Σεπτέμβριος 1999. Είμαι τριαντατριών -έχω τα χρόνια του Χριστού, που έλεγαν οι παλιοί- αντίθετα όμως από Εκείνον, εγώ δεν νοιάζομαι να διδάξω τίποτα σε κανέναν. Ζω σάμπως να έχω κάνει κοπάνα απ’ το σχολείο στα δεκάξι μου και να μην έχω επιστρέψει ποτέ. Δεν έχω καμιά απολύτως πρόθεση ούτε να σοβαρευτώ ούτε να νοικοκυρευτώ, πόσω δε μάλλον να πλουτίσω.
Ουσιαστικά είμαι πλούσιος. Κατοικώ σε ένα ισόγειο εσωτερικό διαμέρισμα τριάντα τετραγωνικών στην πλατεία Κολιάτσου. Σε πολυκατοικία του 1960. Δύο δωμάτια, κουζινίτσα, μπάνιο (με ροζ, «κουφετί» πλακάκια, όπως συνηθιζόταν τότε), το γραφείο μου, το κρεβάτι μου, ένα μικρό μπαλκόνι στον φωταγωγό… Στον πυθμένα τού φωταγωγού, δυο μέτρα από κάτω μου, παίζουν μαύρα παιδάκια ενώ οι γονείς τους τηγανίζουν ρύζι ή γονατίζουν σε τρύπιο χαλί με το κούτελο προς τη Μέκκα. Η Κολιάτσου και τα πέριξ είναι μια μικρή Αφρική. Κομμωτήρια για ράστα, ιδιωτικά τηλεφωνικά κέντρα -χίλιες δραχμές η πεντάλεπτη σύνδεση με Νιγηρία-, κλαμπ με μαύρικη μουσική και αραπίνες που μπαλαμουτιάζονται με τους δικούς τους φόρα-παρτίδα μες στον δρόμο. «Έχουμε καταντήσει μετανάστες στην ίδια μας την πόλη!» γκρινιάζουν μέσα απ’ τις μασέλες τους οι παλιοί Κυψελιώτες. Εμένα μου αρέσει να είμαι μετανάστης, με ενθουσιάζει το πολυφυλετικό αυτό χύμα -δεκάδες γλώσσες στον αέρα και άλλες τόσες μυρωδιές εξωτικών φαγητών-, μου επιτρέπει, μεταξύ των άλλων, να πηγαίνω στο περίπτερο με τις πιζάμες, μέσα σε τόσες κελεμπίες ποιος θα με κοιτάξει στραβά;
Ουσιαστικά είμαι πλούσιος. Τα μυθιστορήματά μου αγοράζονται από κάθε λογής αναγνώστες – ένα μεγάλο ποσοστό, το ξέρω, τα χρησιμοποιεί απλώς για να στηρίζει την πετσέτα του στην πλαζ, δεν με χαλάει ωστόσο αυτό, δεν με ενδιαφέρει να ποδηγετήσω τα πλήθη – απ’ όταν, έφηβος, ξεκίνησα να γράφω, καημός μου ήταν να συγκινήσω δέκα φίλους, πέντε που είχα ήδη και πέντε που θα συναντούσα στη συνέχεια της ζωής μου… Ένας μεγαλοεκδότης περιοδικών -ο οποίος τη μια μέρα νομίζει ότι είναι ο Χιου Χέφνερ του PlayBoy και την επόμενη ο Τεντ Τέρνερ του CNN- μου πληρώνει τριακόσιες χιλιάδες δραχμές για κάθε άρθρο ή διήγημα, βαυκαλίζεται ότι κι εγώ είμαι αντιστοίχως ο Νόρμαν Μέηλερ. Δεν κάνω πάντως πασαλείμματα, δουλεύω κατά μέσο όρο δέκα ώρες καθημερινά, τα ταλαιπωρώ τα γραπτά μου, το “delete” είναι το πιο πατημένο πλήκτρο στο κομπιούτερ μου – «τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο», αυτός ο στίχος του Καρυωτάκη με στοιχειώνει, κι αν πρόκειται για σαρκασμό, εγώ τον παίρνω τοις μετρητοίς.
Τα λεφτά μου δεν τα βάζω καν στην τράπεζα. Τα φυλάω σε ένα κουτί παπουτσιών – ποιος θα μπει στον κόπο να διαρρήξει μια γκαρσονιέρα στην Κολιάτσου; Όποτε βγαίνω έξω, χώνω στην τσέπη μου πεντέξι χαρτονομίσματα δίχως καλά-καλά να τα μετρήσω. Τα λεφτά μου τα τρώω και τα πίνω και τα ταξιδεύω – δεν οδηγώ καν αυτοκίνητο, μπαίνω σε ένα ταξί και λέω «βουρ, στη Χαλκίδα για ψάρι!», εν μέρει θέλω να εντυπωσιάσω το κορίτσι που έχω βγει ραντεβού, εν μέρει απολαμβάνω την αίσθηση πως ο κόσμος είναι ένας ολάνθιστος κήπος κι όλα τα φρούτα του στο χέρι μας…
Tις Τετάρτες τα απογεύματα πηγαίνουμε με το Ντεσεβό της μαμάς στους πρόποδες του Υμηττού και κόβουμε λουλούδια για τα βάζα της. Η μαμά οδηγεί απαίσια, από τα γύρω αυτοκίνητα τη μουντζώνουν και τη βρίζουν, εκείνη παριστάνει ότι δεν καταλαβαίνει, δυναμώνει απλώς στο κασετόφωνο τη φωνή του Φοίβου Δεληβοριά: «Μόνο έτσι η ζωή είναι ωραία…».
