«Μπακαλική» αντί πολιτικής

Κώστας Μποτόπουλος 26 Νοε 2012

Από τις τρεις σημαντικές ευρωπαϊκές εξελίξεις της προηγούμενης εβδομάδας – την αναβολή συμφωνίας για την Ελλάδα, την επιβεβαίωση του κυπριακού Μνημονίου και την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για τον κοινοτικό προϋπολογισμό -, οι πρώτες δύο μπορεί να μας πονάνε περισσότερο, η τρίτη όμως είναι αυτή που έχει ευρύτερες συνέπειες. Γιατί ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός δεν είναι μόνο χρήματα. Είναι κυρίως πολιτικές κατευθύνσεις και αποφάσεις μπροστά στις οποίες για άλλη μία φορά, αλλά την πιο κρίσιμη φορά, οι 27 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου παρουσιάζονται κατώτεροι των περιστάσεων.

Ισως μάλιστα αυτήν τη φορά να μην έχουν καν ακριβώς καταλάβει τι ακριβώς διακυβεύεται. Ο κοινοτικός προϋπολογισμός που προτείνεται από την Επιτροπή και συμφωνείται από κοινού από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι εκ φύσεως διαφορετικός από έναν εθνικό προϋπολογισμό, ώστε να μην ισχύει το επιχείρημα «από τη στιγμή που αναγκαζόμαστε να κόβουμε τους εθνικούς προϋπολογισμούς δεν μπορούμε να δεχτούμε να μην κοπεί και ο κοινοτικός». Ο κοινοτικός προϋπολογισμός συγκροτείται μεν από αναλογικές εισφορές των κρατών-μελών, τα χρήματα προορίζονται όμως όχι για τις κλασικές υποχρεώσεις ενός κράτους (μισθοδοσία υπαλλήλων, κοινωνική πολιτική, δαπάνες ανά υπουργείο, εξυπηρέτηση χρεών και τόκων) αλλά (με την εξαίρεση της μισθοδοσίας των κοινοτικών υπαλλήλων, που πάντως είναι αναλογικά πολύ λιγότεροι από τους δημοσίους υπαλλήλους κάθε κράτους-μέλους) για κοινές, δηλαδή υπερεθνικές, δράσεις. Αυτό εξηγεί γιατί ο κοινοτικός προϋπολογισμός είναι τόσο περιορισμένος, κοντά στο 1% του κοινοτικού ΑΕΠ, δηλαδή για όλη την Ενωση ένας προϋπολογισμός Αυστρίας. Αυτό, μαζί με την ιστορία της Ενωσης, δικαιολογεί γιατί τα δύο τρίτα του αφιερώνονται σε δύο μόνο αλλά κατ’ εξοχήν «ενωσιακούς» τομείς, την κοινή αγροτική πολιτική και την πολιτική συνοχής, δηλαδή στήριξης των ασθενέστερων χωρών και περιοχών. Αυτό, τέλος, αναδεικνύει τον δυνάμει «αναπτυξιακό» χαρακτήρα του: η συνεισφορά κάθε χώρας δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως αναγκαστική «βοήθεια» αλλά ως συνειδητή συμμετοχή στη σύμπηξη μιας κοινής αντίληψης για το πού και πώς πρέπει να βαδίσει, αναλόγως των περιστάσεων, η Ευρώπη.

Ο ιδιότυπος θεσμικός χαρακτήρας του κοινοτικού προϋπολογισμού ενισχύθηκε από τη Συνθήκη της Λισαβώνας που εισέφερε την πολιτικοποίηση (η συζήτηση για τον προϋπολογισμό στο Κοινοβούλιο είναι κάτι σαν «προγραμματικές δηλώσεις» της εκάστοτε νέας Επιτροπής), τον εκδημοκρατισμό (μέσω της ισοτιμίας πλέον του Κοινοβουλίου με το Συμβούλιο) και την απλοποίηση (κατάργηση της διάκρισης μεταξύ υποχρεωτικών και μη υποχρεωτικών δαπανών, θέσπιση διαδικασίας μιας μόνο ανάγνωσης). Αυτόν τον χαρακτήρα και τις προοπτικές της Συνθήκης (το πραγματικό ζήτημα σήμερα θα έπρεπε να είναι πώς η Ενωση θα αποκτήσει δικούς της πόρους και πώς θα τους αξιοποιήσει) αγνοούν ή υποτιμούν όσοι, με επικεφαλής τη Μεγάλη Βρετανία, επιμένουν να αντιμετωπίζουν «μπακαλίστικα» τον προϋπολογισμό και τη σχετική συζήτηση στο Συμβούλιο. Είναι άλλο να διεκδικείται διαφορετική κατανομή των πόρων (οι παλαιότερες προτάσεις του Μπλερ για ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας ήταν εντελώς άλλης ποιότητας από την εμμονή του Κάμερον στην θατσερικής λογικής «έκπτωση») και άλλο να ζητείται κόψιμο για το κόψιμο και για το εθνικό ακροατήριο. Οι κοινές δράσεις θα μπορούσαν να είναι εργαλεία εμπροσθοβαρούς αντιμετώπισης της κρίσης αλλά και σήματα ότι η Ευρώπη βλέπει το μέλλον μέσα από την ενότητα, όχι τη διάσπαση. Μη θέλοντας να το καταλάβει, η Βρετανία όχι μόνο δυσκολεύει την πορεία προς τα μπρος, όχι μόνο ανοίγει διάπλατη την πόρτα για τη δική της απομόνωση, αλλά και βλάπτει τα συμφέροντα όλων: αν δεν συμφωνηθεί το νέο επταετές σχέδιο, η Ενωση θα πορευτεί με κατ’ έτος διαίρεση του παλιού, δηλαδή και η Βρετανία θα πληρώσει περισσότερα από όσα προτείνει η συμβιβαστική πρόταση Ρόμπαϊ και η Ευρώπη θα πορευθεί με τις προτεραιότητες της προ κρίσης εποχής. Οσο το χρήμα επιβάλλει τον νόμο του στην πολιτική, ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν μπορεί να εκπλήσσει.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς