Η κρίση του ευρώ σηματοδοτεί την αποτυχία μιας αδιέξοδης πολιτικής. Η γερμανική κυβέρνηση δεν διαθέτει το θάρρος να κινηθεί πέραν ενός status quo που δεν είναι πια βιώσιμο. Αυτός είναι ο λόγος που παρά τα εκτεταμένα προγράμματα διάσωσης και τις αμέτρητες έκτακτες συνόδους κορυφής, την τελευταία διετία η κατάσταση της ευρωζώνης δεν παύει να υποβαθμίζεται. Ευρισκόμενη στο χείλος μιας οικονομικής συντριβής, η Ελλάδα αντιμετωπίζει την προοπτική της αποχώρησής της από την ευρωζώνη που θα είχε ανυπολόγιστες αρνητικές συνέπειες στα άλλα κράτη-μέλη. Η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία βυθίζονται σε βαθιά ύφεση, που εκτοξεύει στα ύψη την ανεργία.
Η οικονομική δυσπραγία στις προβληματικές αυτές χώρες εξασθενεί ακόμα περισσότερο την ήδη ευάλωτη κατάσταση των τραπεζών, ενώ η αυξανόμενη δυσπιστία για το μέλλον της νομισματικής ενότητας υπονομεύει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, που αντιμετωπίζουν με ολοένα και μεγαλύτερη επιφύλαξη τα κρατικά ομόλογα των προβληματικών κρατών. Η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού των κρατικών ομολόγων, σε συνδυασμό με την σταθερή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, ακυρώνουν κάθε προοπτική ανάκαμψης, που έτσι κι αλλιώς ήταν εξ αρχής γνωστό πως δεν θα ήταν εύκολη.
Αυτή η αυτοτροφοδοτούμενη αποσταθεροποίηση οφείλεται εν πολλοίς στις «εκ των ενόντων» εφαρμοζόμενες στρατηγικές αντιμετώπισης της κρίσης, που μόλις τώρα άρχισαν να εγγίζουν το ζήτημα της ενίσχυσης των ευρωπαϊκών θεσμών. Το γεγονός είναι πως τα τελευταία χρόνια η κρίση αντιμετωπίστηκε με αποσπασματικότητα και προχειρότητα που το μόνο που πέτυχε είναι να χειροτερεύσει τα πράγματα, δείχνει πόσο απουσιάζει η πολιτική δημιουργικότητα.
Από την άλλη, η ανάγκη για περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν πηγάζει μόνο από την τρέχουσα κρίση της ευρωζώνης, αλλά κι από την ανάγκη να παταχθούν οι κακοήθεις πρακτικές και το σκιώδες παράλληλο σύμπαν που έχουν οικοδομήσει κατά μήκος και πλάτος όλης της πραγματικής οικονομίας αγαθών και υπηρεσιών οι επενδυτικές τράπεζες και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια. Αυτό απαιτεί από τους πολιτικούς μας να ορθώσουν το ανάστημά τους και να αναλάβουν ξανά τον έλεγχο.
Τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να επανέρθει ουσιαστικός έλεγχος είναι εν πολλοίς οφθαλμοφανή. Αλλά δεν έχουν εφαρμοστεί διότι κατ? αρχήν η εφαρμογή τους σε εθνικό επίπεδο θα αποδεικνυόταν αντιπαραγωγική, και δεύτερον διότι η ρυθμιστική ατζέντα που προέκυψε από την πρώτη σύνοδο του Λονδίνου του G20 στο Λονδίνο, απαιτεί παγκόσμια συντονισμένη δράση που προς το παρόν καθίσταται αδύνατη από την πολυδιάσπαση της διεθνούς κοινότητας.
