Υποτίθεται πως θα ήταν η βάση του θεσμικού μας εκσυγχρονισμού. Σύμφωνα, δε, προς τη δέσμευση που ανέλαβε προ των εκλογών του 2009 ο Γ. Παπανδρέου, επρόκειτο να είναι το «πρώτο νομοσχέδιο» που θα έφερνε προς ψήφιση η κυβέρνησή του.
Πάντως, κυριολεκτικά την επαύριο των εκλογών εκείνων, ο τότε αρμόδιος υπουργός Γ. Ραγκούσης συγκρότησε επιτροπή εμπειρογνωμόνων αποτελούμενη από τον Ηλ. Νικολακόπουλο, τον Ν. Αλιβιζάτο, τον Γ. Σωτηρέλη, τον υπογράφοντα και άλλους ειδικούς επιστήμονες, εντεταλμένη να συντάξει νέο εκλογικό νόμο. Δουλεύοντας εντατικά και χωρίς αμοιβή, με την πολύτιμη συμβολή του Δημ. Στεφάνου, γενικού γραμματέα του υπουργείου Εσωτερικών, η επιτροπή συνέταξε ένα πλήρως επεξεργασμένο κείμενο με διατάξεις κατά την κρίση της πρόσφορες και ικανές να προσφέρουν ουκ ολίγα: να καταστήσουν την πολιτική διαμάχη αντιπαράθεση αρχών και προγραμμάτων, να καταπολεμήσουν τη ρουσφετολογία, τον φατριασμό και τα προσωποπαγή πελατειακά δίκτυα, να καταλαγιάσουν τους εσωκομματικούς εμφυλίους, να περιορίσουν την επιρροή στον εθνικό δημόσιο βίο του πολιτικού χρήματος και της μιντιοκρατίας, να προσεγγίσουν τον βουλευτή στον πολίτη κ.ο.κ. Ολα αυτά, χωρίς να αποστερούν από τον ψηφοφόρο τον αποφασιστικό λόγο στην επιλογή των εκπροσώπων του, αντίθετα ενισχύοντας την εσωκομματική δημοκρατία, παράλληλα προς την εκλογίκευση και τον εξορθολογισμό των προϋποθέσεων για την απόσπαση της απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (σήμερα αυτή εξαρτάται από το ποσοστό κομμάτων σαν του Βασίλη Λεβέντη ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ!).
Η εργασία μας – περίπου – ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2009 και ο υπουργός μάς διαβεβαίωσε πως το κείμενο που του υποβάλαμε, με τις αναπόφευκτες «πολιτικές» προσαρμογές που δεν θα αλλοίωναν το νόημά του, θα ήταν νόμος πριν από τα Χριστούγεννα! Επειδή πίστεψα στις προθέσεις του, όχι όμως και στην ικανότητα αυτοεξυγίανσης του ελληνικού πολιτικού συστήματος (από την πρώτη στιγμή, άλλωστε, ακούστηκε ο βόμβος της αντίδρασης, «unreformable society» γαρ), εξέδωσα τότε ένα μικρό βιβλίο τιτλοφορούμενο «Ο νέος εκλογικός νόμος», όπου προσπαθούσα να αναδείξω και να εκλαϊκεύσω την εκσυγχρονιστική και εξυγιαντική δυναμική του εγχειρήματος. Είχα την αφελή ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να προκληθεί πίεση της ελληνικής κοινωνίας και των υγιών στοιχείων του πολιτικού μας συστήματος, προκειμένου να καμφθεί η αντίδραση των ρουσφετολογικά δικτυωμένων εκπροσώπων του παλαιοκομματισμού. Αφελής εκτίμηση. (Χαρακτηριστικό: με πρωτοβουλία, φαντάζομαι, του Κων. Αρβανιτόπουλου με κάλεσε ο Α. Σαμαράς να τον ενημερώσω για την τεχνικοθεσμική λογική του προτεινόμενου εκλογικού νόμου. Τα παρευρισκόμενα στελέχη του κόμματός του, σχεδόν, δεν με άφησαν να μιλήσω…).
