Η ικανότητα μιας ηγεσίας στην αντιμετώπιση μιας μείζονος εθνικής κρίσης και η αποτελεσματικότητα μιας κυβέρνησης και μιας διοίκησης να την διαχειριστεί, αποτελούν ούτως ή άλλως έναν άλλο δρόμο, που δυστυχώς δεν ευτυχήσαμε μέχρι σήμερα να έχουμε!
Είχα την «τύχη» πριν από λίγες ημέρες να ακούσω μια ομιλία ενός εν ενεργεία πολιτικού. Εκεί λοιπόν παρακολούθησα την αξιοπρόσεκτη προσπάθειά του, με την οποία επιχείρησε, μεταξύ άλλων, να κάνει και μια αναδρομή για το πώς φθάσαμε εδώ που φθάσαμε… Αν και μετά από τόσα χρόνια, έχω αποκτήσει μια σχετική «ανοσία» στους «κινδύνους» στους οποίους εκτίθεται το μυαλό σου, παρακολουθώντας τυπικές πολιτικές ομιλίες Ελλήνων πολιτικών, ομολογώ πως και σε αυτήν την περίπτωση και παρά την καλή μου διάθεση και τις περί του αντιθέτου ελπίδες μου, δεν κατάφερα να αποφύγω μια σχετική ζημιά!
Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός πως, ακόμη και σήμερα, μετά από όλα αυτά που έχουν συμβεί, οι πολιτικοί στην Ελλάδα εξακολουθούν και επιμένουν να μην επικοινωνούν πλήρως με την πραγματικότητα ή για την ακρίβεια, να συνεχίζουν να έχουν στο μυαλό τους και να φαντασιώνονται τη δική τους πραγματικότητα, τη δική τους αλήθεια! Και όταν αυτή δεν ταιριάζει με την άλλη, την δική μας, τότε τόσο το χειρότερο για εμάς και γι’ αυτήν… Αλλιώς δεν εξηγείται ότι εξακολουθούν να εκφωνούν έναν πολιτικό λόγο που κυρίως περιέχει μισές αλήθειες…
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να σου λένε ότι η επιλογή των μνημονίων και της «υπαγωγής» στο ΔΝΤ και στην τρόικα, ήταν ένας μονόδρομος που μας επιβλήθηκε, πράγμα που βέβαια είναι αλήθεια – αλλά η μισή αλήθεια και να μην αναδεικνύουν το γεγονός ότι μέχρι να φθάσουμε έως εκεί, προηγήθηκε και μεσολάβησε ένα ικανό χρονικό διάστημα. Μια πεντάμηνη περίοδος πλήρους αφασίας, λανθασμένων επιλογών, χειρισμών και μοιραίων παραλήψεων, ερασιτεχνικής διαχείρισης υπό το κράτος πανικού, απρονοησίας να δανειστούν εγκαίρως όταν ακόμη μπορούσαν και στη συνέχεια, απίστευτα ανεύθυνων – βλακωδών – δηλώσεων και ενεργειών, που προκάλεσαν σε μεγάλο βαθμό και πάντως πριν την ώρα της, τον αποκλεισμό της εθνικής οικονομίας από τις αγορές αλλά και τον άμεσο εκπατρισμό δεκάδων δισεκατομμυρίων από τις καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες.
