Για μία ακόμη φορά, καταφέραμε να ευτελίσουμε δραστηριότητες που σε άλλες χώρες αποτελούν παραδείγματα και πρωτοποριακές πρακτικές. Φυσικά, ο λόγος περί των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, οι οποίες στην Ελληνική εκδοχή τους, κατήντησαν συνώνυμες της λαμογιάς, της αρπαχτής και της σκοτεινής διαπλοκής? δεδομένης και της γενικότερης τάσης της κοινωνίας να «τσουβαλιάζει», παρατηρώ με θλίψη να ισοπεδώνεται ένας σημαντικός και πολλαπλά χρήσιμος και λειτουργικός θεσμός της Κοινωνίας των Πολιτών.
.
Χρήσιμος γιατί συσπειρώνει και δραστηριοποιεί μονάδες της κοινωνίας με διάθεση προσφοράς, αλλά, που προτιμούν να τηρούν για δικούς τους λόγους αποστάσεις από άλλες μορφής συλλογικότητες, ή έχουν διάθεση προσφοράς σε τομείς ειδικότερων ενδιαφερόντων, π.χ. περιβάλλον κ.λπ. Επίσης, γιατί παρέχει μεγαλύτερη ευχέρεια στην καλλιέργεια θετικού κλίματος μεταξύ λαών, σε περιπτώσεις που οι επίσημες ηγεσίες των Κρατών δεν διαθέτουν –για οιονδήποτε λόγο-, την αντίστοιχη δυνατότητα. Ειδικότερα, αυτό το τελευταίο, επιχειρείται να ενοχοποιηθεί και πραγματικά δεν κατανοώ τους λόγους. Εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι το παράδειγμα οργανώσεων που υφίστανται σε άλλες χώρες και πράγματι, στην πράξη, αποδίδει σε κάθε κατεύθυνση –ανθρωπιστική και άλλη-, τα μέγιστα. Εξ αυτού, και η προβλεπόμενη, θεσμοθετημένη υποχρέωση των ανεπτυγμένων χωρών να καταβάλλουν ποσοστό του ΑΕΠ τους για την υποστήριξη τέτοιων δραστηριοτήτων.
.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα, για μια ακόμη φορά κάποιοι έστησαν «πάρτι» και κάθε καρυδιάς καρύδι, μάζευε την μαμά του, τον αδελφό του και την γυναίκα του, έστηνε μια ΜΚΟ και έβρισκε υπό τύπον συνεταίρου -εκόντος ή άκοντος- κακόβουλους ή στην καλύτερη εκδοχή αφελέστατους πολιτικούς και διασπάθιζαν το δημόσιο χρήμα. Εργαζόμενος επί μακρόν και σε πολλές χώρες (Ιράκ, Αλβανία, πρ. Γιουγκοσλαβία κ.ά.) ως μέλος αποστολών on the field, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω τις διαφορές στην Ελληνική και Διεθνή εκδοχή των ΜΚΟ. Εννοείται ούτε λόγος σύγκρισης. . . Καμία πολιτική ηγεσία δεν πέτυχε και αυτό αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, να θέσει ένα σοβαρό και ορθολογικό θεσμικό πλαίσιο για την λειτουργία των ΜΚΟ στην Ελλάδα. Ποια όμως, είναι τα πραγματικά ζητήματα που προκύπτουν και σε τι συνίσταται το προβληματικό σημείο στο πλαίσιο;
.
Προ κάθε άλλης προτάσεως επί των όρων και συνθηκών χρηματοδότησης, αν κάποιος θέλει να θέσει σοβαρά το ζήτημα, το πρώτο που πρέπει να απασχολήσει, είναι η νομιμοποιητική βάση του εκάστοτε οργανισμού και όχι η ταμειακή του δυνατότητα σε πρώτο λόγο. Δηλαδή, ποια είναι η δυνατότητά του να συσπειρώνει στις δράσεις του πολίτες και να τους εμπνέει, να τους κινητοποιεί ώστε να μετέχουν στις δραστηριότητες τις οποίες αναπτύσσει. Αυτό, διότι μπορεί να συγκροτήσει κάποιος μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, να διαθέτει με όποιον τρόπο την δυνατότητα να εμφανίζει τυπικά ένα ποσό σε λογαριασμό τραπέζης, ενώ, ουσιαστικά να μην έχει καμία εμβέλεια ή απήχηση στην κοινωνία.
.
