Μονόδρομος μία νέα Προγραμματική Συμφωνία

Φίλιππος Σαχινίδης 23 Ιουν 2013

Aπό τις τελευταίες ημέρες η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο της εκ νέου προσφυγής στις κάλπες. Αφορμή, η απόφαση της κυβέρνησης -παρά την αντίρρηση των δύο εκ των τριών εταίρων- για το κλείσιμο της ΕΡΤ. Η μονομερής απόφαση για τη διακοπή παροχής μιας δημόσιας υπηρεσίας ανέδειξε τις διαφορές μεταξύ των τριών εταίρων σε θέματα που σχετίζονται με τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης αλλά και με τον τρόπο λήψης των κυβερνητικών αποφάσεων.

Το ΠΑΣΟΚ αλλά και η ΔΗΜΑΡ θεωρούν ότι ο πρωθυπουργός αποφασίζει ως να ηγείται μιας μονοκομματικής κυβέρνησης. Την άποψη αυτή, είχαν διατυπώσει επανειλημμένα το τελευταίο διάστημα ζητώντας αναθεώρηση της προγραμματικής συμφωνίας, επαναπροσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ των εταίρων και επανεξέταση του τρόπου λειτουργίας της κυβέρνησης. Μετά τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τη συγκρότηση της τρικομματικής κυβέρνησης Εθνικής Ανάγκης είναι αναγκαία μια πρώτη αποτίμηση της λειτουργίας της.

Η εμπειρία αυτή, πρωτόγνωρη για τα πολιτικά δεδομένα της χώρας, επιβεβαιώνει ότι σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα πολλά έχουν αλλάξει σε σχέση με την περίοδο όπου κυριαρχούσαν οι μονοκομματικές κυβερνήσεις. Πολύ περισσότερο, που τα τρία κόμματα που την συγκροτούν έχουν τεράστιες ιδεολογικές διαφορές. Η κυβέρνηση αυτή, συγκροτήθηκε προκειμένου η χώρα να διασφαλίσει συνθήκες πολιτικής σταθερότητας μετά την αβεβαιότητα που προκλήθηκε από τα αποτελέσματα των δυο συνεχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων του 2012.

Η αβεβαιότητα είχε άμεση επίδραση στην οικονομία οδηγώντας σε εκτροχιασμό το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής. Οι αναφορές διεθνώς σε πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, που κυριαρχούσαν σε όλες τις πολιτικές και οικονομικές αναλύσεις, προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα στην οικονομία της χώρας.

Προτεραιότητα, λοιπόν, της κυβέρνησης ήταν να επαναφέρει το πρόγραμμα σε τροχιά και να διασφαλίσει την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Παρά τις διαφορές που είχε το ΠΑΣΟΚ – ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Ευάγγ. Βενιζέλος είχε προτείνει την συγκρότηση Εθνικής Διαπραγματευτικής Ομάδας και να προταχθεί η συμφωνία στο μακροοικονομικό πλαίσιο (ρήτρα βαθύτερης ύφεσης, επιμήκυνση περιόδου προσαρμογής) – ο πρωθυπουργός τελικά επέλεξε να προταχθεί η συζήτηση για τα μέτρα.

Το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, μπορεί να μην υπήρξε ικανοποιητικό σε ό,τι αφορά τον επιμερισμό των μέτρων σε βάθος χρόνου για να εξομαλυνθούν οι συνέπειες στην οικονομία, διασφάλισε όμως την επαναφορά του προγράμματος σε τροχιά. Η χώρα σταδιακά ξανακέρδισε την εμπιστοσύνη των εταίρων αλλά και των αγορών.

Όλοι αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα έχει διασφαλίσει την αναγκαία πολιτική σταθερότητα. Όμως η πορεία της κυβέρνησης αυτό τον χρόνο δεν ήταν ανέφελη, όπως φάνηκε από τις διαφωνίες των εταίρων σε πολλά ζητήματα -όπως για παράδειγμα- η κριτική του ΠΑΣΟΚ για το ζήτημα των πρωτοβουλιών για την ανεργία, για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά ή για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο.

Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν συνεδριάζει για να συζητηθούν νομοσχέδια ή αποφάσεις σε θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής. Πόσες φορές ενημέρωσαν, ο πρωθυπουργός ή ο υπουργός των Οικονομικών πριν τις Συνόδους Κορυφής ή τις συσκέψεις του Eurogroup, τους αρχηγούς των δύο κομμάτων ή τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου για τα θέματα που θα συζητηθούν;

Οι υπουργοί δεν ενημερώνουν έγκαιρα τους εταίρους για τις νομοθετικές τους πρωτοβουλίες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εταίροι μαθαίνουν τις προτάσεις για το περιεχόμενο των νομοθετημάτων από τον Τύπο. Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει χάσει τη δυναμική της, γιατί μειώθηκαν οι κίνδυνοι που κατέστησαν αναγκαία τη δημιουργία της. Έτσι, η καχυποψία που κυριαρχεί στις σχέσεις των εταίρων, αποτέλεσμα κακών πρακτικών στη λειτουργία της κυβέρνησης αλλά και του τρόπου λήψης αποφάσεων, απειλεί τη συνοχή και σταθερότητά της.

Αν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα τα θέματα αυτά – ακόμη και αν ξεπεραστεί η παρούσα κρίση – μια άλλη μπορεί να οδηγήσει σε διάλυσή της. Η παρούσα κυβέρνηση πρέπει -εκτός των άλλων- να πάρει και πρωτοβουλίες που αφορούν τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες για τον σχηματισμό πολυκομματικών κυβερνήσεων. Σήμερα -για παράδειγμα- ο Κανονισμός της Βουλής αλλά και το Σύνταγμα δεν διευκολύνουν τη λειτουργία τους.

Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση για να αποκτήσει εκ νέου δυναμική που θα της επιτρέψει να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, χρειάζεται μια νέα λειτουργική Προγραμματική Συμφωνία – η αρχική είχε αδυναμίες καθώς ήταν επηρεασμένη από την ρητορική της προεκλογικής περιόδου – που να υπερβαίνει το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής και να αντανακλά και τις κοινωνικές και πολιτικές προτεραιότητες και ευαισθησίες των κυβερνητικών εταίρων. Με αυτόν τον τρόπο, το ΠΑΣΟΚ αλλά και η ΔΗΜΑΡ θα έχουν τη δυνατότητα να αναδείξουν, μεταξύ των πολιτικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης, εκείνες που αντιστοιχούν στις δικές τους ιδεολογικές αναφορές.

Η νέα Προγραμματική Συμφωνία πρέπει να αποτελέσει τη βάση για το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης της Οικονομίας. Για τον μετασχηματισμό της σε μια ανταγωνιστική και εξωστρεφή οικονομία. Αυτό, θα της προσδώσει τη αναγκαία δυναμική για την επόμενη τριετία ώστε η χώρα να ξεπεράσει την πρωτοφανή κρίση και να θέσει τα θεμέλια για μια διατηρήσιμη ανάπτυξη που θα διασφαλίσει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και ενίσχυση των εισοδημάτων των πολιτών.