Τώρα που μπήκαμε και επισήμως στην τρίτη «μνημονιακή» περίοδο, θα ήταν ίσως χρήσιμο να σκεφτούμε και μια «παράπλευρη απώλεια» που συχνά υποτιμάται. Μας τη θύμισε ένα πρόσφατο κείμενο/δήλωση της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υπό τη νέα σύνθεση του. Πρόκειται για τη σχέση των «Μνημονίων», και γενικότερα των μέτρων λιτότητας, με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το Κράτος Δικαίου.
Το «δίκαιο της ανάγκης» -και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «μνημονιακό δίκαιο» είναι τέτοιο- για να είναι ανεκτό πρέπει να πληροί τρεις τουλάχιστον προϋποθέσεις: να αποτελεί ύστατη, προσωρινή και αναλογική λύση. Ύστατη θα πει να μην μπορεί να σωθεί με άλλο τρόπο ένα κρίσιμο δημόσιο αγαθό, στην προκείμενη περίπτωση η εθνική οικονομία. Η προσωρινότητα δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση πέρα από το ότι δεν νοείται μόνιμη προσωρινότητα. Η αναλογικότητα γίνεται, στην επιστήμη και στη νομολογία, νοητή ως πρόσφορη σχέση μεταξύ μέσων (μέτρων που, υπό άλλες συνθήκες, θα θεωρούνταν υπερβολικά σκληρά έως και παράνομα) και σκοπού (διάσωση υπέρτερων, και εκ φύσεως γενικότερων, δημόσιων αγαθών). Τις προϋποθέσεις αυτές υπαινίχθηκε και η βασική –και χρονικά πρώτη- «μνημονιακή» απόφαση, η υπ. αριθμ. 668/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία θεωρήθηκε καταρχάς συνταγματικό το πρώτο Μνημόνιο.
Από εκεί και πέρα, χωρίς να υπάρξει αντίθετη γενική απόφανση περί της συνταγματικότητας των Μνημονίων, φούσκωσε ένα κύμα επιμέρους απορριπτικών αποφάσεων, κυρίως εκ μέρους του Συμβουλίου της Επικρατείας: συνταγματικώς ανεπίτρεπτη η διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, αντισυνταγματικό το μέτρο της προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας, αντισυνταγματική η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ όπως αρχικά επιχειρήθηκε από το ΤΑΙΠΕΔ, αντισυνταγματικές οι περικοπές στις αποδοχές και συντάξεις στρατιωτικών, μελών ΔΕΠ στα Πανεπιστήμια και δικαστικών λειτουργών, αντισυνταγματική η απαγόρευση μονομερούς προσφυγής σε διαιτησία. Το «δίκαιο της ανάγκης» παραμένει σε ισχύ, αλλά τα ελληνικά δικαστήρια, έστω και με τον χαρακτηριστικό του ελληνικού συστήματος διάχυτο τρόπο (η έλλειψη συνταγματικού δικαστηρίου φάνηκε πιο έντονα από ποτέ), το ελέγχουν και το οριοθετούν όλο και πιο αυστηρά. Ίσως όταν είναι πια πολύ αργά.
Αυτή είναι η μία όψη, η επίσημη, της κάμψης του κράτους δικαίου. Υπάρχει και μια άλλη, πιο αφανής αλλά όχι λιγότερο σημαντική: η σταδιακή παγίωση της αντίληψης των κυβερνώντων, των εκάστοτε μέσα στην κρίση κυβερνώντων, ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και γενικά οι διαδικασίες και οι πρόνοιες του νόμου, ακόμα και του Συντάγματος, είναι «λεπτομέρειες» ή δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα μπροστά στη γενική «σωτηρία». Ο σκοπός, όμως, ποτέ δεν αγιάζει τα μέσα στη Δημοκρατία –Δημοκρατία είναι ακριβώς η ισορροπία μέσων και σκοπών, πλειοψηφιών και μειοψηφιών, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ακόμα και μέσα στα δύσκολα –ιδίως, θα έλεγα, μέσα στα δύσκολα. Μας το θυμίζει με δυο ωραίες διατυπώσεις η ΕΕΔΑ: «τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα είναι θεμελιακές αξίες που συνδέονται άρρηκτα με τους οικονομικούς στόχους και είναι καθοριστικές για την αποτελεσματικότητα αυτών των στόχων»΄ και «η εφαρμογή μέτρων λιτότητας επί μακρό χρόνο, κατά τρόπο που λαμβάνει χαρακτηριστικά διαρκούς κατάστασης υπονομεύει τη δυνατότητα της Πολιτείας να εγγυηθεί βασικά οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα και διαβρώνει τα θεσμικά θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Καλό θα ήταν να σταματούσαμε το ταχύτερο δυνατό τη διάβρωση των ήδη διαβρωμένων θεμελίων της συλλογικής ζωής μας. Αν μπορούμε ακόμα.