Δεν μπορεί να αναδεικνύεις -και πολύ σωστά- ότι οι συσχετισμοί δυνάμεων στην Ευρώπη είναι αρνητικοί και πως τα τελευταία χρόνια κυριαρχούν πλήρως νεοφιλελεύθερες, μονεταριστικές πολιτικές και οικονομικές πρακτικές – και να μην κατονομάζεις αυτές τις χώρες, αυτές τις κυβερνήσεις, αυτούς τους ευρωπαίους πολιτικούς, να μην ανοίγεις πολιτικό μέτωπο μαζί τους. Πώς θα αλλάξουν δηλαδή οι συσχετισμοί, διά μαγείας; Nα μην κάνεις ευρύτερα γνωστό, για παράδειγμα, ότι είναι η Γερμανία η οποία επωφελήθηκε από την κρίση στον Ευρωπαϊκό Νότο, που ωφελήθηκε (για την ακρίβεια σώθηκε από χρεοκοπία μετά την ενοποίησή της) από την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, με «την ευγενική χορηγία» των χωρών του Νότου. Και πως την ώρα της κρίσης, αντί να ανταποδώσει την τεράστια «βοήθεια» που είχε λάβει, είδε την κρίση σαν ευκαιρία να επιβληθεί σε όλη την Ένωση και σε όλους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και να γεμίσει και την άλλη τσέπη, να ξαναβγάλει δηλαδή κέρδος από τις ζημιές του Νότου!
Όταν λες πως οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές δυνάμεις που τις στηρίζουν, στις οποίες έλαχε να διαχειριστούν την κρίση στις ευρωπαϊκές χώρες, που οι οικονομίες τους κατέρρευσαν ή καταρρέουν, είναι ουσιαστικά, θύματα ενός «ιστορικού ατυχήματος», πράγμα αληθές – κατά το μισό – πρέπει να πεις και το άλλο μισό. Που είναι το γεγονός ότι ένα ολόκληρο μοντέλο ανάπτυξης φαίνεται να ξεπέρασε τα όριά του και πως η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, όπως την γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια, απέτυχε να προτείνει και να υλοποιήσει ένα πολιτικό – οικονομικό και κοινωνικό σχέδιο, στον μεταδιπολικό κόσμο, διαφορετικό από αυτό των συντηρητικών. Και συνεπώς όλοι μαζί και των σοσιαλδημοκρατών συμπεριλαμβανομένων, δεν είναι μόνο «θύματα», αλλά κυρίως θύτες των λαών τους, στα πλαίσια του «ιστορικού αυτού ατυχήματος»! Επιπροσθέτως, είσαι υποχρεωμένος, αν θέλεις να γίνεις πειστικός, να καταδείξεις επαρκώς, ειδικά για την περίπτωσή της χώρας μας, πως η άρχουσα πολιτική ελίτ είναι αυτή, που με την απρονοησία της, το όργιο του πελατειακού κομματικού κράτους, τη συνδιαλλαγή της με μικρά και μεγάλα συμφέροντα και κάθε είδους κρατικοδίαιτες συντεχνίες, είναι αυτή σε κάθε περίπτωση η κύρια υπεύθυνη για την καταστροφή και συνεπώς δεν είναι αξιόπιστη, δεν μπορεί και δεν δικαιούται να ηγηθεί της αναγέννησης του τόπου.
Δεν μπορεί ακόμη να ισχυρίζεσαι ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την «έξοδο», όταν είναι γνωστό ότι ακόμη και στα πλαίσια των μνημονιακών προγραμμάτων υπήρχαν άλλοι δρόμοι και παράδρομοι και τα τρία τελευταία χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις (παρά τον πόνο τους), φάνηκαν ανίκανες και απρόθυμες να πραγματοποιήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Υπήρξαν εξαιρετικά αποτελεσματικές στις περικοπές μισθών και συντάξεων και στην επιβολή, ξανά και ξανά, φόρων στα μεσαία στρώματα και στην μικρή και μεσαία ιδιοκτησία. Αλλά δεν πραγματοποίησαν ούτε μία ιδιωτικοποίηση δημόσιου οργανισμού (των προβληματικών και ζημιογόνων), δεν συγκρούστηκαν ή υποχώρησαν στις προνομιούχες συντεχνίες και ενώ στον ιδιωτικό τομέα πραγματοποιήθηκε μια πραγματική σφαγή, με 1.000.000 νέους ανέργους, δεν έγινε ούτε μία απόλυση από τους κομματικά αδιαφανώς διορισμένους δημοσίους υπαλλήλους, ούτε καν από αυτούς που είχαν πειθαρχικά ή ποινικά παραπτώματα.
