Η εξοντωτική ζέστη του καλοκαιριού πάντοτε είχε κάτι το ύπουλα σαγηνευτικό. Αδρανοποιώντας το μυαλό, σου έδινε τη δυνατότητα να προσλάβεις τον εξωτερικό κόσμο μέσω των άλλων αισθήσεων και αισθαντικών διεργασιών, κάτι σαν μύηση στη κυριαρχία του σώματος ή σαν φυγή, που στο τέλος όμως κατέληγε να είναι πλάνη.
Το καλοκαίρι ήταν πάντα μια περίοδος που από τη φύση και την έντασή του, ιδίως στην Ελλάδα, μας έκανε όλους πιο εξωστρεφείς, πιο χαλαρούς, πιο εύκολα επιρρεπείς στην ατασθαλία ή το εφήμερο.
Υπήρχε πάντα μια εκ προοιμίου ανοχή για τα όποια παραστρατήματά μας, αφού άλλωστε φορούσαμε την persona και όχι τον κανονικό μας εαυτό.
Αυτά πριν την εποχή των air-condition και της κουτσουρεμένης διάθεσης για διακοπές, αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, αλλά με αιτίες που συχνά ξεπερνάν τις οικονομικές και εκφράζουν μια κακή ψυχολογική κατάσταση, μία υποταγή στην απουσία εύκολης ψυχικής διαφυγής.
Το καλοκαίρι πια δεν μας πλανεύει. Γιαυτό και το «ήταν»
Θυμάμαι ακόμα την ατμόσφαιρα στο παραθαλάσσιο κέντρο «Αργώ» στο τέρμα της λεωφόρου Καβουρίου, μόλις έφτανες στην παραλία της Βουλιαγμένης. Ο εξωτισμός του ’60 είχε για εμένα τον ήχο 2 τεράστιων bongos τα οποία έπαιζε ρυθμικά ο περκασιονίστας του συγκροτήματος Playboys.
Το ντύσιμο φυσικά ανάλογο, λευκά παντελόνια και πολύχρωμα πουκάμισα σε χαβανέζικο στυλ, όλα αυτά σε πλήρη αντίστιξη προς την αισθητική του κοντομάνικου σαφάρι look των κυρίων, που κυριαρχούσε τα καλοκαίρια στα καθώς πρέπει παραθεριστικά μέρη, αν και υπήρχαν λίγοι που κατέφευγαν στη δροσιά ενός λευκού λινού και ενός παναμά.
Στα υπόλοιπα, τα πιο λαϊκά, συχνά το φανελάκι αποκαλυπτόμενο γινόταν καλοκαιρινό ένδυμα ή ένα κοντομάνικο πουκάμισο αρκούσε. Η αισθητική της οικονομικής ανέχειας το καλοκαίρι γινόταν πιο ορατή.
Ακριβώς από κάτω η σχολή θαλάσσιου σκι του Κασιδόκωστα, ο οποίος μας εντυπωσίαζε με τις θρυλικές βουτιές του από τα ψηλά βράχια της κλειστής Λίμνης, που εξ όσων μπορούσα να αντιληφθώ τις έκανε για τα μαργιόλικα μάτια της Μαίρης, της ζουμπουρλούς νταντάς (ο θεός να την κάνει) του κατά ένα χρόνο μεγαλύτερου ξαδέλφου μου.
Οι γονείς μας μας είχαν στείλει με την γκουβερναντα στο ξενοδοχείο Αίγλη, που βρισκόταν στο χώρο απέναντι από την Λίμνη της Βουλιαγμένης στο βράχο πάνω από τη θάλασσα. Αντίστοιχα και η Μαίρη πρόσεχε τον ξάδελφο μου, ευτυχώς όμως η γκουβερνάντα μας ήταν μυαλωμένη.
Αν και πάνω στη θάλασσα εντούτοις η Λίμνη ήταν που μας μάγευε. Καμία σχέση μες τη σημερινή οργάνωση του spa, ακόμα τότε οι γιαγιάδες πασαλειβόντουσαν με λάσπη και ξαπλώνανε στην όχθη μέχρις ότου αυτή ξεραθεί κι αυτές έμοιαζαν με αρμαντίλο ή αλλα εξωτικά ζώα.
