Η τουρκοκυπριακή εφημερίδα «Χαλκίν Σεσί», στις 14 Νοεμβρίου 2012 κάνει αναφορά σε δηλώσεις του πρέσβη της Τουρκίας στα κατεχόμενα, Χαλίλ Ιμπραχήμ Ακτσά, σύμφωνα με τις οποίες η Τουρκία αλλάζει ριζικά την οικονομική της σχέση με τους τουρκοκύπριους. Έως σήμερα, η Άγκυρα κατέβαλλε όλο το ποσό για τη συντήρηση της «δημόσιας υπηρεσίας» σε όλο το εύρος της. Για δεκαετίες, το θέμα της οικονομικής βοήθειας που ερχόταν από την Άγκυρα στους τουρκοκύπριους, θεωρήθηκε ως ταμπού και ουδείς από το πολιτικό προσωπικό έθετε ερωτήματα γύρω από αυτό. Από το 1974 έως το 2004, η οικονομική βοήθεια στο ψευδοκράτος ήταν 3 δις και 71 εκ. δολ., από το 2004 έως το 2007, 550 εκ. δολ. κάθε χρόνο, το 2008, 800 εκ. δολ. και το 2009, 500 εκ. δολ. Η πρώτη βοήθεια δόθηκε το 1964 και ήταν της τάξης των 315.500 στερλινών. Το ποσό αυτό δινόταν κάθε χρόνο μέχρι το 1974 (στοιχεία από έρευνα της Α. Ανδρέου, «Πολίτης», 18 Ιουλίου 2010).
Το θέμα αυτό φαίνεται ότι ενοχλούσε τον Τ. Ερτογάν, γι’ αυτό και αποφάσισε να το ανοίξει δημοσίως και μάλιστα με τον πιο επιθετικό τρόπο, στις 17 Ιουλίου 2010. Σε κοινή διάσκεψη τύπου, κάλεσε τον «πρωθυπουργό» του ψευδοκράτους, Ι. Κιουτσούκ, να λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Η άποψη Ερτογάν συνοδευόταν από εντολή: «Αν δεν αφήσετε τις παλιές συνήθειες και συνεχίσετε να λέτε “όχι, εγώ δεν θέλω να ψαρέψω ψάρι, θέλω μόνο το ψάρι”, αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί. Αν δει κανείς τα χρήματα που δίνει η Τουρκία στην ΤΔΒΚ, θα διαπιστώσει ότι κάθε χρόνο το ποσόν αυξάνεται». Στη συνέχεια ανέφερε ορισμένες σκέψεις του για την οικονομική ανάκαμψη του ψευδοκράτους, με:
Α) Πρόγραμμα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με υποθαλάσσια καλώδια από την Τουρκία, με στόχο να πέσουν οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος.
Β) Μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα.
Γ) Ιδιωτικοποιήσεις και άλλων υπό «κρατικό» έλεγχο εταιρειών.
Για να ισορροπήσει τις εντολές για την ανάπτυξη, ο Τ. Ερτογάν προσέθεσε και τα εξής: «Όταν το κόμμα μου ανέλαβε την εξουσία το 2002, οι φοιτητές έφταναν τις 20 χιλιάδες, ενώ τώρα φτάνουν τις 42 χιλιάδες. Τότε δεν υπήρχαν δρόμοι διπλοί, τώρα υπάρχουν. Τα ξενοδοχεία είναι τεσσάρων και πέντε αστέρων. Ενώ κάποτε υπήρχαν μερικά μόνο ξενοδοχεία, τα οποία δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες του παγκόσμιου τουρισμού, σήμερα υπάρχουν ξενοδοχεία πολυτελείας. Όταν πήραμε την εξουσία το 2002, τα χρέη της Τουρκίας έφταναν το 63%, ενώ τώρα έχουν πέσει στο 8%. Αυτό το μοντέλο θέλουμε να εφαρμόσουμε και στην ΤΔΒΚ.»
Ο Τ. Ερτογάν μίλησε και για το μισθό του Ι. Κουτσούκ: «Ο πρωθυπουργός παίρνει μισθό 8.000 Τ.Λ. (4.000 ευρώ), ενώ ένας δημόσιος υπάλληλος, όπως οι γενικοί διευθυντές υπουργείων, μπορεί να παίρνουν και μισθό 14.000 λιρών. Ίσως ο πρωθυπουργός να μην μπορεί να το συζητήσει αυτό στην ΤΔΒΚ, αλλά εγώ μπορώ. Αυτή είναι δίκαιη προσέγγιση. Ένας πραγματικός φίλος λέει πικρές αλήθειες.»
