Κριτικές σημειώσεις του Αντώνη Γκόλτσου, Αίγινα, Ιούνιος 2016.
- Απλά, εντυπωσιακό!
-
Aντώνης Γκόλτσος
Μία παρένθεση, εδώ: Μη σας ξαφνιάζει η συγκατοίκηση παιδικής λογοτεχνίας και αστυνομικής λογοτεχνίας, στην ίδια πέννα. Ο Δημήτρης Μαμαλούκας -εκ των επωνύμων της σύγχρονης ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας- είναι και εξαιρετικός “παιδικός” λογοτέχνης. Ο Νορβηγός Jo Nesbo είναι ένα άλλο καλό παράδειγμα παραδειγματικής “παιδικής» και “αστυνομικής” γραφής. Όπως, εξάλλου, και ο Σουηδός Henning Mankell.
- Αλλά, στη συγκατοίκηση παιδικής και αστυνομικής λογοτεχνίας, στην περίπτωση της Μιράντας, θα επανέλθω.
- Θέλω, πριν εστιάσουμε στην ιστορία του κυρίου Ανανία, να πω δυο λόγια για το βιβλίο. Για το σώμα του βιβλίου.
- Πρόκειται για μία θαυμάσια έκδοση και θα πρέπει, πιστεύω, να τύχουν συγχαρητηρίων οι εκδόσεις “Πικραμένος”, για την πολύ προσεγμένη τους έκδοση. Εξαιρετικό χαρτί, εξαιρετικό όσο και πρωτότυπο το εξώφυλλο του Μιχάλη Σιγάλα.
- Όμως, το κρίσιμο στοιχείο στην έκδοση είναι η παρουσία του Γιάννη Γαλανόπουλου, στην Επιμέλεια του κειμένου. Και επειδή έχω εξαιρετικά πρόσφατη την προσωπική μου εμπειρία συνεργασίας με τον Γιάννη Γαλανόπουλο, μπορώ να ισχυρισθώ, μετά λόγου γνώσεως, ότι ο Γαλανόπουλος-Επιμελητής, συνιστά εγγύηση, για ένα άψογο κείμενο. Ξεκίνησα, λοιπόν, την ανάγνωση προεξοφλώντας πως δεν θα σκόνταφτα στην όποια γλωσσική ατέλεια θα είχε διαφύγει της Μιράντας. Και αυτό είναι, σας διαβεβαιώ, κάτι πολύ σημαντικό, ήδη!
- Συνεχίζοντας, προλογικά, θα ήθελα να πω δυο λέξεις, σχετικές με το είδος που αποκαλούμε “Αστυνομική Λογοτεχνία”. Και δεν θα διαθέσω χρόνο αναζητώντας τις ρίζες του είδους, ούτε να εντρυφήσω στο κατά πόσο θα πρέπει αυτές να αναζητηθούν στα “Εγκλήματα της οδού Μοργκ” του Edgar Allan Poe (στα μέσα του 19ου αιώνα) ή, πολλούς αιώνες ενωρίτερα, στον “Οιδίποδα Τύραννο”, του Σοφοκλή. Δεν θα επιχειρήσω, καν, να αναφερθώ στο τι συνιστά τον ορισμό της Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Απλά, θα αναφερθώ στο γεγονός ότι στη Λέσχη Αστυνομικής Λογοτεχνίας του Μεταίχμιο, μετά από 9 χρόνια, 107 μηνιαίες Συναντήσεις, πάνω από 160 βιβλία και 1200 σελίδες κριτικών σημειώσεων, αδυνατούμε να συμπεράνουμε, σχετικά με το τι συνιστά Αστυνομική Λογοτεχνία. Μπορούμε να το συζητήσουμε αργότερα, αν θέλετε.