Μια μείζων οικονομική ισχύς σαν την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ή -αν αυτή δεν αρθεί στο ύψος των περιστάσεων- την ευρωζώνη, μπορεί να μετεξελιχτεί σε πρωτοπόρο αυτής της αναγκαίας πορείας. Αλλά η σημαντική ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ο μόνος τρόπος να τερματιστεί η ατέλειωτη σειρά των «πακέτων διάσωσης», που συν τω χρόνω κινδυνεύει να εξασθενήσει την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης (των δανειστών και των οφειλετών) ως το σημείο της ρήξης. Αυτό από την άλλη σημαίνει πως είναι αναπόφευκτη η μεταφορά ουσιωδών κρατικών αρμοδιοτήτων στο ευρωπαϊκό επίπεδο, με σκοπό να επιβληθεί αποτελεσματική δημοσιονομική πειθάρχηση και να υπάρξουν εγγυήσεις για ένα σταθεροποιημένο οικονομικό σύστημα. Από την άλλη χρειάζεται στενότερος συντονισμός μεταξύ των οικονομικών, δημοσιονομικών και κοινωνικών πολιτικών των κρατών-μελών, ώστε να διορθωθούν οι δομικές ανισορροπίες εντός της κοινής νομισματικής περιοχής.
Η κλιμάκωση της κρίσης δείχνει πως η στρατηγική που προώθησε η γερμανική κυβέρνηση στην Ευρώπη βασιζόταν σε λανθασμένη διάγνωση. Αυτή η κρίση δεν είναι κρίση του ευρώ. Το ευρώ απέδειξε και στο παρελθόν πόσο σταθερό νόμισμα είναι. Δεν είναι ούτε μια ειδικά «ευρωπαϊκή» κρίση. Σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, η ΕΕ -και εντός της ΕΕ, η ευρωζώνη- είναι η λιγότερο χρεωμένη από τις τρεις μείζονες οικονομικές περιφέρειες. Αυτή η κρίση είναι μια κρίση δανεισμού συγκεκριμένων κρατών-μελών της ευρωζώνης, που οφείλεται πρωταρχικά στην ακατάλληλη θεσμική υποδομή του κοινού νομίσματος.
Η εμβάθυνση της κρίσης αποδεικνύει πως οι λύσεις που δοκιμάστηκαν ως σήμερα ήσαν όλες ελλιπείς. Εξ ου και ο φόβος πως η νομισματική ένωση στην παρούσα μορφή δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς θεμελιώδεις αλλαγές στρατηγικού χαρακτήρα. Εναρκτήριο λάκτισμα αυτής της αλλαγής στον τρόπο σκέψης μας είναι να προχωρήσουμε σε μια νέα διάγνωση των αιτιών της κρίσης.
Η γερμανική κυβέρνηση μοιάζει να θεωρεί πως τα προβλήματα οφείλονται κυρίως στην απουσία δημοσιονομικής πειθάρχησης στο εθνικό επίπεδο ορισμένων χωρών και άρα πως η λύση θα προέρθει πρωταρχικά από αυστηρές πολιτικές ελέγχου των δαπανών σε αυτά τα κράτη-μέλη. Οι Γερμανοί επιθυμούν αυτή η πολιτική να συνδυασθεί από αυστηρότερους ελέγχους σε δημοσιονομικό επίπεδο και από χρηματοδοτήσεις που να είναι όσο το δυνατό πιο περιορισμένες και οριοθετημένες, εξαναγκάζοντας έτσι τα ενδιαφερόμενα κράτη να εφαρμόζουν πολιτικές λιτότητας εξαιρετικής αυστηρότητας, που εξασθενούν τις οικονομίες τους και αυξάνουν την ανεργία.
Αλλά η πραγματικότητα είναι πως παρά τις εκτεταμένες διαρθρωτικές αλλαγές και μια πολιτική περικοπών δαπανών που είναι ασυνήθιστα αυστηρή με τα διεθνή δεδομένα, τα προβληματικά κράτη απέτυχαν ως σήμερα να περιορίσουν τις δανειακές τους ανάγκες σε βιώσιμο επίπεδο. Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών οδηγούν στο εξής συμπέρασμα: η διάγνωση και η θεραπευτική αγωγή που επέλεξε η γερμανική κυβέρνηση ήταν εξαρχής υπερβολικά μονοδιάστατη. Η κρίση δεν είναι αποτέλεσμα της ασωτίας μεμονωμένων κρατών-μελών, αλλά οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε συστημικά προβλήματα, τα οποία δεν διορθώνονται απλά με αύξηση των προσπαθειών σε εθνικό επίπεδο· απαιτούν συστημική απάντηση.