Και σαν έμπαιναν στο νερό με το φουφουλωτό σκουφί εμείς κολυμπούσαμε κοντά τους πιτσιλώντας τες για να εισπράξουμε με τσιριχτή φωνή ένα μικρέ πήγαινε παραπέρα.
Ο ήχος που μου έρχεται στο νού απο το juke box της Λίμνης ήταν ενός τραγουδιού του Elvis απο την ταινία του «Διακοπές στο Ακαπούλκο» (Fun in Acapulco)
Ακόμα σήμερα το άκουσμα του τραγουδιού μου φέρνει στο στόμα τη μικτή γεύση από τη λαδερή τυρόπιτα και το γλυφό νερό της Λίμνης.
Ήταν ακόμα 1963.
Δύο χρονιές αργότερα, το 1965, είχα την πρώτη μου εμπειρία απο πολιτιστική αυτοδιαχείριση. Στο προαύλιο του γραφικού ναού της Αγίας Άννας στην Παροικία της Πάρου οργανώθηκε ένα πάρτυ με μοναδικό βοήθημα ένα φορητό πικ απ, που ανήκε στον κατά 7 έτη μεγαλύτερο αδελφό μου.
Θυμάμαι έντονα την ατμόσφαιρα, που είχε άλλωστε τη σφραγίδα της τόλμης, αφού όλα έπρεπε να γίνουν πριν το σούρουπο και να τελειώσουν μόλις σκοτείνιαζε για τα καλά, γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση υπήρχε ο κίνδυνος της εισβολής ανήσυχων γονέων, οι οποίοι μάλιστα δεν θα το είχαν σε τίποτε να ζητήσουν και τη συνδρομή των οργάνων της τάξεως προκειμένου να σταματήσουν «αι ακρότηται».
Τα σινγκλάκια ήσαν τα συνήθη. A casa di Irene Johnny Hallyday αλλά και το Teresa του Sergio Endrigo
Το κόστος όμως των μπαταριών ήταν σημαντικό μιας και τα πρώτα αυτά πικ απ τις κατανάλωναν γρήγορα, οι δε μπαταρίες κόστιζαν.
Έγινε ένας πρόχειρος έρανος προκειμένου να καλυφθεί το κόστος. Με άλλα λόγια από πολύ μικρός έμαθα ότι οποιοδήποτε πολιτιστικό γεγονός, διότι τέτοιο ήταν για εμάς, έχει κόστος και κάπως πρέπει να βγάλει τα λεφτά του. Αλήθεια, που δεκαετίες αργότερα οι δήμαρχοι δεν είχαν κατανοήσει, με αποτέλεσμα η καλοκαιρινή πολιτιστική (sic) ανάσα να φορτώνει με χρέη την Δημοτική Επιχείρηση Πολιτισμού, των Ανω Τζούτζουλων λόγου χάριν.
Την ίδια χρονιά ακούσαμε και το Satisfaction (I can’t get no …) των Rolling Stones ενώ το Φορτηγό ήταν καθ’οδόν.
Τα χρόνια της αθωότητας θα τέλειωναν σύντομα οι ήχοι μαζί τους και η μουσική θα αποκτούσαν βαρύ περιεχόμενο.
Μεγάλωσα μαζί με το τρανζίστορ, αν κι αυτό μπήκε στη ζωή μου εκεί γύρω λίγο πριν την Χούντα.
Μέχρι τότε το ραδιόφωνο ήταν συλλογικό οικογενειακό αγαθό. Ευτυχώς ο πατέρας ήταν μάλλον απόκοσμος και δεν τον θυμάμαι να κάθεται ποτέ μπροστά του. Ο ερχομός του τρανζίστορ μας έδωσε την δυνατότητα να έχουμε τη δική μας πρόσβαση στα ραδιοκύματα, μία πρωτόγνωρη αίσθηση χειραφέτησης και ελευθερίας του γούστου.