- Μεταξύ των Σχολών, εθνικών ή υφολογικών, μεταξύ συγγραφέων, αντιθετικών έως αμοιβαία αποκλειόμενων, ας δεχθούμε, έτσι, για την ευχέρεια της συζήτησης, ότι ένα “αστυνομικό” κείμενο, θα πρέπει να περιέχει τουλάχιστον έναν φόνο. Τώρα, ο ένας φόνος θα πρέπει να διαπράττεται μέσα σε ένα πρεσβυτέριο, a la P. D. James; ή οι δέκα πέντε φόνοι να κατακλύζουν τα πεζοδρόμια, σύμφωνα με τις επιταγές των μεγάλων Αμερικανών του hardboiled, των ετών ’20, ’30 και ’40; Αυτό δεν έχει σημασία, αρκεί να υπάρχει ένας ή περισσότεροι φόνοι.
- Και τέτοιος φόνος, στις “4 εποχές του κυρίου Ανανία”, υπάρχει. Και πρόκειται για έναν περίεργο φόνο.
- Ένας άνδρας βρίσκεται νεκρός σε μία παραλία της Πάτρας. Αντιγράφω από το κείμενο της Μιράντας: “Ήταν ξαπλωμένος σε μια αδέσποτη, τελείως ξεχαρβαλωμένη, άσπρη πλαστική ξαπλώστρα. Τα χέρια του ήταν στις τσέπες του παντελονιού και κοίταζε με τρόμο τη θάλασσα. Ή όχι; Φορούσε ένα τζιν που θα μπορούσε να το έχει αγοράσει από τη λαϊκή κι από πάνω ένα φούτερ μαύρο, απλό. Μπουφάν λαδί με κουκούλα, και γουνάκι μπεζ από μέσα. Φτηνά ρούχα. Παπούτσια μποτάκια, κίτρινα, ορειβατικά. Ξεπερασμένη μόδα”.
- Και κάτι ακόμα: Το θύμα είχε στραγγαλισθεί, αλλά και χτυπηθεί άγρια. Και για να δυσκολέψει περαιτέρω το παζλ: Στο μέτωπο του θύματος, γραμμένη με ένα μαύρο γυναικείο μολύβι των ματιών, μία λέξη, στα αραβικά.
- Στα αραβικά, άρα μία εγγραφή που θα στείλει την υπόθεση πακέτο στην Αθήνα και στον υπεύθυνο Επιθεωρητή της Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής, Γιώργο Παπαδόπουλο. Δεν ξέρω αν το όνομα προσφέρεται σε συνειρμούς, αλλά ΑΥΤΟΣ ο Γιώργος Παπαδόπουλος είναι αρκετά εκκεντρικός. Τον ενοχλεί η υγρασία, τον ενοχλεί η ζέστη, έχει μόνιμη συντροφιά την αϋπνία, τον βοηθό του Αλέξη Αλεξάκη σε καταστροφική εγρήγορση, τον Χατζάκη, Αρχηγό της Αστυνομίας σε διαρκή έξαρση των νεύρων και μία μητέρα, Ελληνίδα μάνα, από ιδρύσεως και για τα περίπου 40 χρόνια της ηλικίας του Επιθεωρητή. Υπάρχει κάποιος ή κάτι, που κάνει ευτυχισμένο τον Παπαδόπουλο; Ακούστε: Στην Αστυνομική Λογοτεχνία, δεν υπάρχουν προηγούμενα ευτυχισμένων ανθρώπων. Και δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ευτυχισμένος Επιθεωρητής. Με πιθανή εξαίρεση τον Επιθεωρητή Μαιγκρέ, που, τουλάχιστον, δεν είναι δυστυχισμένος. Αλλά και -προσοχή εδώ- ο Σιμενόν δεν θεωρείται αστυνομικός συγγραφέας. Μπορούμε να το συζητήσουμε και αυτό αργότερα, εάν θέλετε.
- Ο Παπαδόπουλος, αμέσως μετά την ταυτοποίηση του θύματος, θα γράψει στο τετράδιό του: “Ποιος είναι ο Σωτήρης Βαλβάνης και τι σημαίνει η λέξη (στα αραβικά);”. Και θα ξεκινήσει την έρευνα.
- Η αναδρομή στην πολιτεία Βαλβάνη. Ο άνθρωπος ήταν από αντιπαθής, έως εχθρικός. Προς όλους. Ανήλικους και ενήλικες, αφού και δάσκαλος-φόβητρο των μαθητών του και λαμόγιο έναντι των συναδέλφων του, ειδικός στο να τους πασάρει τους μαθητές του, στην πρώτη ευκαιρία.
