Μοιάζουν σε περισσότερα απ’ όσα διαφέρουν

Γιώργος Σιακαντάρης 04 Δεκ 2018

Τελικά ο συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ καλά κρατεί. Πολλοί εξεπλάγησαν που τον Ιανουάριο του 2015 ο κ. Τσίπρας και ο κ. Καμμένος, σαν έτοιμοι από παλιά, ανακοίνωσαν με τόση ευκολία τη συνεργασία τους. Κάποιοι προέβλεψαν πως αυτή η φιλία δεν θα κρατήσει για πολύ. Εκαναν λάθος. Αλλοι, αντιθέτως, είπαν ότι αυτή η συνεργασία θα κρατήσει μέχρι τέλους, γιατί η συγκολλητική της ουσία είναι η παραμονή στην εξουσία. Είναι αλήθεια. Ενώθηκαν όμως και για έναν ακόμα σπουδαίο λόγο. Γιατί μοιάζουν σε περισσότερα απ’ όσα διαφέρουν.

Στη Δυτική Ευρώπη υπήρχαν από τη δεκαετία του 2000 μετακινήσεις αριστερών ψηφοφόρων προς την Ακροδεξιά. Γάλλοι κομμουνιστές ψήφισαν μαζικά τον Λεπέν το 2002. Αλλά και σήμερα σε Ιταλία, Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Γερμανία, Σκανδιναβία λαϊκά στρώματα, πρώην ψηφοφόροι της Σοσιαλδημοκρατίας μετακινούνται στην Ακροδεξιά.

Ταυτοχρόνως οι αντιμεταναστευτικές ατάκες της κόκκινης Σάρας του Die Linke, ο αντισημιτισμός του Κόρμπιν και ο έξαλλος αντιελιτισμός και αντιευρωπαϊσμός του Μελανσόν φέρνουν τους ευρωπαίους αριστερούς ριζοσπάστες πιο κοντά στον Σαλβίνι και στους Γερμανούς Εναλλακτικούς.

Στην Ελλάδα όμως μιλάμε για κάτι διαφορετικό. Εδώ γίνεται λόγος για μια οργανική συνάντηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς με την Ακροδεξιά και όχι απλώς για μια μετακίνηση ψηφοφόρων ή κάποια ομοφωνία σε επιμέρους ζητήματα.

Πάντως η πολιτική επιστήμη προειδοποιούσε εγκαίρως για την ευκολία με την οποία τα ριζοσπαστικά αριστερά βελονάκια έπλεκαν ακροδεξιά νήματα. Το 2002, σε ανύποπτο χρόνο, ο αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Ανδρέας Πανταζόπουλος δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο «Η δημοκρατία της συγκίνησης» (Πόλις). Αφορμή για τη συγγραφή του ήταν οι συγκινησιακές αντιδράσεις που συνόδευσαν τα γεγονότα στα Ιμια τον Ιανουάριο του 1996 και η σύλληψη του Οτσαλάν τρία χρόνια αργότερα. Κατά τον Πανταζόπουλο οι ανορθολογικές αντιδράσεις για αυτά τα δύο ζητήματα προήλθαν κυρίως από τον χώρο των καλλιτεχνών, συγγραφέων, σκηνοθετών, των ανθρώπων της τέχνης ευρύτερα. Σε αυτούς να προσθέσουμε τόσο κάποιους ριζοσπάστες και «ανανεωτικούς» αριστερούς (γνωστές οι φωτογραφίες μερικών εξ αυτών στη διαμαρτυρία τους κατά την επίσκεψη Κλίντον και οι αντιδράσεις των ιδίων για το Ασφαλιστικό Γιαννίτση) όσο και τους ακροδεξιούς εθνικιστές (ταυτότητες, Μακεδονικό).

Το 2010 πλέον ο φόβος των ριζοσπαστών «αριστερών» από τον φιλελευθερισμό έκλεινε ραντεβού με τον φόβο των εθνικιστών από τον εξευρωπαϊσμό και τη μετανάστευση. Σημείο συνάντησής τους το σταυροδρόμι των παθών και των συναισθημάτων που αντιμάχονται τον ορθό λόγο. Κοινή τους ιδεολογία η φράση του κ. Τσίπρα στο Συνέδριο του SPD. «Η Ελλάδα έφθασε στη χρεοκοπία εξαιτίας μιας συστηματικής κλοπής πλούτου και αγαθών από τους πολλούς προς όφελος μιας ελίτ που είχε καταφέρει να βγάλει τον πλούτο της σε τράπεζες του εξωτερικού». Είναι αυτή η ίδια ιδεολογία βάσει της οποίας ο κ. Τσίπρας «αφόπλιζε» την κυρία Μέρκελ με το επιχείρημα πως το πλεονέκτημά του απέναντί της «είναι ότι εγώ από το γραφείο μου έχω θέα 2.500 χρόνια ιστορίας της δημοκρατίας κι εκείνη το Ράιχσταγκ».