Η τρέχουσα αστάθεια των χρηματαγορών τροφοδοτείται από τον φόβο πως κάποια μεμονωμένη χώρα θα χρεοκοπήσει, και πως αυτός ο κίνδυνος μπορεί να εξαλειφθεί -ή τουλάχιστο να περιοριστεί- με τη συλλογική εγγύηση των κρατικών ομολόγων που εκδίδονται εντός της ευρωζώνης. Υπάρχει ανησυχία πως αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει ανεπιθύμητα αντικίνητρα, κι αυτό πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη. Ο μόνος τρόπος να διασκεδασθεί αυτή η ανησυχία είναι να εξασφαλίσουμε πως οι συλλογικές εγγυήσεις θα συνδυάζονται με αυστηρό συλλογικό έλεγχο επί των εθνικών προϋπολογισμών. Πράγμα που με την σειρά του σημαίνει πως ο αναγκαίος βαθμός συλλογικού δημοσιονομικού ελέγχου που θα καταστήσει δυνατή τη συνολική εγγυοδοσία των κρατικών ομολόγων, απαιτεί εκτεταμένες μεταφορές εξουσίας από το κρατικό επίπεδο, που όμως δεν είναι δυνατές εντός του πλαισίου των ισχυουσών ευρωπαϊκών διευθετήσεων.
Υπάρχουν δύο μόνο συνεκτικές στρατηγικές αντιμετώπισης της τρέχουσας κρίσης:
η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα σε ολόκληρη την ΕΕ, που θα εξέθετε τα μεμονωμένα κράτη-μέλη στις απρόβλεπτες διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τις έντονες κερδοσκοπικές πιέσεις των ξένων χρηματαγορών, ή
η θεσμική κατοχύρωση μιας συλλογικής οικονομικής, δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής της ευρωζώνης, με περαιτέρω στόχο να αποκατασταθεί σε υπερεθνικό επίπεδο η εξουσία της πολιτικής ενάντια στις επιδιώξεις των χρηματαγορών. Κοιτώντας πέραν του ορίζοντα της τρέχουσας κρίσης, η προοπτική μιας «κοινωνικής Ευρώπης» κρίνεται επίσης από το τι θα συμβεί σε αυτό το επίπεδο.
Μόνο η πολιτική ενοποίηση του πυρήνα της Ευρώπης μπορεί να προσφέρει την ελπίδα πως θα μπορέσει να αντιστραφεί η -ήδη πολύ προχωρημένη- διαδικασία του μετασχηματισμού μιας δημοκρατίας που οικοδομήθηκε πάνω στο ιδεώδες του κοινωνικού κράτους σε μια δήθεν δημοκρατία στην οποία θα κυριαρχούν τα ιδεώδη της αγοράς. Αυτός εξάλλου είναι ο μόνος λόγος που οφείλουμε να προκρίνουμε την δεύτερη επιλογή επί της πρώτης: διότι μας οδηγεί σε ευρύτερη προοπτική.
Αν επιθυμούμε να αποφύγουμε ταυτόχρονα την επιστροφή μας στον νομισματικό εθνικισμό και την διαιώνιση της κρίσης του ευρώ, χρειάζεται να κάνουμε τώρα αυτό που αποτύχαμε να κάνουμε την εποχή που δημιουργήθηκε το ευρώ: να ξεκινήσουμε την διαδικασία της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, αρχής γενομένης από τα 17 κράτη-μέλη του πυρήνα της, της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης (ΟΝΕ).
