Και ενώ πάλευα να τελειώσω το κείμενο, ήρθε η επικαιρότητα και έφερε τα πάνω κάτω. Πριν τις τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη και τις παραιτήσεις που αφορούν το στενό περιβάλλον Μητσοτάκη, έγραφα για την κομματική αντιπαράθεση που, λόγω Αυγούστου, είχε ρίξει ρυθμούς. Βεβαίως, βασικός παράγοντας ήταν και η διαβεβαίωση του πρωθυπουργού ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας ή -για να είμαστε πιο ακριβείς- κάποια στιγμή την ερχόμενη άνοιξη. Όμως, η διαφαινόμενη πολιτική εμπλοκή Μαξίμου στην υπόθεση, ίσως αλλάζει άρδην όλα όσα είχαμε ως δεδομένα. Ίσως έχουν αλλάξει ήδη την ώρα που διαβάζετε το παρόν άρθρο.
Πονηρές επιθέσεις
Κάποιοι υποστήριζαν ότι η ανάδειξη του ζητήματος τόσο ψηλά στην ατζέντα του ΠΑΣΟΚ, έγινε προκειμένου να κρυφτεί η προγραμματική γύμνια του κόμματος. Μάλιστα, παρουσίαζαν τα πρόσφατα δημοσκοπικά ευρήματα, σύμφωνα με τα οποία, το ΠΑΣΟΚ δεν δείχνει την ίδια δυναμική που έδειχνε κατά την διάρκεια και μετά την εκλογή της νέας ηγεσίας. Το να συμφωνήσει κάποιος με τα περί κουκουλώματος της έλλειψης θέσεων μέσω των καταγγελιών, ίσως να φανερώνει πολιτική εμπάθεια και ειδικά όταν βασικοί εκφραστές αυτής της άποψης, είναι προσωπικότητες με αναφορά μεν στον χώρο της κεντροαριστεράς, που όμως στήριξαν φανερά την υπόθεση εκλογής Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία και συνεχίζουν να παρουσιάζουν ως μονόδρομο την αυτοδύναμη νίκη της Ν.Δ.
Το μακρινό 2008…
Υπάρχει όντως δημοσκοπική κόπωση; Βεβαίως υπάρχει. Και κάπως έτσι αρχίζουν να ξυπνούν πρόσφατες πολιτικές μνήμες, όπου οι μετρήσεις της κοινής γνώμης έδιναν διπλάσια -ακόμα και τριπλάσια- ποσοστά σε κόμματα με μονοψήφιες εκλογικές επιδώσεις, για να καταλήξουν τελικά, στις κάλπες που ακολουθούσαν, να επιστρέφουν στα φτωχά ποσοστά τους. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, το 2008 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ του 5% των εκλογών του προηγούμενου έτους, είχε εκτοξευθεί στα γκάλοπ στο 18%. Μάλιστα, μία από τις αιτίες εκείνης της «δημοσκοπικής άνοιξης» του κόμματος, ήταν η αλλαγή ηγεσίας. Το τι ακολούθησε και το πως το διαχειρίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι γνωστό και σίγουρα το 4,66% των εκλογών του 2009 δεν είναι παρά η επίσημη καταγραφή του «ξεφουσκώματος».
…και το κοντινό 2017
Ενδεχομένως, θα πουν κάποιοι, η σύγκριση του σημερινού ΠΑΣΟΚ με τον τότε ΣΥΡΙΖΑ να είναι τόσο λάθος όσο το να συγκρίνουμε μήλα με πορτοκάλια. Ας μείνουμε λοιπόν στον χώρο του ΠΑΣΟΚ και ας ανατρέξουμε στο πιο κοντινό 2017. Τότε η υπόθεση της ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς, με την δημιουργία νέου φορέα και την εκλογή της νέας ηγεσίας από τη βάση, είχε δημιουργήσει κλίμα ευφορίας. Αυτή η ευφορία καταγράφηκε για ένα μικρό -τελικά- διάστημα και στις δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν. Το 14% εκείνης της εποχής θυμίζει τα καλά ποσοστά που κατέγραψε το ΠΑΣΟΚ τους πρώτους μήνες μετά την εκλογή Ανδρουλάκη. Μάλιστα, δεν έλειψαν ακόμα και διθυραμβικοί τίτλοι σε φιλικά ΜΜΕ, που μιλούσαν για επιστροφή της Δημοκρατικής Παράταξης, που θα αποκαθήλωνε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στη μάχη με δύο «όπλα» Άραγε με πιο ποσοστό θα πρέπει να γίνεται η σύγκριση με το πιο πρόσφατο 12% των μετρήσεων της κοινής γνώμης; Με το χαμηλό 8% των εκλογών του 2019 ή με το υψηλό 15% των προηγούμενων δημοσκοπήσεων; Εκεί ακριβώς βρίσκεται η παγίδα για το ΠΑΣΟΚ. Η καλώς εννοούμενη εκμετάλλευση της δικής του «δημοσκοπικής άνοιξης», με στόχο να φανεί ότι κάτι αλλάζει στο πολιτικό σκηνικό και ότι μπορεί ακόμα και να δούμε ανατροπές στην κατάταξη των κομμάτων, ίσως να γίνει ο λάκκος που θα πέσει το ίδιο μέσα. Ακόμα και αν στις ερχόμενες εκλογές το ΠΑΣΟΚ πάρει ποσοστό μεγαλύτερο από εκείνο του 2019, αλλά μικρότερο από το 15% των γκάλοπ, θα υπάρξουν σίγουρα αναλυτές, δημοσιολόγοι και πολιτικά στελέχη -όχι μόνο άλλων κομμάτων- που θα μιλήσουν για αποτυχία της νέας ηγεσίας. Και επειδή έχουμε μπροστά μας την πρόκληση της απλής αναλογικής, εκείνο που κατά την γνώμη μου έχει ουσιαστική σημασία, είναι η σοβαρή διαχείριση μιας ενδεχόμενης καλής εκλογικής επίδοσης, προκειμένου το ΠΑΣΟΚ να διαχειριστεί από θέση ισχύος, πιθανή διαβούλευση για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Βεβαίως, μαζί με ένα διψήφιο ποσοστό, καλό είναι να υπάρχει και το δικό του προγραμματικό πλαίσιο, πάνω στο οποίο θα χτιστεί η όποια κυβερνητική συμμαχία.