Πάνω σε τέτοια φληναφήματα κατά των «όχι και τόσο Ελλήνων» στήθηκαν οι εξέδρες της πλατείας Κλαυθμώνος όπου «αγκαλιάστηκαν» οι Τσίπρας – Καμμένος. Στους φόβους μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας έναντι του εκσυγχρονισμού πρέπει να αναζητήσουμε και τις αντοχές του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν βλέπουν ή κάνουν πως δεν βλέπουν αυτούς τους φόβους αυτοί που προεξοφλούν τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ; Πρώην «σημιτικοί» εκσυγχρονιστές οι περισσότεροι.

Το 2015 η «δημοκρατία της συγκίνησης» ανήλθε στην εξουσία. Μάχιμο εργαλείο αυτής της ανόδου εκ νέου διάφοροι καλλιτέχνες-τραγουδοποιοί και σύμβολα, όπως τα γάντια της κυρίας Αλεξίου, με την ευγενική χορηγία πλέον και των τρολ. Αυτοί νομιμοποίησαν το «ηθικό πλεονέκτημα» μιας ριζοσπαστικής Αριστεράς που δεν έβλεπε γιατί να διαφέρει από την Ακροδεξιά. Ο αγανακτισμένος αριστερός και δεξιός ριζοσπαστισμός υποκατέστησε την πολιτική με την ηθικολογία. Η «αγανάκτηση» έπνιξε κάθε φωνή λογικής, η οποία έλεγε πως το «σχίζω μνημόνια» και το «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» θα οδηγούσαν στο απόλυτο «ξέσκισμα» της χώρας και των πολιτών της.

Ο συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εμφανίστηκε καβαλάρης του άρματος της συγκίνησης, για να αποκαλυφθεί στο Μάτι πως είχε καβαλήσει το άρμα της αναισθησίας τσαλαβουτώντας με αυτό στους βούρκους των φόβων και των ενστίκτων που τον έφεραν στην εξουσία. Αυτός σήμερα διαβρώνεται από τα ίδια υλικά που τον έφεραν στην εξουσία. Δεν τον απειλούν τόσο η υπερφορολόγηση, η συνεχιζόμενη ανεργία, η φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης. Τον απειλεί η ιδιοσυστασία του. Οταν κάνεις πολιτική μόνο με τα συναισθήματα, δεν μπορείς μετά να «ξεγυμνώνεσαι» μπροστά τους, χωρίς να το πληρώσεις εσύ και, το χειρότερο, η ίδια η χώρα. Ετσι διδάσκει η πανουργία της Ιστορίας.

Πάντως με αυτόν τον ΣΥΡΙΖΑ των ΑΝΕΛ, και όχι με αυτόν που μπορεί να προκύψει όταν αυτός παρουσιάσει τους βαθμούς του από τη μαθητεία του στην αντιπολίτευση, κάποιοι επιμένουν στα περί «εθνικής συνεννόησης». Βεβαίως ο καημός τους δεν είναι το μέλλον της χώρας. Για το δικό τους μέλλον νοιάζονται. Το ξέρουν όλοι αυτό, ακόμα και στον ΣΥΡΙΖΑ.

Τίποτα καλό όμως δεν προμηνύεται αν σε μια χώρα η κυβέρνηση της οποίας ανήλθε στηριγμένη στην καλλιέργεια της εχθροπάθειας αποχωρήσει ηττημένη από τα ίδια πάθη και όχι από ένα εναλλακτικό σχέδιο. Τίποτα καλό δεν περιμένεις εκεί που τα τότε φασκελώματα κατά της Βουλής, οι σημερινές «φυλακές» Πολάκη, οι διώξεις κατά Σημίτη συναντούν τη δημόσια βία κατά των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ή τις κραυγές για γενικευμένα μετεκλογικά «Ειδικά Δικαστήρια», εκεί όπου το «εμείς ή αυτοί» αντικαθίσταται από τη σύγκρουση με τις «ελαττωματικές αριστερές ιδέες», εκεί όπου το «ο μόνος στρατηγικός αντίπαλος στις δημοκρατίες είναι οι εχθροί της ελευθερίας» κάποιοι «μικροί πολιτικοί» το αντικαθιστούν με το ότι «στρατηγικός αντίπαλος είναι η Δεξιά ή η Αριστερά».

Η χώρα χρειάζεται ένα πνευματικό και πολιτικό μέτωπο κατά «της δημοκρατίας της συγκίνησης» και των ενστίκτων. Αυτό θα στηρίζεται στην επιστημονική γνώση και μετριοπάθεια αλλά και στην προώθηση νέων πολιτικών (ηλικιακά αλλά και σε ιδέες και μυαλά) τους οποίους δυστυχώς ένα «γερασμένο» (όχι τόσο στην ηλικία όσο στη σκέψη και στις γνώσεις) πολιτικό προσωπικό θα ήθελε εκτός πολιτικής.