Στην πρόσφατη ψηφοφορία για τον εκλογικό νόμο ο Κυριάκος Μητσοτάκης πέτυχε μια σημαντική νίκη, αν και το σωστό θα ήταν ότι απέφυγε μια πρώιμη ήττα: οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με το σημερινό σύστημα του μπόνους των 50 εδρών.
Αν ίσχυε η απλή αναλογική, οι πιθανότητες να σχημάτιζε κυβέρνηση μετά τις επόμενες εκλογές θα ήταν μηδαμινές. Έστω κι έτσι όμως, αν η ΝΔ βγει πρώτο κόμμα, ο σχηματισμός κυβέρνησης προϋποθέτει είτε ότι θα έχει αυτοδυναμία είτε ότι θα συνεργαστεί με την κεντροαριστερά.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι εύκολο και ο κ. Μητσοτάκης κινδυνεύει να είναι ο πρωθυπουργός που δεν έγινε ποτέ. Μια παρένθεση, όπως κάποιοι τον θέλουν, στη λίστα των αρχηγών της ΝΔ.
Πρόβλημά του, θα πουν ορισμένοι. Για τη χώρα, ωστόσο, το ζητούμενο είναι να απαλλαγεί από τις αλλοπρόσαλλες πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό είναι πρόβλημα όλων όσοι πιστεύουν ότι ο κίνδυνος του Grexit δεν έχει περάσει και ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλει ούτε μπορεί να υπηρετήσει ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Για τις δυνάμεις αυτές η πιο λογική λύση μετά τις επόμενες εκλογές είναι μια συνεργασία των κομμάτων που αντιπολιτεύονται τον ΣΥΡΙΖΑ από φιλοευρωπαϊκή σκοπιά, δηλαδή της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού.
Παρά τις πολιτικές τους διαφορές, αλλά και τις αμαρτίες που κουβαλούν, είναι τα μόνα κόμματα που θα μπορούσαν να υλοποιήσουν ένα αξιόπιστο πρόγραμμα προσέλκυσης επενδύσεων, ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Χωρίς αυτά, όλοι γνωρίζουμε ότι η οικονομία είναι καταδικασμένησε ένα φαύλο κύκλο λιτότητας και περικοπών με κατάληξη την έξοδο από το ευρώ.
Μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας αντιθέτως, όπως αυτή που προτείνει το ΠΑΣΟΚ, θα ήταν συνταγή ακυβερνησίας, μια διαρκής διελκυστίνδα που θα οδηγούσε σε παραλυτική αδράνεια την οικονομική πολιτική.
Τη μια μέρα θα δινόταν μάχη να μην ανακηρυχτεί αρχαιολογικός χώρος το Ελληνικό και την επόμενη οι κλαίοντες υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ θα έκαναν επερώτηση στον εαυτό τους αναζητώντας προσχήματα αριστεροσύνης.
Το πρόβλημα είναι ότι η προοπτική συνεργασίας της ΝΔ με την κεντροαριστερά είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η εμπειρία και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη έχει δείξει ότι σε τέτοια κυβερνητικά σχήματα ο μικρός εταίρος συνήθως βγαίνει χαμένος.
Η συνύπαρξη άλλωστε της σοσιαλδημοκρατίας με τα συντηρητικά κόμματα έχει ανοίξει τον δρόμο στον λαϊκισμό και έχει οδηγήσει σε συνολική ιδεολογική και πολιτική υποχώρηση τον χώρο της κεντροαριστεράς.
Στο ΠΑΣΟΚ το γνωρίζουν. Και παρακολουθούν με εξαιρετικό ενδιαφέρον και τις εξελίξεις στην Ισπανία όπου η άρνηση των σοσιαλιστών να συνεργαστούν με τον Ραχόι όχι μόνο δεν τους έβλαψε αλλά αντίθετα ανέβασαν και την εκλογική τους δύναμη.
Με τα σημερινά δεδομένα, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιο ότι η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ θα κάνει ότι μπορεί για να αποφύγει την συνεργασία. Γνωρίζει άλλωστε ότι μετά από δεύτερες εκλογές, αυτή τη φορά με απλή αναλογική, θα γίνει ουσιαστικά ισότιμος παίκτης με ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Δεν θα αφήσει να πάει χαμένη η ευκαιρία.