Πιστεύουμε πως χρειάζεται να είμαστε απολύτως ανοικτοί όσον αφορά αυτή την διαδικασία. Είναι απλά αδύνατο να διατηρήσουμε ένα κοινό νόμισμα χωρίς παράλληλα να έχουμε ασπασθεί την αντίληψη της κοινής ευθύνης των κρατών-μελών της ΟΝΕ και την αναπλήρωση των θεσμικών ελλειμμάτων της ευρωζώνης. Η πρόταση του γερμανικού «συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων» για την εγκαθίδρυση ενός κοινού ταμείου ευρωπαϊκής ρευστότητας μπορεί μεν να απορρίφθηκε από την γερμανική κυβέρνηση, αλλά η ελκυστικότητά της έγκειται ακριβώς στο ότι θέτει ένα τέρμα στην ψευδαίσθηση πως είναι δυνατό να διαιωνίζεται η εθνική κυριαρχία, και θέτει επί τάπητος, ανοικτά, το ζήτημα της συλλογικής συνυπευθυνότητας. Αλλά θα ήταν ακόμα καλύτερα να διαχειριζόμασταν από κοινού το ευρωπαϊκό χρέος σύμφωνα με τα κριτήρια του Μάαστριχτ -ήτοι χρέος το πολύ ως 60% του ΑΕΠ και όχι περισσότερο.
Εφόσον οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποτυχαίνουν να αποσαφηνίζουν τι ακριβώς κάνουν, θα συνεχίσουν να υπονομεύουν την -ήδη αδύναμη- δημοκρατική θεμελίωση της ΕΕ. Η πολεμική ιαχή της Αμερικανικής Επανάστασης «καμία φορολόγηση χωρίς εκπροσώπηση!» σήμερα αντηχεί με ένα νέο και παράδοξο τρόπο: από τη στιγμή που δημιουργήσαμε στην ευρωζώνη πολιτικές που μπορούν εν δυνάμει να καταλήξουν σε αναδιανεμητικές πολιτικές πέραν των εθνικών συνόρων, οι Ευρωπαίοι νομοθέτες που εκπροσωπούν τον λαό (άμεσα μέσω της ευρωβουλής, έμμεσα μέσω του «ευρωπαϊκού συμβουλίου») θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν και να ψηφίζουν τις πολιτικές αυτές. Αλλιώς θα παραβιάζαμε την βασική δημοκρατική αρχή πως είναι οι αιρετοί νομοθέτες που πρέπει να αποφασίζουν πώς γίνεται η διαχείριση του δημοσίου χρήματος ή πώς αυξομειώνονται οι φόροι προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι αποφασισμένες δαπάνες.
Μολοταύτα οφείλουμε να θυμόμαστε πάντοτε πώς έχει καταγραφεί στη συλλογική ιστορική μνήμη η διαδικασία ενοποίησης του Γερμανικού Ράιχ, που εφαρμόστηκε καταπιεστικά σε πολλές περιοχές αυτής της χώρας. Οι χρηματαγορές δεν είναι δυνατό να υποκατασταθούν από περίπλοκες και αδιαφανείς δομές την ώρα που οι εθνικές κυβερνήσεις θα αποδέχονται την επιβολή επί των λαών τους μιας κεντρικής εκτελεστικής εξουσίας η οποία συν τω χρόνω θα αυτονομείται από αυτούς. Πριν φτάσουμε ως εκεί, οι λαοί οφείλουν να έχουν τον λόγο. Ως εκπρόσωπος του μεγαλύτερου χρηματοδότη της ΕΕ στο «ευρωπαϊκό συμβούλιο», η ομοσπονδιακή δημοκρατία οφείλει να πάρει την πρωτοβουλία και να προτείνει ένα σχέδιο απόφασης που να συγκαλεί μια συντακτική συνέλευση της Ευρώπης.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καλυφθεί το αναπόφευκτο χρονικό χάσμα μεταξύ των οικονομικών μέτρων που χρειάζεται να εφαρμοστούν επειγόντως -αλλά που στη συνέχεια μπορούν πάντα να ανακληθούν- και της εκ των υστέρων νομιμοποίησής τους, που μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία. Αν το αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων είναι θετικό, οι λαοί της Ευρώπης θα μπορέσουν να ξανακερδίσουν στο ευρωπαϊκό επίπεδο την κυριαρχία που τους έχουν υπεξαιρέσει εδώ και πολύ καιρό «οι αγορές» στο εθνικό επίπεδο.