- Άθλια και η οικογενειακή του κατάσταση. Συνεχείς οι συγκρούσεις με τη γυναίκα του, κατά κανόνα παρουσία των δύο ανήλικων κοριτσιών του. Συγκρούσεις με φυσική επαφή. Συγκρούσεις που θα στείλουν τη Βαλβάνη στην αγκαλιά-καταφύγιο καλοθελητών και εκείνον σε μία σχέση με νεαρή φοιτήτρια στην Πάτρα, σχέση που γρήγορα θα εκφυλισθεί σε ένα διαρκές άγχος για εκείνη, με τον Βαλβάνη να επιμένει παραληρηματικά σε μία σχέση-καταφύγιο, που, τελικά, θα συνεχίσει να υπάρχει μόνο στο μυαλό του.
- Και ο Παπαδόπουλος αφηνιάζει. Με τους συνεργάτες του, τον Αρχηγό του, τους δημοσιογράφους, την αϋπνία του, τη μητέρα του που επιμένει να του στέκεται εμπόδιο, τη σύζυγο του Βαλβάνη για την οποία η ανάγκη ανεύρεσης του ενόχου δεν βρίσκεται πολύ ψηλά στις προτεραιότητές της (αν βρίσκεται), τους μάρτυρες, τους αυτόπτες και αυτήκοους, που είτε δεν είδαν καλά, είτε δεν άκουσαν καλά, είτε δεν θυμούνται καλά, τους συναδέλφους του στην Πάτρα, τους μόνιμα ανόρεχτους ή και παθητικούς, απέναντι σε έναν νευρωτικά υπερδραστήριο Παπαδόπουλο – και να μην ξεχνούμε ότι η Αθήνα τους είχε πάρει τη μπουκιά (την υπόθεση), από το στόμα…
- Και η Μιράντα κρύβει μαεστρικά τον ένοχο. Όπως και το κίνητρο για τον φόνο. Αν η κατηγοριοποίηση της ιστορίας της είναι αναγκαία, θα έλεγα πως πρόκειται για έναν συνδυασμό whodone it και whydone it. Των υποκατηγοριών, δηλαδή, του αστυνομικού “είδους”, των σχετικών με το ποιος και γιατί διέπραξε το έγκλημα.
- Τα αντιφατικά ίχνη στον τόπο του εγκλήματος, ο περιρρέων χώρος, η παράδοξη στάση του νεκρού, τα αραβικά στο μέτωπό του, το αν ο Βαλβάνης σκοτώθηκε στο σημείο που βρέθηκε το πτώμα ή μεταφέρθηκε εκεί μετά τη δολοφονία, το αν πρώτα στραγγαλίστηκε ή το αντίστροφο, με έναν Αρχηγό σε μόνιμη κρίση νεύρων, έναν μόνιμο συνεργάτη-Άβερελ μόλις ελεγχόμενα αργόστροφο και ο Παπαδόπουλος είναι πάντα ένα τίποτα, πριν τη νευρική και σωματική κατάρρευση.
- Ως καλός αστυνομικός, θα ερευνήσει την κάθε γωνιά από όπου πέρασε ο Βαλβάνης. Μεταξύ αυτών, και από τα σχολεία στα οποία το θύμα είχε υπηρετήσει -εκτίσει, μάλλον- τη διδασκαλική του θητεία. Τα παιδιά και το διάλειμμα. Ίσως, η μεγαλύτερη δοκιμασία για τον Παπαδόπουλο. “Χίλιες φορές να κυνηγάς αδίστακτους και αιμοσταγείς δολοφόνους παρά να προσπαθείς να διατηρήσεις την τάξη και την ασφάλεια σ’ ένα σχολείο”, θα σκεφθεί ο Επιθεωρητής. Αλλά, θα επανέλθω στο σημείο.
