την Ελλάδα, πολλά και σημαντικά πράγματα δεν λειτουργούν με βάση τις ανάγκες του μέλλοντος αλλά με διαρκή αναφορά στο παρελθόν – και συνήθως μάλιστα σε μια οδυνηρή περίοδο. Επί τρεις σχεδόν δεκαετίες το κράτος μας ήταν «μετεμφυλιακό», ενώ το κοινοβουλευτικό μας σύστημα επί μισό σχεδόν αιώνα ονομάζεται «Μεταπολίτευση». Πιο πρόσφατα, η οικονομική πολιτική της χώρας έχει βαφτιστεί «μετα-μνημονιακή» και κυριαρχείται από την προσπάθεια να ξαναγυρίσουν οι κάθε λογής ρυθμίσεις, νόμοι, κανόνες και επιδόματα που ίσχυαν κατά την ευδαίμονα περίοδο του 2009. Τις προηγούμενες μέρες, που συζητιόταν ο προϋπολογισμός στη Βουλή, επικρατούσε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα. Αντί όλα τα κόμματα να μάχονται για το πώς θα γίνουν μεγάλες επενδύσεις και θα δημιουργηθούν μαζικά νέες θέσεις απασχόλησης, οι πολίτες άκουγαν την κυβέρνηση να διαβάζει καταλόγους από παροχές και βοηθήματα και την αντιπολίτευση να τα συγκρίνει με τα δικά της που σωρηδόν μοίραζε προεκλογικά.
Οσο θορυβώδης και να είναι όμως η μετα-μνημονιακή παροχολογία, σύντομα θα εκπνεύσει με πάταγο. Ούτε οι φορολογούμενοι θα παραμείνουν εσαεί θεατές στη συνεχιζόμενη αφαίμαξή τους, ούτε η οικονομία θα γνωρίσει μια ραγδαία αύξηση του ΑΕΠ για να ξεκολλήσει από τη στασιμότητα. Για να παραφράσουμε μια γνωστή ρήση, δεν μπορούμε να βγούμε από την κρίση εφαρμόζοντας ξανά τις πολιτικές παροχών που μας έφεραν σε αυτή την κατάσταση. Υπάρχουν όμως πλέον και πολύ σοβαρότεροι λόγοι που επιβάλλουν να εγκαταλειφθεί η επιδοματολογία ως βασικός πυλώνας της οικονομικής πολιτικής, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο ανεξέλεγκτους εξωτερικούς παράγοντες: την κλιμάκωση των απειλών της Τουρκίας και τις ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές. Μάλιστα σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό εφεξής, το δεύτερο θα γίνεται εργαλείο του πρώτου φαινομένου, ενώ και τα δύο μαζί θα πολλαπλασιάζουν την πίεση στον κρατικό μηχανισμό και στην ελληνική κοινωνία γενικότερα.
Αν η Ελλάδα θέλει να αποφύγει μια ταπεινωτική διολίσθηση στις τουρκικές πιέσεις, οφείλει να αντιτάξει μια στρατηγική με βεληνεκές που υπερβαίνει τα αυστηρά μηνύματα και τις αδιάκοπες αυτοαναφορές στο πόσο δίκιο έχουμε. Για να κατοχυρωθούν και να είναι σεβαστά στη διεθνή σκηνή τα δίκαιά της, μια χώρα πρέπει να διαθέτει όχι μόνο πειθώ, αλλά και ισχύ. Καθεμία προϋπόθεση έχει τη δική της αποστολή και σημασία. Οταν η Ελλάδα επιχειρηματολογεί για τα δίκαιά της σε συνέδρια ή τα υπερασπίζεται σε διεθνή δικαστήρια, χρειάζεται να έχει πειθώ. Οταν όμως αυτά πρέπει να κατοχυρωθούν στο Αιγαίο, χρειάζεται να υπάρχει και η προς τούτο απαραίτητη ισχύς, και μάλιστα σε τρεις διαστάσεις: αμυντική, οικονομική και κοινωνική.
Η αμυντική ισχύς χρειάζεται ώστε, εάν ποτέ οι προκλήσεις εξελιχθούν σε θερμά επεισόδια, να μπορέσει η Ελλάδα να παρατάξει μια σύγχρονη δύναμη αποτροπής που θα κάνει την Τουρκία να το ξανασκεφτεί και να τις ακυρώσει πριν φτάσουν σε σημείο βρασμού. Η κοινωνική ισχύς χρειάζεται ώστε η εθνική στρατηγική να υιοθετείται από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, χωρίς εσωτερικά ρήγματα και μικροπολιτική διάβρωση. Αν τα πιο δυναμικά στρώματα της κοινωνίας δεν βρίσκουν δουλειά ή έχουν μεταναστεύσει, είναι κάπως δύσκολο να ανταποκριθούν ομόθυμα και αποτελεσματικά. Τέλος, η οικονομική ισχύς είναι απαραίτητη γιατί μόνο αυτή μπορεί με βεβαιότητα να διασφαλίσει τις άλλες δύο. Εξίσου βέβαιο είναι ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί ποτέ μοιράζοντας μόνο επιδόματα και γι? αυτό χρειάζεται μια συνολική στροφή της οικονομικής πολιτικής προς δύο στόχους:
Πρώτον, στην εντατική προώθηση των παραγωγικών επενδύσεων και της παραγωγικής απασχόλησης για να αποκτήσει η Ελλάδα κύρος και παρουσία στις διεθνείς αγορές. Μόνο έτσι θα μπορεί να έχει πόρους για να χρηματοδοτεί τις άλλες δύο πλευρές στο τρίγωνο ισχύος: την άμυνα και ασφάλεια της χώρας με σύγχρονα μέσα και στελέχη, αλλά και την κοινωνία με σοβαρές πολιτικές που αναβαθμίζουν το ανθρώπινο δυναμικό και έτσι πράγματι μειώνουν τις ανισότητες και ενισχύουν την κοινωνική και εθνική συνοχή. Επίσης, η σύναψη συμμαχιών γίνεται πολύ πιο ελκυστική όταν την επιδιώκει μια χώρα με ακμαία οικονομία, παρά μία που είναι εγκλωβισμένη στη στασιμότητα και απειλείται διαρκώς από την ύφεση.