Είναι θετικό το γεγονός ότι ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού προσωπικού αποφάσισε εδώ και έναν χρόνο, να επανέλθει στη γήινη πραγματικότητα, επειδή εν μέσω καταιγιστικών πολιτικών εξελίξεων, είδε το «φως το αληθινό» και είπε αυτό πλέον να αναλάβει τη σωτηρία της χώρας, πράγμα το οποίο εγένετο, μετά από δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά αυτό φυσικά είναι η μισή αλήθεια! Γιατί η άλλη μισή είναι ότι πάντοτε είχε, φυσικά, γνώση της τραγικότητας της κατάστασης, την οποία αυτό το ίδιο πολιτικό προσωπικό είχε σε μεγάλο βαθμό δημιουργήσει πριν από λίγα χρόνια, με εκείνη τη «νέα διακυβέρνηση»! Και ότι για το χρονικό διάστημα που ήταν εκ των πραγμάτων τοποθετημένο, λόγω πολιτικών συσχετισμών στην αξιωματική αντιπολίτευση, όλη αυτή η δεξιά και ακροδεξιά νομεκλατούρα, ακολούθησε μαζί με άλλους «αριστερούς ψάλτες», την πιο τυφλή, ανεύθυνη και λαϊκίστικη αντιπολιτευτική τακτική που έχει γνωρίσει ποτέ η χώρα, «κοροϊδεύοντας την κοινωνία», γεγονός που σήμερα πληρώνουμε όλοι μας με τον λαϊκισμό και τον φασισμό να έχουν πάρει πλέον τρομακτικές και απειλητικές διαστάσεις. Και δεν αισθάνθηκαν οι αφιλότιμοι την ανάγκη, ούτε για μια στιγμή, να δώσουν κάποιες εξηγήσεις για το πώς, από την «τραγιάσκα» του πόπολο, βρέθηκαν στα γρήγορα να φορούν τα «ημίψηλα» των ευρωπαϊκών σαλονιών!
Ναι, είναι αλήθεια ότι με την εκταμίευση της πολυπόθητης δόσης, της λεγόμενης και «μαμούθ», σώθηκε την τελευταία στιγμή η παρτίδα και άνοιξε ένας κάποιος δρόμος, ο οποίος υπό προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσει ως μια νέα αρχή. Αυτή είναι όμως και πάλι η μισή αλήθεια, γιατί η άλλη μισή είναι πως για να την πάρουμε, δώσαμε «γην και ύδωρ», «ζωστήκαμε με εκρηκτικά» παίρνοντας μέτρα που θα συντηρήσουν την ύφεση και θα μεγαλώσουν την ανεργία. Μέτρα που πολύ δύσκολα μπορεί να αντέξει κατά την περίοδο εφαρμογής τους η ελληνική κοινωνία. Ενώ αναλάβαμε, για μια ακόμη φορά, δεσμεύσεις τις οποίες είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουμε να υλοποιήσουμε και αν τελικά το αναποτελεσματικό κράτος, η διαλυμένη δημόσια διοίκηση και το αναξιόπιστο και υπό κατάρρευση πολιτικό σύστημα, θα αντέξει στην πίεση και τις «κακουχίες» αυτής της διαδρομής.
Μπορεί η πορεία να είναι μονόδρομος, όμως αυτό δεν σημαίνει και πως ο προορισμός είναι απαραίτητα σωστός. Και όσο δεν περιγράφεις αληθώς και με ευθύτητα την δύσβατη και αβέβαιη πορεία, δεν παίρνεις «νερό για το δρόμο» και δεν αναζητάς εν τω μεταξύ και εναλλακτικούς προορισμούς, τότε είναι σχεδόν βέβαιη και προδιαγεγραμμένη η κατάληξη…