Το επόμενο σημείο αφορά στην αυτή καθ’ αυτή την αιτία συγκρότησης και αντικειμένου του κάθε οργανισμού, καθώς και το περιβάλλον αναφοράς του. Αυτό πρέπει να είναι συμβατό και με τις διεθνείς στοχεύσεις, καθώς και με εθνικές προσδοκίες. Επομένως, το επόμενο σημείο αφορά την συνολικότερη δυνατότητα της χώρας να σχεδιάζει στρατηγικά και να αξιοποιεί τις δυνάμεις και ανθρώπινους πόρους στην κατεύθυνση των επιλογών και στοχεύσεων, ακόμη και αν οι επιλογές αυτές δεν συνδέονται με άμεσα εθνικά ενδιαφέροντα, αλλά, συνεπικουρούν τον Ευρωπαϊκό ή Διεθνή σχεδιασμό, υποχρέωση και σκοπιμότητα που απορρέουν από την πραγματικότητα που φέρει την χώρα μας ως ενεργό και ουσιαστικού ρόλου μέλος της ΕΕ και της Διεθνούς κοινότητας.
.
Τέλος, το ουσιαστικότερο πρόβλημα αφορά στον ασκούμενο έλεγχο διάθεσης των χρημάτων και τον πραγματικό έλεγχο δαπανών. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει σοβαρός και πλήρως τεκμηριωμένος έλεγχος, αν δεν υπάρχει επιτόπιο κλιμάκιο των κρατικών υπηρεσιών στις χώρες αποδέκτες προγραμμάτων. Ούτε οι Διπλωματικές και Προξενικές Αρχές μπορούν να εξυπηρετήσουν ακριβώς, τον ρόλο αυτό, ούτε κάποιος γραφειοκράτης στην Βασιλίσσης Σοφίας ή σε όποια υπηρεσία των Αθηνών. Δεδομένου ότι οι χώρες αποδέκτες είναι εστίες κρίσεως -ενόπλων αντιπαραθέσεων, ολοκληρωτικών φυσικών καταστροφών κ.λπ.-, είναι ευνόητη η δυσχέρεια διακριβώσεως της αυθεντικότητος ή και αυτής της αληθείας των παραστατικών των δαπανών. Αν κάποιος θέλει να λειτουργήσει εκτός ορίων νομιμότητας είναι εύκολο να το πράξει. Πρέπει λοιπόν, αφ’ ενός να υπάρχει αποστολή υπηρεσιακών, εξειδικευμένων ελεγκτών επιτοπίως κατά τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (σε κάθε χώρα υπάρχει κλιμάκιο της ECHO-European Aid office ή των Ηνωμένων Εθνών τα οποία συγκροτούν αποστολές ελέγχου και σχεδιασμού), αφ’ ετέρου είναι καιρός να σπάσει το taboo περί επαγγελματικών στελεχών στις οργανώσεις αυτές, γιατί μόνο κάποιος εξειδικευμένος στο αντικείμενο μπορεί να φέρει αποτέλεσμα και παραλλήλως να διαθέτει γνώση δεοντολογίας ώστε να αναλαμβάνει και ευθύνη απέναντι στην οργάνωσή του και τους δωρητές της, εν κατακλείδι, στους πολίτες της χώρας που τον εντέλουν να υλοποιήσει το εκάστοτε πρόγραμμα είτε αυτό είναι επείγουσας ανθρωπιστικής είτε αναπτυξιακής βοήθειας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οριοθετείται και η αμετροέπεια ή ασυδοσία των αμέσων εντολέων του, δηλαδή της διοίκησης του κάθε Μ.Κ. οργανισμού.
.
Αυτό δεν είναι καινοφανές, είναι πρακτική που εφαρμόζεται από όλες τις διεθνείς και σοβαρές ΜΚΟ ή με διεθνή αναφορά (Γιατροί του Κόσμου, Γιατροί χωρίς Σύνορα, OXFAM, Action Against Hunger κ.λπ.) Η ανθρωπιστική προσφορά και αξίες, προφανώς και δεν πρέπει να εκκινούν και να υπηρετούνται από κερδοσκοπικά κίνητρα, πλην όμως, όταν διατίθενται εκατομμύρια ευρώ για τους σκοπούς αυτούς –και πολύ καλώς γίνεται αυτό- δεν πρέπει να αφήνονται στην διαχείριση είτε «καλών» ανθρώπων είτε προσώπων με άγνοια του αντικειμένου.
.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ισοπεδώνεται η προσφορά και το έργο οργανώσεων και ανθρώπων που με ανιδιοτέλεια προσέφεραν και προσφέρουν εντός και εκτός συνόρων της χώρας, ούτε όμως και να αφήνονται ασύδοτοι κάποιοι να λεηλατούν το δημόσιο χρήμα. Προφανώς και υπάρχει πρόβλημα με το πλαίσιο, αλλά αυτό, δεν πρέπει να οδηγήσει σε πρακτικές «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι», αλλά, να γίνει αφορμή σοβαρού και ουσιαστικού διαλόγου στον οποίο θα κληθούν να μετάσχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι δημόσιοι και μη φορείς, αλλά και πρόσωπα που έχουν την εμπειρία της λειτουργίας αυτών των οργανώσεων στο πεδίο εφαρμογής.