Στη γειτονιά της μοναξιάς κουμάντο κάνει η μνήμη και στα στενά της εξομολόγησης λάμπει το φως της ανακούφισης και της λύτρωσης, εξ άλλου όταν οι δυσκολίες περάσουν, οι τύψεις γίνονται ανάλαφρες σαν αυτονόητες και αυθόρμητες συγγνώμες.
Στην ταινία «Μόνοι στη Νέα Υόρκη Daddio», η Γκέρλι παίρνει ένα ταξί από το αεροδρόμιο του JFK της Νέας Υόρκης για το Χελς Κίτσεν του Μανχάταν και αρχίζει μια κουβέντα με τον ταξιτζή της τον Κλαρκ, το οποίο ερμηνεύει ο Σον Πεν . Οι τυπικές ευγένειες και οι πρώτες αναγνωριστικές ερωτοαπαντήσεις, δίνουν γρήγορα τη θέση τους σε μια πιο βαθιά συζήτηση. Οι διάλογοι μεταξύ της άρτι αφιχθείσης Γκέρλι και του ταξιτζή είναι η ραχοκοκαλιά της ταινίας. Ο διάλογος ρέει αποκαλύπτοντας στρώματα της προσωπικότητας, των φόβων και των εμπειριών του παρελθόντος τους. Αρχικά, η αλληλεπίδρασή τους μοιάζει περιστασιακή, με την Γκέρλι να κάνει ψιλοκουβέντα και τον Κλαρκ να απαντά με την εξασκημένη άνεση κάποιου που έχει περάσει χρόνια ακούγοντας τις ανοησίες, τις πικρίες και τις ιστορίες των επιβατών του. Ωστόσο, υπάρχει μια υποβόσκουσα ένταση, περιέργεια και αγωνία που οδηγεί τη συζήτησή τους βαθύτερα από ότι επιβάλλει η όχι και τόσο μακρινή διαδρομή και ο περιορισμένος και άβολος χώρος ενός αυτοκινήτου.
Το ταξί γίνεται ένας μικρόκοσμος της ανθρώπινης ιστορίας, με το αστικό τοπίο της Νέας Υόρκης να λειτουργεί ως σκηνικό αλλά και ήρωας στο δράμα που αναπτύσσεται. Η κινηματογράφηση αξιοποιεί τον περιορισμένο χώρο, μετατρέποντας το ταξί σε ένα δυναμικό σκηνικό που αντανακλά τις συναισθηματικές καταστάσεις των χαρακτήρων. Η δουλειά της κάμερας είναι κάποιες φορές χειρουργική, εστιάζοντας συχνά στα πρόσωπα της Γκέρλι και Κλαρκ, αποτυπώνοντας τις λεπτές αλλαγές στις ανεπαίσθητες εκφράσεις τους καθώς εμβαθύνουν σε θέματα που κυμαίνονται από την αγάπη και την απώλεια μέχρι τα όνειρα τις απογοητεύσεις και την απελπισία. Όμως μαζί με αυτά υπάρχει και μια ακατάσχετη φλυαρία που πληγώνει το αποτέλεσμα και δεν αφήνει την ταινία να αναπνεύσει.
Το «Μόνοι στη Νέα Υόρκη Daddio», είναι σε σενάριο και σκηνοθεσία της Κρίστι Χολ. Η ταινία, την οποία η δημιουργός είχε αρχικά οραματιστεί ως θεατρικό έκανε πρεμιέρα πέρσι στα φεστιβάλ του Τορόντο και Telluride, ενώ αναμένεται να παιχτεί και στο φετινό φεστιβάλ της Tribeca. Η ταινία όμως έχει και ελληνικό ενδιαφέρον, μιας και την διεύθυνση φωτογραφίας έχει κάνει ο υποψήφιος για Οσκαρ Φαίδων Παπαμιχαήλ.
Η υπόθεση μοιάζει παραπλανητικά απλή: μια διαδρομή με ταξί από το αεροδρόμιο στην πόλη. Ωστόσο, αυτό που ακολουθεί απέχει πολύ από ένα συνηθισμένο καθημερινό δρομολόγιο. Η πραγματική δύναμη της ταινίας έγκειται στους διαλόγους του. Η γραφή της δημιουργού είναι ταυτόχρονα οδυνηρή και ρεαλιστική, επιτρέποντας στους χαρακτήρες να εκφράσουν τις σκέψεις τους χωρίς να καταφεύγουν σε κλισέ. Ενώ οι προθέσεις είναι ενδιαφέρουσες, η ταινία ποτέ δεν φτάνει στο ύψος και τους στόχους που έχει θέσει η δημιουργός της. Οι συνομιλίες διανθίζονται με στιγμές σιωπής που είναι εξίσου ισχυρές, αφήνοντας μας να υποδεχτούμε και να απορροφήσουμε το βάρος των όσων έχουν ειπωθεί. Αυτές οι παύσεις δίνουν επίσης στους χαρακτήρες, και κατ' επέκταση σε μας τον χρόνο να προβληματιστούμε για τη δική τους ζωή.
Το «Μόνοι στη Νέα Υόρκη» όπως είναι φυσικό είναι μια ταινία που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών της, και τόσο η Τζόνσον όσο και ο Πεν λειτουργούν καθηλωτικά. Η ενσάρκωση της Γκέρλι από την Τζόνσον ισορροπεί ανάμεσα στη δύναμη, την λεπτότητα και την ευαισθησία, κάνοντας τον χαρακτήρα της χειροπιαστό και συναρπαστικό. Ο Κλαρκ του Πεν είναι μια σπουδή πάνω στην εγκράτεια και τον υπαινιγμό, με τη μετρημένη ερμηνεία του να αποκαλύπτει τα βάθη του χαρακτήρα του. Με τις καλές ερμηνείες, τους αιχμηρούς διαλόγους και τη στρωτή σκηνοθεσία, έχουμε μια έξυπνη, ευαίσθητη και μαζί προκλητική ταινία η οποία διασχίζει τη νυχτερινή Νέα Υόρκη και τις ζωές των ανθρώπων με ειλικρίνεια, τόλμη και ορμή αν και χάνεται κάποιες φορές στις δαιδαλώδεις διαδρομές της αφήγησης.
Στο μόνο δικαστήριο που δεν ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας είναι εκείνο της ειλικρινούς αυτοκριτικής. Το ξέρουμε, πια, τα λάθη μας είναι άσχημα πτώματα, γιατί ποτέ δεν τα φροντίσαμε, ποτέ δεν τα στολίσαμε, πότε δεν τα πενθήσαμε. Τα αφήσαμε άταφα να μας θυμίζουν τις συνεχείς παλινωδίες μας, τα επαναλαμβανόμενα ολισθήματα μας, τις αμέτρητες ήττες μας.