Ό,τι ξαναζωντανεύει, ό,τι μας φέρνει πιο κοντά στα πραγματικά γεγονότα της ιστορίας, ιδιαίτερα στις πιο κρίσιμες στιγμές της, είναι πολύτιμο σε μια χώρα που, παραζαλισμένη μέσα στη βαθιά και αδιέξοδη κρίση, μοιάζει να ξεχνάει το παρελθόν της και τα διδάγματά του.
Από την άποψη αυτή, τα εγκαίνια του μουσείου στο πατρικό σπίτι του Νίκου Μπελογιάννη, που παραχωρήθηκε με δωρεά του γιου του Νίκου – που πάντα και με μεγάλη αξιοπρέπεια υπερασπίστηκε τη μνήμη του πατέρα του – αποτελεί μια σημαντική ιστορική συνεισφορά.
Αυτά για τα θετικά. Γιατί, από την άλλη, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι καταφέραμε, για μια ακόμα φορά, να φανούμε… αντάξιοι της ιστορίας μας. Πολλοί βρήκαν την ευκαιρία να εκφράσουν το μίσος τους απέναντι σε έναν άνθρωπο που δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε για την ιδεολογία του και μόνο από ένα μισαλλόδοξο καθεστώς που θα έπρεπε στα δύσκολα εκείνα μετεμφυλιακά χρόνια να προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές και να ενώσει τους Έλληνες.
Αλλά και οι αριστεροί αρχηγοί που παραβρέθηκαν και μίλησαν, επιδόθηκαν σε έναν «εσωκομματικό» ανταγωνισμό εντυπώσεων. Ο ένας για να μιλήσει για τον Μπελογιάννη «που ανήκει σε όλους τους Έλληνες» την στιγμή που η πολιτική της κυβέρνησής του διχάζει όλο και πιο βαθιά την Ελλάδα και ο άλλος για να μιλήσει για έναν «ήρωα που η ζωή του θα πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία» χωρίς καμιά απολύτως αυτοκριτική για την πολιτική του ίδιου του κόμματός του που οδήγησε τη χώρα στον καταστροφικό εμφύλιο και οδήγησε αγωνιστές στο εκτελεστικό απόσπασμα μέσα σε μια ατμόσφαιρα πρακτορολογίας και ταπεινωτικής αμφισβήτησης.