Σεπτέμβριος 2013. Είμαι σαραντεφτά -έχω τα χρόνια του Ιωσήφ όταν γεννήθηκε ο Χριστός- δεν έχω δει όμως ακόμα Άγγελο Κυρίου. Ή ίσως και να ’χω. Η μαμά μου κοιμάται εδώ και πέντε χρόνια σε ένα μαρμάρινο κρεβάτι στο νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης. Μα το όνομά της αντηχεί εκατό φορές τη μέρα μες στο σπίτι – «Νίκη, μάζεψε επιτέλους τα τουβλάκια σου! Θες, Νίκη, μια μπανάνα; Ο μπαμπάς φεύγει, Νίκη, θα του δώσεις ένα φιλί;». Όταν της πρωτομίλησα για τη γιαγιά Νίκη, που πήγε στον ουρανό προτού να γεννηθεί η ίδια, με κοίταξε απορημένη – «και τη βαφτίσατε Νίκη για μένα;» με ρώτησε.
Δεν έχω εγκαταλείψει την Κυψέλη, κατοικώ απλώς στους αντίποδες της Κολιάτσου. Τα στενά πάνω από την Πατησίων με δυσκολία περπατιούνται πια. Πέρυσι σε έπιανε φόβος από τις αγριεμένες φάτσες, φέτος σε πιάνει θλίψη από την εγκατάλειψη, η φτώχεια σάρωσε τον πολυπολιτισμό, οι αραπίνες δεν μπαλαμουτιάζονται πλέον με τους δικούς τους, εκδίδονται σε κάτι κωλο-Έλληνες για δέκα ευρώ.
Έχω πάψει να είμαι πλούσιος. Δουλεύω όσο και τη χαρισάμενη εποχή και βγάζω το ένα πέμπτο των χρημάτων και δεν τα βάζω σαν παλιόχαρτα στην τσέπη μου, τα μετράω και τα ξαναμετράω, πρέπει να πληρωθεί η ΔΕΗ, το σούπερ-μάρκετ, η εφορία… Θυμάμαι έπειτα τη Λωξάντρα και αναθαρρώ: «Τις έστιν πλούσιος; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος.».
Σηκώνομαι κάθε πρωί στις εφτά για να κατεβάσω τη Νίκη στο σχολικό. Όταν ξυπνάς πολύ πρωί έχεις όλη τη μέρα μπροστά σου -ισχύει- μόνο που όλη τη μέρα σούρνεσαι. Για να μην ντουμανιάζω το σπίτι, παίρνω το κομπιούτερ μου και πηγαίνω να γράψω στα καφενεία. Έχω μάθει να αποκόπτομαι τελείως από το περιβάλλον και να συγκεντρώνομαι φορώντας τα ακουστικά κι ακούγοντας κλασσική μουσική. Στα διαλείμματα, τα βγάζω και παρακολουθώ τις κουβέντες των θαμώνων. Συχνάζω σε συνοικιακά κατά προτίμηση στέκια, όπου πλειοψηφούν οι συνταξιούχοι. Πληροφορούμαι τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, λαθρακούω λογομαχίες για το ποδόσφαιρο και για την πολιτική – πάνω απ’ το τάβλι ή από την πρέφα ανταλλάσσουν εξωφρενικές πληροφορίες – πως τα ροδάκινα, λόγου χάριν, εισάγονται από το Ισραήλ αφού πρώτα τα έχουν ψεκάσει ραβίνοι με σκοπό να ναρκώσουν τον Ελληνισμό. Πάω να ξεκαρδιστώ, συνειδητοποιώ αμέσως ύστερα πως με αυτά τα μυαλά -τα τηγανισμένα από την τηλεόραση, τα αλαλιασμένα από την κρίση- ψηφίζουν. Κρατιέμαι για να μη βάλω τα κλάματα.
Τα παιδιά έχουν ανάγκη και απ’ τους δυο γονείς τους, βεβαιώνομαι για αυτό κάθε στιγμή. Όχι πως δεν μπορούν να μεγαλώσουν μια χαρά και με έναν -και με μισόν ακόμα- όταν ωστόσο χώνουν το ένα χέρι την παλάμη της μαμάς και το άλλο στην παλάμη του μπαμπά, η σιγουριά τους γίνεται αγαλλίαση.
