ΜΜΕ: παράθυρο με θέα

Γιώργος Σιακαντάρης 22 Μαϊ 2012

Ο αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Σταύρος Τσακυράκης δημοσίευσε (στα «ΝΕΑ» της 12ης Μαΐου) ένα σημαντικό άρθρο, που συζητήθηκε πολύ. Εκεί ο Τσακυράκης ασκούσε εξοντωτική κριτική στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα ΜΜΕ την πολιτική ως θέαμα. Γράφει ο καθηγητής: «Μην απορείτε για τη μεγάλη αντίφαση να θέλει ο κόσμος Ευρώπη και όχι Μνημόνιο. Αυτό ακριβώς προπαγανδίζεται δύο χρόνια τώρα από τη ραδιοτηλεόραση. Μην απορείτε γιατί ο κόσμος είναι τυφλωμένος από οργή και αγανάκτηση. Συνεχώς ακούει για «κατοχή», για «δωσίλογους» και «τοκογλύφους». Μην παραξενεύεστε που ο κόσμος δεν υποψιάζεται την καταστροφή που επέρχεται».

Αυτά τα λόγια ήταν ο ήχος μιας ευχάριστης βροχής που έπεσε σ’ ένα χωράφι έτοιμο να δεχτεί τον σπόρο της κριτικής του μιντιακού μας τοπίου. Φοβάμαι όμως πως η δαιμονοποίηση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου μπορεί να ακούγεται ευχάριστη, αλλά αποτελεί βήμα στη μονομερή αντιμετώπιση πολυσύνθετων κοινωνικών καταστάσεων. Αν ο υπεύθυνος για τον κυρίαρχο στην ελληνική κοινωνία ανορθολογισμό ήταν μόνο ένας παράγοντας, είτε αυτός λέγεται τηλεόραση και δελτίο των οκτώ είτε λέγεται πολιτικό και κομματικό σύστημα, ή ακόμη και απουσία της κατάλληλης παιδείας, τότε εύκολα θα μπορούσαν να ασκηθούν διορθωτικές πολιτικές.

Πολύ φοβάμαι όμως πως εδώ χρειάζεται να εφαρμόσουμε εκείνη την κοινωνιολογική μέθοδο, η οποία απαιτεί κάθε ένα ξεχωριστό φαινόμενο να εντάσσεται στο πλαίσιο των σχέσεών του με τα υπόλοιπα κοινωνικά υποσυστήματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάθε εξέταση του μιντιοκρατικού μας συστήματος, ανεξάρτητα από το πολιτικό σύστημα, το παραγωγικό μοντέλο, τις κυρίαρχες ιδεολογικές ορίζουσες, το εκπαιδευτικό σύστημα, τη διοικητική διάρθρωση και πολλές άλλες ακόμη κοινωνικές παραμέτρους, οδηγεί σε μονομερή συμπεράσματα. Οδηγεί σε υπερμεγέθυνση του ρόλου των ΜΜΕ και σε υποβάθμιση του ρόλου που ασκεί ο ηγεμονικός λόγος σε μια κοινωνία.

Η απόδοση του αναθέματος στους δημοσιογράφους και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας παράγει εύκολους εχθρούς και στόχους. Και αν το εκλεπτυσμένο άρθρο του Τσακυράκη έπεσε για να σβήσει τη δίψα ενός κατά τεκμήριο εκλεπτυσμένου και υψηλής πολιτισμικής στάθμης κοινού, το πρόβλημα γίνεται πιο οξύ αν το κοινό είναι ευεπίφορο σε μανιχαϊστικές ερμηνείες. Η δαιμονοποίηση των ΜΜΕ συνεπάγεται και αυτή των δημοσιογράφων – και αυτή η εξέλιξη αποτελεί πρόσφορο έδαφος για μια κοινή γνώμη που επιθυμεί να οργίζεται, αντί να σκέφτεται και να μαθαίνει, για μια κοινή γνώμη έτοιμη να πιει νερό από το ποτήρι που γράφει: «Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι».

Θα συμφωνήσω αν μου πείτε πως, σήμερα, στα ΜΜΕ κυριαρχούν η περιφρόνηση της επιχειρηματολογίας, η απλούστευση των κοινωνικών φαινομένων, ο παραγκωνισμός όσων τολμούν να σέβονται τον συνομιλητή τους και το πολυσύνθετο των φαινομένων. Τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα η τηλεόραση, μέμφονται τα πολιτικά κόμματα που δεν ανανεώνουν τις γραμμές τους, αλλά είναι τα ίδια που δεν ανανεώνουν τα πάνελ τους, καλώντας συνεχώς τους ίδιους μαϊντανούς που υπόσχονται θέαμα – και ακόμη, όταν καλούν κάποιους σοβαρούς ανθρώπους, φροντίζουν να δημιουργούν συνθήκες απαξίωσης του μετριοπαθούς λόγου. Από εδώ όμως, όσο το να ανακαλύπτει κανείς στα ΜΜΕ την αιτία του κακού, η απόσταση είναι τόσο μεγάλη όσο από την ιδέα για το κακό μέχρι το ίδιο το κακό. Γιατί τελικά τα ΜΜΕ δεν αποτελούν τον καθρέφτη μιας κοινωνίας, στον οποίο αυτή αντανακλάται, αλλά το παράθυρο με θέα από όπου η κοινωνία βλέπει τα «κατορθώματά» της.

Για τον δημόσιο διάλογο που έχουμε δεν φταίει η τηλεόραση, γιατί δεν τον παράγει αυτή αλλά, απλώς, τον αναπαράγει. Παραγωγός αυτού του διαλόγου είναι το πνεύμα του κυρίαρχου ανορθολογισμού. Τα ΜΜΕ διαθέτουν προς κατανάλωση διάλογο και προϊόντα που παράγει η κοινωνία εν συνόλω. Η τηλεόραση σπέρνει τους σπόρους της σε ένα έτοιμο ανορθολογικό χωράφι. Η υπέρβαση αυτής της κατάστασης προϋποθέτει πρωτίστως την κριτική της κοινωνίας – παραγωγού του ανορθολογισμού και δευτερευόντως της τηλεόρασης προμηθευτή του ανορθολογισμού αυτού. Η κριτική των ιδεών, και όχι του μέσου διάδοσής τους, είναι το μείζον.

Σε περιόδους κρίσεων δεν είναι εύκολο ο δημοσιογραφικός και επιστημονικός λόγος να αποφύγουν τις απλουστεύσεις. Πρώτος ο γράφων έχει συλλάβει τον εαυτό του να ολισθαίνει προς τέτοιες απλουστεύσεις. Χρειάζεται όμως να συνειδητοποιήσουμε πως ακόμη και αν ζούμε στην εποχή των like και των αναρτήσεων, το ζητούμενο παραμένει ο κριτικός λόγος των φαινομένων στην ολότητά τους και όχι στην αποσπασματική τους διάσταση.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Οι μεγάλες απουσίες» στις εκδ. Πόλις