Το τρανζιστοράκι αναδεικνυόταν σε πολύτιμο εργαλείο εναντίον της πλήξης, κατέξοχήν το καλοκαίρι.
Τα παράσιτα των βραχέων, που ήσαν μία από τις δύο επιλογές που είχε ο χρήστης, ήσαν μηνύματα απο άλλους τόπους μακρινούς, ιδίως αν μέσα τους ξεχώριζες άλλες γλώσσες όπως Ιταλικά ή Αραβικά, που ήσαν και τα επικρατέστερα.
Τη «Φωνή της Αλήθειας» την αναζητήσαμε αργότερα πιο πολύ απο νάζι, όταν είχαμε μπεί στην εφηβεία για τα καλά και «μπλέξαμε» και μείς, όπως και δεκάδες άλλα παιδιά καλών οικογενειών. Ευτυχώς υπήρχε και η Deutsche Welle. Όταν μάλιστα η εξερεύνηση των βραχέων γινόταν πολλές φορές στο σκοτάδι κάποιο καλοκαιρινό βράδυ , η αίσθηση ότι ο κόσμος είναι μεγάλος και σε περιμένει κάποτε να τον ανακαλύψεις, λειτουργούσε σαν υπόσχεση και αφορμή για άλλες σκέψεις.
Απέναντι απο το σπίτι μας στην οδό Μαυροματαίων στο δυτικό τμήμα του Πεδίου του Άρεως, υπήρχε το περίφημο τότε Green Park
Ήταν ένα ζαχαροπλαστείο όπου το καλοκαίρι στον κήπο του λειτουργούσε ένα βαριετέ με δύο παραστάσεις. Ο κονφερασιέ τον οποίο πρόλαβα εγώ, ήταν ο Όμηρος Αθηναίος, ενώ πιο πάνω στο άλλο αναψυκτήριο το «Άλσος» απέναντι από την ΥΕΝΕΔ (Υπηρεσία Ενημέρωσεως Ενόπλων Δυνάμεων) κοντά στην Ευελπίδων κονφερασιέ ήταν ο Γιώργος Οικονομίδης
Το πρόγραμμα ήταν οτιδήποτε μπορούσε να εντυπωσιάσει τη στερημένη ματιά του μεταπολεμικού μικρομεσαίου, απο ζογκλέρ μέχρι ακροβάτες και εντυπωσιακές (μόνο λόγω των εξωτικών και αποκαλυπτικών κοστουμιών) χορεύτριες. Όπως πολύ εύστοχα είχε πει το Ελεύθερο Θέατρο στο «Και συ χτενίζεσαι» στο βασικό τραγούδι της επιθεώρησης του «Και συ χτενίζεσαι»(1973):
«Ενα δύο τρία στήθος, ένα δύο τρία μπούτι, ένα δύο τρία , αααα». Μόνο που τότε ήμαστε 10 χρόνια μετά και μάλλον βλέπαμε τα πράγματα με μια αποσταση, τοτε το λεγαμε Μπρεχτική αποστασιοποίηση. Ας είναι.
Το τραγούδι του φινάλε της παράστασης του Green Park ηχεί ακόμα στα αυτιά μου όπως και η κορνέτα του μαέστρου και κορνετίστα Σταύρου Ρουχωτά.
Απο τότε που γεννήθηκα μέχρι που φύγαμε για τα Βόρεια (προάστια φυσικά) έβλεπα τις παραστάσεις. Χρησιμοποιούσαμε και κυάλια, όχι αυτά τα κομψά του θεάτρου και της Όπερας, αλλά κάτι στρατιωτικά, Βουλγαρικό λάφυρο απο τους πολέμους του παπού Στάθη, στρατιωτικού γιατρού και επιτελικού αξιωματικού στους Βαλκανικούς.