Ο Υπουργός Επικρατείας Τ. Τσιτσέκ, μίλησε όπως ο Ερτογάν μπροστά σε τουρκοκύπριους επιχειρηματίες: «Είναι πιο εύκολο να βρεθεί νερό στην έρημο, παρά να πεισθεί η “κυβέρνηση” (Έρογλου)… οι ιδιωτικοποιήσεις λιμανιών και του αεροδρομίου Λευκονοίκου έπρεπε να γίνουν εδώ και καιρό… νευριάζω με κάποια πράγματα που κάνετε. Η Τουρκία δεν μπορεί να δώσει περισσότερα χρήματα…».
Το 2012 ολοκληρώθηκε η διαδικασία των διαγωνισμών ανάθεσης έργου για την κατασκευή αγωγού μεταφοράς νερού που θα ενώνει την Τουρκία με τα κατεχόμενα. Σύμφωνα με το ΚΥΠΕ, «Το όλο έργο περιλαμβάνει την κατασκευή φράγματος στη Μερσίνα, αγωγού μεταξύ του φράγματος και του Ανεμούριου στα παράλια της Τουρκίας και αγωγού μεταξύ Τουρκίας και κατεχομένων στο χωριό Πάναγρα. Η τελετή θεμελίωσης του φράγματος στη Μερσίνα, έγινε στις 7 Μαρτίου 2011. Σε ειδική τελετή στις 13 Οκτωβρίου 2012, στο Ανεμούρι, τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του έργου. Η μεταφορά του νερού θα γίνει μέσω ενός αγωγού μήκους 80 χιλιομέτρων, το οποίο θα βρίσκεται σε βάθος 250 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Προβλέπεται η μεταφορά 75 εκ. κυβικών μέτρων νερού ετησίως.»
Σήμερα, υλοποιείται με έναν πιο επιθετικό τρόπο το πρόγραμμα Ερτογάν. Σύμφωνα με τον Ακτσά, η Άγκυρα, πρώτο, δεν θα κάνει πλέον καμιά συνεισφορά στους μισθούς των «δημοσίων» υπαλλήλων στα κατεχόμενα, δεύτερο, οι «δημόσιες» υπηρεσίες, όπως οι «αρχή» ηλεκτρισμού και η «αρχή» τηλεφωνίας θα πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν. Για να πιέσει τα πράγματα περισσότερο, ο Ακτσά δήλωσε ενοχλημένος από το γεγονός ότι πολλοί τουρκοκύπριοι έρχονται στα υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας εδάφη για ψώνια, ενώ η Άγκυρα, την ίδια ώρα, στηρίζει την οικονομία τους!
Η οικονομία καθόρισε εν πολλοίς την αίσθηση υπεροχής της ελληνοκυπριακής κοινωνίας απέναντι στους τουρκοκύπριους και μερικώς απέναντι και στην προοπτική της επίλυσης. Σήμερα, όλα τρέχουν με πολύ διαφορετικούς ρυθμούς: Η αδύναμη και «κλειστή» τουρκοκυπριακή οικονομία, ευελπιστεί με τις αλλαγές αυτές να τρέξει με ρυθμούς ανάπτυξης 4 έως 5%, την ίδια περίοδο που η οικονομία των ελληνοκυπρίων αναζητεί εδώ και μήνες σωσίβια από την τρόικα. Η πεποίθηση πολλών ελληνοκυπρίων ότι η ανάπτυξη μπορεί να κρατήσει υψηλούς ρυθμούς και για πάντα πάνω στο 60% του εδάφους της Κύπρου, βρίσκεται λίγα μόνο βήματα μακριά από το φάσμα της χρεοκοπίας. Η επίλυση του κυπριακού υπονομεύτηκε κάτω από το μανδύα της μείωσης του επιπέδου ζωής των ελληνοκυπρίων -μια τυφλή εξίσωση, «μη λύση, ψηλότερο βιοτικό επίπεδο». Δεν γνωρίζω αν η σημερινή πραγματικότητα συνιστά απέναντι στην ελληνοκυπριακή κοινωνία μια «εκδίκηση» της κοινής λογικής. Ίσως, όμως, συνιστά ένα ακραίο παράδειγμα πολιτικής ακρισίας.