Η στρατηγική της αλλαγής των ευρωπαϊκών συνθηκών έχει σχεδιασθεί με τρόπο ώστε να δημιουργήσει έναν πολιτικά ενοποιημένο ευρωπαϊκό «πυρήνα», την ευρωζώνη, στον οποίο αργότερα θα είναι δυνατό να ενταχθούν και άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, με προεξάρχουσα την Πολωνία. Είναι μια επιλογή που απαιτεί καθαρή σκέψη όσον αφορά την πολιτική οικοδόμηση μιας υπερεθνικής δημοκρατίας, που θα επιτρέπει τη συλλογική διακυβέρνηση χωρίς να καταλήγει σε ένα ομοσπονδιακό κράτος.
Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού κράτους είναι μια λανθασμένη επιλογή, καθώς απαιτεί πολύ περισσότερη αλληλεγγύη από όση είναι πρόθυμα να δείξουν τα ιστορικά αυτόνομα ευρωπαϊκά έθνη. Η θεσμική ανασυγκρότηση που απαιτείται σήμερα οφείλει να καθοδηγείται από την αρχή πως ένας δημοκρατικός ευρωπαϊκός πυρήνας θα πρέπει να εκπροσωπεί το σύνολο των πολιτών των κρατών-μελών της ΟΝΕ, αλλά και πως σε ατομικό επίπεδο κάθε πολίτης θα μπορεί να συμμετέχει με την διπλή του ιδιότητα, με άμεσο τρόπο ως μέλος μιας αναδιοργανωμένης ΕΕ από την μια, με έμμεσο ως πολίτης ενός συγκεκριμένου κράτους-μέλους της ΕΕ από την άλλη.
Δεν αποκλείεται η περίπτωση το ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο να αναλάβει την πρωτοβουλία από τους πολιτικούς και να προκηρύξει εκείνο ένα δημοψήφισμα για την τροποποίηση του γερμανικού συντάγματος. Αυτό σημαίνει πως τα πολιτικά κόμματα δεν θα μπορούν να συνεχίσουν να μην λαμβάνουν θέση και να κινούνται στο σκοτάδι, όπως κάνουν ως σήμερα. Μια συλλογική πρωτοβουλία για τη σύγκληση μιας ευρωπαϊκής συντακτικής συνέλευσης, που θα υποστηριζόταν από την «χριστιανική δημοκρατική ένωση» (CDU) το «σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Γερμανίας» (SPD) και τους «πράσινους», και που θα ψηφιζόταν ταυτόχρονα με εκείνη για την αλλαγή του συντάγματος της Γερμανίας (αλλά όχι πριν την λήξη της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου) δεν θα είναι τότε μια μη ρεαλιστική προοπτική. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που θα διεξαχθεί στη Γερμανία μια δημόσια συζήτηση αυτού του τύπου, κατά τη διάρκεια της οποίας θα διαμορφώνονται απόψεις και θα ληφθούν αποφάσεις για τις διαφορετικές πολιτικές επιλογές του μέλλοντος της Ευρώπης: πιστεύουμε δε πως είναι πολύ πιθανό κατά την διάρκεια αυτής της συζήτησης να διαμορφωθεί μια συμμαχία πολιτικών δυνάμεων ικανή να πείσει την πλειοψηφία της κοινής γνώμης για τα πλεονεκτήματα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης.