Είναι εξαιρετικά αμφίβολο, ωστόσο, ότι τους προβληματισμούς αυτούς τους συμμερίζεται το σύνολο των ψηφοφόρων της κεντροαριστεράς.
Αντιθέτως, είναι βέβαιο ότι μια σημαντική μερίδα, ίσως η πλειοψηφία, θεωρεί ως πρώτη προτεραιότητα την ανάγκη να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ και θεωρεί αδιανόητη κάθε συνεργασία μαζί του.
Πολλοί θα προτιμήσουν μάλιστα να ψηφίσουν Μητσοτάκη, αν θεωρήσουν ότι το ΠΑΣΟΚ πάει να ανοίξει την πόρτα της κυβερνητικής συνεργασίας στον ΣΥΡΙΖΑ δια της απλής αναλογικής.
Αυτούς ακριβώς τους ψηφοφόρους φοβήθηκε η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ και δεν ψήφισε την απλή αναλογική. Παρά το ότι καταψήφισε όμως την πρόταση του κ. Τσίπρα, στην ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ γνωρίζουν ότι είναι σε θέση να επιβάλουν διπλές εκλογές, τις δεύτερες με απλή αναλογική.
Το μόνο που μπορεί να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη είναι να φοβηθούν και πάλι την οργή των μελών και των φίλων που δεν θέλουν σε καμία περίπτωση συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Για να ακουστούν, ωστόσο, από την ηγεσία ή πολύ περισσότερο για να εκδηλώσουν ενεργά την αντίθεσή τους στα σενάρια της πίσω πόρτας, η υπόθεση της συνεργασίας πρέπει να αρχίζει να προωθείται από σήμερα. Στις εκλογές θα είναι αργά.
Να το πούμε διαφορετικά: αν ο κ. Μητσοτάκης θέλει να δημιουργήσει μια κυβερνητική πλειοψηφία, με ή χωρίς αυτοδυναμία, θα πρέπει να πάψει να βλέπει τον ρόλο του απλώς σαν αρχηγού της ΝΔ και να επιδιώξει την δημιουργία ενός μετώπου μεταρρυθμιστικών δυνάμεων με ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές αναφορές.
Μόνο έτσι έχει ελπίδες να ανατρέψει ένα πολιτικό σκηνικό όπου διάφορες δυνάμεις μοιάζει να συνωμοτούν όχι μόνο για την δική του εξουδετέρωση αλλά και για την παράταση της μιζέριας και της πολιτικής αβεβαιότητας.
Δεν θα είναι εύκολο καταρχάς για τον ίδιο. Δίκαια ή άδικα έχει δημιουργήσει το προφίλ ενός σκληρού νεοφιλελεύθερου διευκολύνοντας όσους θέλουν να αποκλείσουν την συνεργασία μαζί του.
Για να γίνει αποδεκτός από τον κόσμο της κεντροαριστεράς δεν αρκούν οι περιοδείες στις λαϊκές γειτονιές. Χρειάζονται συγκεκριμένες πολιτικές που θα αναγνωρίζουν την ευρύτητα του μετώπου.
Η επανάληψη της κυβέρνησης Σαμαρά- Βενιζέλου όπου το ΠΑΣΟΚ συνεθλίβη, χωρίς μάλιστα να υπάρχουν οι συνθήκες που την κατέστησαν αναγκαία, δεν πρόκειται να πείσει κανέναν. Ούτε τους πιο συνεπείς ευρωπαϊστές.
Όμως οι πραγματικά μεγάλες δυσκολίες βρίσκονται στο κόμμα του κ. Μητσοτάκη και στα βαρίδια που κουβαλά. Η πρόσφατη περίπτωση της δίωξης του επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Ο κ. Μητσοτάκης, για να μην θίξει την καραμανλική του πτέρυγα, έδειξε ότι βρίσκεται σε ομηρία και ουσιαστικά τήρησε στάση ανοχής απέναντι στην πιο παράλογη και ακραία συνωμοσιολογία του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ.
Έτσι όμως δεν θα πείσει κανέναν ότι είναι διατεθειμένος να κάνει την υπέρβαση που απαιτείται.
Προφανώς οφείλει να τηρεί κάποιες εσωκομματικές ισορροπίες. Τηρώντας μόνο ισορροπίες όμως μπορεί να ικανοποιήσει τους καραμανλικους, να έχει την στήριξη των σαμαρικών, κινδυνεύει όμως να οδηγηθεί ο ίδιος αλλά και η χώρα σε αδιέξοδο.