Η συμβίωση, από την άλλη, φθείρει αδυσώπητα τον έρωτα – η κοινή καθημερινότητα κινδυνεύει να καταντήσει μια ατέρμονη σειρά από για ασήμαντη αφορμή καβγάδες – «γιατί μου πήρες τον αναπτήρα;», «ποιος έκλεισε τον θερμοσίφωνα;» (λες και κυκλοφορεί κανένας τρίτος ενήλικας μες στο σπίτι). Η συμβίωση είναι λαμπαδηδρομία υπό βροχήν: Πασχίζεις να κρατήσεις τον πυρσό αναμμένο τσαλαβουτώντας μες στις λάσπες. Μονάχα η αίσθηση του χιούμορ και η έλξη των σωμάτων μπορεί να σε σώσει. Το μυστικό για να διαρκέσει μία σχέση είναι να ερωτεύεσαι τον ίδιον άνθρωπο ξανά και ξανά.
Ποιος όμως στην Ελλάδα του 2013 έχει διάθεση να ερωτευτεί; Όταν δε, συμπιέζει ο κόσμος και τα βασικά του έξοδα για να βγάλει τον μήνα, τσακώνεται, τρώγεται μεταξύ του. Οι πιο φανατικοί δεν είναι παραδόξως οι πιο αδικημένοι από την κρίση κι από τα αλλεπάλληλα κύματα λιτότητας. Είναι εκείνοι που ανέκαθεν αναζητούσαν μια ευκαιρία για να βγουν μπροστά, να τους παραδοθεί το πόπολο, να τους χειροκροτήσει έστω. Έχουμε γεμίσει μικρούς Ροβεσπιέρους, εκ δεξιών και εξ αριστερών. Αρκετούς τους θυμάμαι πριν από το 2010: Συντάκτες σε περιοδικά λάιφ-στάιλ που το όνομά τους δεν μπήκε ποτέ στο εξώφυλλο, σφουγγοκωλάριοι κάθε ισχυρής κυρίας ή κυρίου, διανοούμενοι βαρέων βαρών που δεν ευδόκησαν να βρουν εκδότη για τα ακατάληπτα κείμενά τους… Για την προσωπική τους κακοδαιμονία ή οσφυοκαμψία μέμφονταν πάντοτε το «σύστημα» και τώρα μάχονται για το αιματηρό του γκρέμισμα. Είναι οπαδοί της «καλής» βίας. Πού θα βρίσκονται άραγε σε δέκα χρόνια από σήμερα; Εκεί προφανώς που θα τους έχει πάει ο άνεμος. Ο συρμός…
Πρέπει να ερωτευτούμε ωστόσο ξανά στην Ελλάδα, την Ελλάδα, του 2013. Επείγει. Όχι για να ξεφύγουμε από τα βάσανά μας. Μα για να βρούμε μια βάση -μια πλατφόρμα εκτόξευσης- για τα όνειρά μας. Καμία επανάσταση δεν έγινε ποτέ από ανθρώπους που τα έβλεπαν όλα μαύρα. Η επανάσταση -όπως και έρωτας- είναι ένα φυτίλι που πυροδοτεί το πυροτέχνημα της ευτυχίας, το οποίο κρύβεις μέσα σου.
Παραδίδω τη Νίκη στο σχολικό και διασχίζω το Πεδίον του Άρεως. Η πάχνη δεν έχει ακόμα στεγνώσει απ’ τα φύλλα, οι οδοκαθαριστές δεν έχουν μαζέψει τα πεταμένα προφυλακτικά από τις νυχτερινές αρπαχτές. Κατεβαίνω την οδό Ηρώων, με τις προτομές των αγωνιστών του 1821 ένθεν και ένθεν – παρ’ όλα τα εμφύλια μίση που τους χώριζαν, μαρμάρωσαν τελικά στους αιώνες ο ένας πλάι στον άλλον. Πάντοτε με εντυπωσίαζε πόσο ονειροπόλο βλέμμα είχε ο Αθανάσιος Διάκος, πόσο λεβεντομούνα ήταν η Μαντώ Μαυρογένους…
Στα πόδια του Κολοκοτρώνη ελλοχεύει ένας γάταρος -ένας τίγρης τσέπης- με παχιά γούνα και με ορθωμένα μουστάκια. Το ένα του αφτί είναι μισοφαγωμένο, απώλεια προφανώς σε συμπλοκή για τα μάτια κάποιας ωραίας. «Τι έγινε, μεγάλε;» τον ρωτάω. «Την κέρδισες τουλάχιστον την ψιψίνα;». Κάνει τη ράχη τόξο και γουργουρίζει απειλητικά. «Όχι σε μένα τέτοια!» τσαμπουκαλεύομαι με τη σειρά μου. Βγάζω απ’ την τσέπη το πακέτο, του το τείνω. «Τσιγαράκι; Να κεράσω τσιγαράκι;» Ο γάτος τότε νιαουρίζει. Το νιαούρισμά του φτάνει στα αυτιά μου σαν γέλιο γάργαρο είτε σαν στίχος του Τσιτσάνη: «Σε παλάτια, σε τσαντίρια, θα τα πιούμε τα ποτήρια!».