Δεύτερος στόχος πρέπει να είναι η σταδιακή αύξηση της εθνικής αποταμίευσης με τη δημιουργία Ταμείου Εθνικού Πλούτου, στο οποίο υπάγονται όλα τα κοιτάσματα των ελληνικών θαλασσών, όπως κάνουν και άλλες ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες. Με το οικονομικό όφελος που θα αντλεί από τη διαχείρισή τους, το Ταμείο θα χρηματοδοτεί τόσο τις νέες επενδύσεις που χρειάζεται η χώρα όσο και τα συνταξιοδοτικά ταμεία για τις μελλοντικές γενιές.
Ετσι θα διαμορφωθεί μια αίσθηση προοπτικής για τους νέους και την πορεία της χώρας και θα εκλείψει μια γενικευμένη αίσθηση μηδενισμού και αδιαφορίας που συσσωρεύτηκε σε πολλούς – και ιδιαίτερα στους νέους – εξαιτίας της κρίσης και του εργασιακού αποκλεισμού που βίωσαν την πρόσφατη δεκαετία.
Και οι δύο παραπάνω στόχοι είναι μεν εφικτοί, αλλά όχι εύκολοι. Ο πρώτος μπορεί σε σημαντικό βαθμό να υλοποιηθεί με τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το θηριώδες 4% του ΑΕΠ (ίσως και παραπάνω) που είναι σήμερα στο 2% του ΑΕΠ. Ο απομένων δημοσιονομικός χώρος θα είναι περίπου 4 δισ. ευρώ ετησίως και μπορεί να κατευθύνεται σε νέες υποδομές, παραγωγικές επενδύσεις και πολιτικές ενίσχυσης των εξαγωγών. Η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί αμέσως και σύντομα το δημόσιο χρέος θα αρχίσει να μειώνεται πολύ ταχύτερα από το να αποπληρώνουμε τα δάνεια με το υπερπλεόνασμα.
Ο δεύτερος στόχος είναι πιο ζόρικος, γιατί τη στιγμή αυτή ο δημόσιος πλούτος και όλες οι κοινωφελείς επιχειρήσεις της χώρας υποθηκεύτηκαν το 2015 στους δανειστές για πολλές δεκαετίες ως αντεγγύηση των πιστώσεων που μας έδωσαν με τα μνημόνια. Για να φύγει η επαχθής ρήτρα, χρειάζεται να υιοθετήσουμε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στην οικονομική λειτουργία που θα εφαρμοστούν πραγματικά και όχι προσχηματικά, ώστε να ξανακάνουν τη χώρα να έχει διεθνή φερεγγυότητα χωρίς να της επιβάλλονται εμπράγματες δουλείες.
Για να δεχτούν τους δύο παραπάνω στόχους οι δανειστές, χρειάζεται να κατοχυρώσουμε με αξιόπιστο τρόπο ότι η οικονομική πολιτική δεν θα μετατραπεί σε πλημμύρα παροχών και νέα ξέφρενα ελλείμματα, αλλά θα εφαρμόζει με συνέπεια μια μακροχρόνια επενδυτική συμφωνία υπό την εποπτεία τους. Η συνταγή αυτή έγινε πλέον κυρίαρχο σύνθημα για όλη την ευρωζώνη. Σε μια εντυπωσιακή ομοφωνία, τόσο ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ όσο και η νέα επικεφαλής της έσταζαν μέλι για την ανάγκη ενίσχυσης των δημοσίων επενδύσεων, ώστε να δράσουν ως φυσικοί ελκυστές για τις ιδιωτικές επενδύσεις και όλες μαζί να οδηγήσουν την αύξηση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Ποτέ άλλοτε κεντρική τράπεζα σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου δεν είχε τόσο ανοιχτά παροτρύνει τις κυβερνήσεις να κάνουν επεκτατική επενδυτική πολιτική. Αυτό δείχνει όχι μόνο την ανάγκη που υπάρχει σε όλες τις χώρες, αλλά και το πόσο ευνοϊκά θα γίνει δεκτή στο ευρωπαϊκό περιβάλλον μια ανάλογη ριζική στροφή της ελληνικής οικονομικής πολιτικής.
Η εικόνα της χώρας θα είχε ήδη ενισχυθεί αν η συζήτηση του προϋπολογισμού μετατρεπόταν σε μια διακομματική άμιλλα για το πώς οι δύο αυτές προτεραιότητες θα μπορούσαν να υλοποιηθούν γρήγορα και αξιόπιστα. Η ευκαιρία όμως κάπου χάθηκε μέσα στην ατέρμονη διανομή και διαφήμιση των επιδομάτων. Για να μην ονομαστούν οι επόμενες δεκαετίες «μετα-καταστροφική» περίοδος, καλό θα είναι να επαναφέρουμε τις προτεραιότητες αυτές επειγόντως.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.
Πηγή: www.tovima.gr