βιομηχανικές θέσεις εργασίας, συμπαρασύροντας την περιοχή συνολικά στην ανάπτυξη της αγοράς εργασίας (…)

Τον 21ο αιώνα, η επιβίωση του αμερικανικού ονείρου χρειάζεται πια τομές που δεν είναι δυνατές χωρίς πετυχημένες κρατικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων των άμεσων δημοσίων επενδύσεων, των κινήτρων υπέρ της ανάπτυξης των επιχειρήσεων και της απασχόλησης και των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα υπέρ της δημιουργίας ενός περιβάλλοντος που να ευνοεί αυτές τις εξελίξεις. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, εμπρός μας έχουμε μια σειρά από σημαντικά καθήκοντα (…)

Αναγκαία η ανάπτυξη των σύγχρονων υποδομών του 21ου αιώνα

Εκατομμύρια θέσεις εργασίας μπορούν και πρέπει να δημιουργηθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ώστε να πολλαπλασιαστούν οι δυνατότητές μας να ξαναβρούμε το δρόμο της ανάπτυξης και να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής μας τον 21ο αιώνα. Αν ρίξουμε μια ματιά στο πού οδεύει ο κόσμος και με ποια ταχύτητα, είναι προφανές πως έχουμε ανάγκη από πολύ ταχύτερο διαδίκτυο, νοήμονα ενεργειακά δίκτυα, αποτελεσματικότερα λιμάνια και αεροδρόμια και αναβάθμιση των παλαιότερων επενδύσεών μας σε οδικά δίκτυα, γέφυρες, σιδηροδρόμους, συστήματα υδροδότησης και αποχέτευσης. Η σημερινή κυβερνητική πολιτική αφιέρωσε κάποιους πόρους σε αυτές τις υποδομές, αλλά σε ανεπαρκή βαθμό, κι εν πολλοίς αυτοί ήδη δαπανήθηκαν. Οι αντικρατιστές του κογκρέσου και οι οπαδοί τους μας διαβεβαιώνουν πως τέτοια πράγματα είναι εκτός συζήτησης. Τείνουν να λησμονούν πως η «αμερικανική ιδιαιτερότητα» στην οποία τόσο συχνά αναφέρονται στις ρητορείες τους, οικοδομήθηκε χάρη σε μεγάλα οραματικά σχέδια. Κατά τη διάρκεια της «μεγάλης ύφεσης» η «υπηρεσία προόδου δημοσίων έργων» (WPA) και το «σώμα πολιτικής συντήρησης» (CCC) απασχόλησαν άνω των 8 εκατομμυρίων ανθρώπους στην εκτέλεση δημοσίων έργων που αξιοποιούνται ως σήμερα. Θα ήταν μια καλή αρχή να ψηφίσαμε τη δημιουργία μιας τράπεζας επενδύσεων στις υποδομές, όπως υποστήριξε κι ο πρόεδρος στην ομιλία του για την απασχόληση (…) Οι καταθέσεις θα μπορούσαν να προέρθουν τόσο από το ιδιωτικό τομέα όσο και από ξένα κράτη που διαθέτουν μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα και αναζητούν ασφαλείς τοποθετήσεις. Είναι μια γόνιμη ιδέα, που συζητείται επί χρόνια. Πολυάριθμα άλλα κράτη αξιοποιούν ιδιωτικές επενδύσεις στην εκτέλεση δημοσίων έργων. Εφόσον εξασφαλίζεται ποιοτικό και ασφαλές αποτέλεσμα, αξίζει να ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους (…)

Τι μέλλον θέλουμε; Θέλουμε μια χώρα στην οποία να μπορούμε να δουλεύουμε όλοι μαζί, να αναβιώσουμε το αμερικανικό όνειρο και να ανοικοδομήσουμε τη μεσαία τάξη μας; Κι αν ναι, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να το πετύχουμε αυτό; Μήπως μια ισχυρή οικονομία κι ένα ισχυρό κράτος που να συνεργάζονται επ’ ωφελεία των κοινών μας προοπτικών, της κοινής μας ευθύνης κι ευημερίας; Ή μήπως ένα εξασθενημένο κράτος, έρμαιο ισχυρών ομάδων συμφερόντων που στερούν τη δυνατότητα της ευημερίας για όλους, ενθαρρύνοντας τελικά την συστηματική υπεξαίρεση του κράτους από έναν μικρό αριθμό προνομιούχων, ως την πλήρη εξαφάνισή του; Κι όμως, αυτό εντέλει μας υπόσχονται οι κήρυκες του αντικρατισμού και της ιδεολογίας του «ο καθένας για τον εαυτό του»…

Ο William Jefferson (Bill) Clinton είναι ο 42ος πρόεδρος των ΗΠΑ.

.

 

.

Το κείμενο είναι αναδημοσίευση απο την ιστοσελίδα ppol.gr