Πλάϊ απο το Green Park προς την πλευρά του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου χωμένο μές τα δέντρα ήταν ένα night club το «Whisky a Go Go» που προφανώς είχε πάρει το όνομά του από τα ομώνυμα Αμερικάνικα. Οι ANIMALS προσέθεσαν στην μυθολογία του τίτλου με το τραγούδι τους Club a Go Go. Χωμένο μέσα στις συστάδες των δέντρων πυροδοτούσε τη φαντασία μας, ήμασταν ακόμα παιδιά του δημοτικού.
Μερικά χρόνια αργότερα κι έχοντας μπει στα μονοπάτια της στράτευσης αποστρέφαμε το βλέμμα θεωρώντας όλο αυτό τον κόσμο σαν μια πολιτιστική εκτροπή. Προς το τέλος της μεταπολίτευσης είδαμε το ροκ με άλλα μάτια. Ο μύθος του Woodstock λειτούργησε καθαρτικά.
Το 1967 έχει έρθει η Χούντα. Η λογοκρισία γίνεται αντιληπτή και στα ακούσματα. Το τρανζιστοράκι ηχεί διαφορετικά.
Πολύ γρήγορα μαθαίνουμε να μουρμουρίζουμε τη δική μας μουσική, οι δίσκοι του Θεοδωράκη αποκτούν άλλο νόημα και το ροκ έφερνε μια ύποτη για το καθεστώς ελευθεριότητα, παρόλο που παρέμεινε υπό επιτήρηση και διακριτικό έλεγχο, σύμφωνα με το σχεδιασμό του πανέξυπνου ιδεολογικού υπευθύνου, πρώην Κουτβιστή Γεωργαλά (Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής ή KΟΥTΒ στα ρωσικά).
Όταν δεν είμαστε στο νησί, οι Αθηναϊκές μας βραδιές μας έφερναν στην Φωκίωνος Νέγρη ή στα γύρω θερινά σινεμά όπως το Λουζιτάνια ή το Βοξ, που ευτυχώς υπάρχει ακόμα.
Αντηχεί ακόμα η μουσική από 2 θρυλικές ταινίες του 1968 . Η πρώτη ο Πάντσο Βίλλα με την εξαιρετική μουσική του Maurice Jarre. Με οριακά αποδεκτό πολιτικό μηνυμα για το καθεστώς, αλλά το άφησαν.
Η άλλη με μουσική του Ennio Morricone που εθιζόμαστε στη μουσικοί του χωρίς να τον γνωρίζουμε.
Το 1968 όμως, ήταν τότε που στις 13 Αυγούστου το βράδυ, κάνοντας τις διακοπές μας στην Πάρο, ακούσαμε απο το τρανζιστοράκι την απόπειρα του Αλέξανδρου Παναγούλη κατά του δικτάτορα Παπαδόπουλου.
Ξαφνικά το ραδιόφωνο έγινε μια πύλη σε έναν άλλο κόσμο πληροφορίας. Οι ξένοι σταθμοί δεν θα αργούσαν αν μπουν στη ζωή μας. Εν τω μεταξύ η απόπειρα της δολοφονίας μας μυούσε σε ένα κόσμο όπου η ανεμελιά ήταν σχεδόν «αμάρτημα», αν και ακόμα δεν είχαμε ωριμάσει πολιτικά, η δε ελληνική κοινωνία περνούσε το δικό της μήνα του μέλιτος με τη Χούντα.
Όταν γινόντουσαν μεταδόσεις φρικτών γεγονότων όπως η περιγραφή της γιορτής της πολεμικής αρετής των Ελλήνων απλά το κλείναμε.
Ευτυχώς ο αδελφός μου έπαιζε κιθάρα. Εγώ έδειξα από τότε το ταλέντο μου στα κρουστά μετατρέποντας ότιδήποτε είχε μορφή ηχείου σε τύμπανο.
Τα χρόνια όμως έτρεξαν γρήγορα και γέμισαν γεγονότα.
Και σιγά σιγά η μουσική αποκτούσε συγκεκριμένο περιεχόμενο περνώντας μας από την αίσθηση στην στράτευση και στα αποδεκτά μουσικά γούστα.
Αλλά εδώ αρχίζει μια άλλη ιστορία.