Σήμερα, η μοίρα του εγχειρήματος είναι γνωστή. Και προκαλεί τουλάχιστον σχετλιασμό και ειρωνεία η έως πρόσφατα κατά καιρούς επαναφερόμενη προσπάθεια του Γ. Παπανδρέου να πείσει τους άλλους αρχηγούς να υιοθετηθεί, τώρα(!), νέο εκλογικό σύστημα. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν λογικό να αναμένεται από πλευράς Σαμαρά, ακόμη και αν διατηρείτο το bonus των 50 εδρών που παρέχει στο πρώτο κόμμα ο «νόμος Παυλόπουλου». Υπάρχει, όμως, μια άλλη αλλαγή, «μινιμαλιστική» εκ πρώτης όψεως, αλλά με εξυγιαντική δυναμική, η οποία εύκολα θα μπορούσε να υιοθετηθεί διακομματικά, άρα να ισχύσει άμεσα. Πράγματι…
Διατηρουμένων του ίδιου πλειοψηφικού bonus, της ίδιας μαθηματικής φόρμουλας κατανομής των εδρών, ακόμη και των ίδιων εκλογικών περιφερειών (κάθε συζήτηση για αλλαγή των οποίων σήμερα θα προκαλούσε ατέρμονες ενστάσεις), θα μπορούσε να θεσμοθετηθεί συναινετικά η μονοσταυρία σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες! Φαντάζεται κανείς πόσο «ρουσφετολογικό κεφάλαιο» θα αφαιρούσε, πόσο θα περιόριζε τον εσωκομματικό φατριασμό και πόσο θα μείωνε τον ρόλο του πολιτικού χρήματος μια τέτοια «μεταρρυθμισούλα» – «reformette» θα την έλεγαν οι Γάλλοι; Με την «εξειδίκευση» του κάθε υποψηφίου σε συγκεκριμένο ακροατήριο θα περιοριζόταν η παραγωγός ρουσφετιών πολυσυλλεκτικότητα ψήφων καθώς και, αντίστοιχα, η «διαπραγματευτική», δηλαδή η εκβιαστική, δύναμη των ψηφοφόρων.
Με ποια λογική, δε, ο κ. Σαμαράς θα τοποθετείτο αρνητικά; Στο κάτω-κάτω ο υπουργός Εσωτερικών Τ. Γιαννίτσης θα μπορούσε να «απειλήσει» τον πρόεδρο της ΝΔ πως, σε τέτοιο ενδεχόμενο, θα προωθούσε μια άλλη πρόταση προερχόμενη – αρχικά – από τον ίδιο: τον περιορισμό των βουλευτών σε 200! Θα απαρνιόταν τότε – και σε αυτό – τον εαυτό του ο ηγέτης της «αξιωματικής συμπολίτευσης»; Και με τι τίμημα;
ΥΓ. Η πρόταση αυτή δεν σημαίνει άγνοια του γεγονότος πως οι πολιτικά ώριμοι λαοί αφήνουν τους θεσμούς να «κατακαθίσουν»: οι Γερμανοί σπανίως ασχολούνται, οι Βρετανοί ομοίως (μόνο πρόσφατα ετέθη θέμα υιοθέτησης της «εναλλακτικής ή μεταφερόμενης ψήφου» που απερρίφθη με δημοψήφισμα), ενώ στις ΗΠΑ πάνε 40 χρόνια από την τελευταία συνταγματική τροπολογία. Αντίθετα εμείς, όπως και οι Γάλλοι (δείγμα «πολιτισμικής συγγένειας» και αυτό; και εκεί πάντως δεν κόβουν αποδείξεις…), βρισκόμαστε σε συνεχή «θεσμική φαγούρα». Αλλο, όμως, ο άκριτος μεταρρυθμισμός, άλλο η αδράνεια μπροστά σε καταστάσεις που διαιωνίζουν ή διευρύνουν εκφάνσεις πολιτικής παθολογίας, όπως οι πελατειακές σχέσεις και η ρουσφετολογία…
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής
στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
του Παντείου Πανεπιστημίου