Η τετράχρονη πια κρίση έχει φέρει στο προσκήνιο μια σειρά ετερόκλιτων ζητημάτων και επικέντρωσε όσο ποτέ άλλοτε την προσοχή της κοινής γνώμης στο θέμα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ένα από τα αποτελέσματά της, ήταν να εγείρει την συνειδητοποίηση της ανάγκης να ρυθμιστούν οι χρηματαγορές και να διορθωθούν οι δομικές ανισορροπίες της ευρωζώνης. Για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού, μια κρίση που πυροδοτήθηκε από τον πιο προωθημένο του τομέα, εκείνο των τραπεζών, δεν μπορούσε να επιλυθεί παρά μόνο με τις κυβερνήσεις να βάλουν τους πολίτες τους, με την ιδιότητα του φορολογουμένου, να καλύψουν τις απώλειες. Στο σημείο αυτό, διερράγη ένα φράγμα, που διαχώριζε τις συστημικές διαδικασίες από εκείνες της καθημερινότητας. Οι πολίτες δικαίως αγανάκτησαν.
Το πλατιά διαδεδομένο αίσθημα της αδικίας προέρχεται από το γεγονός πως ο λαός εκτιμά πως μια απρόσωπη διαδικασία -«οι αγορές»- ανέλαβε μια ευθέως πολιτική διάσταση. Αυτό το αίσθημα συνοδεύεται από εκείνο της οργής, καταπιεσμένης ή μη, ή της αδυναμίας. Για να αντιμετωπισθούν αυτές οι τάσεις, χρειαζόμαστε νέες πολιτικές ενδυνάμωσης των πολιτών.
Ο δημόσιος διάλογος για τον στόχο και τον σκοπό της διαδικασίας ενοποίησης θα δώσει την ευκαιρία να διευρυνθεί η θεματολογία της πολιτικής αντιπαράθεσης, που ως σήμερα παραμένει έγκλειστη στην οικονομική σφαίρα. Η συνειδητοποίηση πως η πολιτική ισχύς μετακινείται από τη δύση στην ανατολή, η συναίσθηση πως η σχέση μας με τις ΗΠΑ αλλάζει, μπορεί να καταυγάσει με νέο φως τα οφέλη της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο ρόλος της Ευρώπης άλλαξε ήδη στον μετααποικιακό κόσμο, και όχι μόνον όσον αφορά την ολέθρια φήμη των Ευρωπαίων ως αποικιοκρατών, για να μην μιλήσουμε για το ολοκαύτωμα. Οι μελλοντικές προβολές που βασίζονται σε στατιστικά στοιχεία μας λένε πως η Ευρώπη οδεύει προς μια ακόμα αλλαγή, και προορίζεται να μεταβληθεί σε μια ήπειρο με μειούμενο πληθυσμό, παρακμάζουσα οικονομική δύναμη και συρρικνούμενη πολιτική σημασία. Ο λαός της Ευρώπης χρειάζεται να ξέρει πως ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει το κοινωνικό του μοντέλο και την πολιτιστική του ποικιλομορφία είναι να ενωθεί και να συνεργαστεί. Χρειάζεται να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα αν θέλει να επηρεάζει καθ? οιονδήποτε τρόπο τα διεθνή πολιτικά πράγματα και να συνεισφέρει σε λύσεις στα παγκόσμια προβλήματα. Εγκατάλειψη της ευρωπαϊκής ενοποίησης σήμερα, σημαίνει δια παντός αποχώρηση από την παγκόσμια σκηνή.
Ο Jurgen Habermas είναι φιλόσοφος· ο Peter Bofinger είναι καθηγητής οικονομικών και μέλος της «επιτροπής σοφών» που συμβουλεύει τη γερμανική κυβέρνηση σε ζητήματα οικονομίας· ο Julian Nida-Rumelin είναι φιλόσοφος
.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στις εφημ.The Guardian και Frankfurter Allgemeine Zeitung
.
Μεταφράστηκε στα ελληνικά και αναδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Προοδευτική Πολιτική