- Για πολλές-πολλές σελίδες, περίπου στο σύνολο των 400ων του βιβλίου, ο Παπαδόπουλος θα είναι το ζαμπόν στο σάντουιτς, ασφυκτικά πιεζόμενος από τη φέτα που λέγεται Αρχηγός Χατζάκης και δημοσιογράφοι και από αυτήν που λέγεται αβελτηρία των συναδέλφων του. Συναδέλφων που κινούνται μόνον κατόπιν οδηγιών, μέχρι και που θα καταφέρουν να μπερδέψουν ευρήματα του DNA… Η Μιράντα θα αποδώσει με συνέπεια την ατμόσφαιρα του κώδωνα μέσα στον οποίο, κλειστόφοβα, όσο και αποτελεσματικά, θα κινηθεί ο Επιθεωρητής.
- Με τους αστυνομικούς μύθους, υπάρχει πάντα ένα πρόβλημα, σχετικά με το τι μπορείς να αποκαλύψεις κατά την Παρουσίαση ή και την κριτική του βιβλίου? με το πόσο μπορείς να προχωρήσεις στην καταγραφή της εξέλιξης της ιστορίας. Η μεγαλύτερη ή η μικρότερη έμφαση ή και η συχνότητα στην αναφορά ορισμένων προσώπων ή περιστατικών, μπορούν να επιτρέψουν την πρόωρη αποκάλυψη της ανατροπής ή και του ενόχου. Ας σταματήσω, λοιπόν, εδώ, αναφορικά με τα του μύθου, για να επικεντρωθώ στη συγγραφέα και τη δουλειά της.
- Η Μιράντα έχει κάνει πολύ καλή δουλειά. Και όχι γιατί λειτουργεί υπέρ της το γεγονός ότι οι “4 εποχές του κυρίου Ανανία” είναι μόλις το πρώτο της “αστυνομικό”. Με δεδομένη αυτήν τη διαπίστωση, αλλά και την αρχή που θέλει το δεύτερο βιβλίο ενός συγγραφέα να πρέπει να είναι καλύτερο του πρώτου, το τρίτο βιβλίο καλύτερο του δεύτερου, κ.ο.κ., η Μιράντα, που μόλις ξεκίνησε το δεύτερο “αστυνομικό” της, δεν θα έχει εύκολη δουλειά… (να προσθέσω ότι πρόκειται για κομπλιμέντο;…).
- Θα πρότεινα, όμως, να προσέξει ένα ή δύο σημεία και τις συνακόλουθες προτάσεις μου. Που, σπεύδω να προσθέσω, δεν συνιστούν παρά προσωπική άποψη, και που δεν είναι καθόλου απαραίτητο να κινούνται στη σωστή κατεύθυνση:
Πρώτα, ένα τεχνικό σημείο:
- Ένα συμπέρασμα στο οποίο φαίνεται να καταλήγουμε στη Λέσχη Αστυνομικής Λογοτεχνίας είναι ότι ένας αστυνομικός μύθος είναι δύσκολο να “σηκώσει” υπερβολικά πολλές σελίδες. Έχουμε δει εξαιρετικά επώνυμους ξένους συγγραφείς (οι Σκανδιναβοί προηγούνται καταφανώς, στο σημείο) να παράγουν μυθιστορήματα-τόμους, με τις αναπόφευκτες επικαλύψεις και, τελικά, την απίσχναση του μύθου. “Οι 4 εποχές του κυρίου Ανανία” είναι μεν 400 σελίδες, αλλά με μία ελάχιστα μεγαλύτερη γραμματοσειρά και περιθώρια κλασικού μεγέθους, εύκολα θα πλησίαζαν τις 500 σελίδες. Προσωπικά, υπολογίζω το κείμενο να φλερτάρει με τις 85000 έως 90000 λέξεις. Μεγάλο το τόλμημα για ένα πρώτο -και “αστυνομικό”- βιβλίο, και θα μπορούσε κανείς να εισηγηθεί μία κάποια συρρίκνωση συγκεκριμένων σημείων της ιστορίας.
Έπειτα, ένα σημείο σχετικό με την κατηγοριοποίηση της γραφής της Μιράντας:
- Η “αστυνομική” γραφή της Μιράντας φλερτάρει, κατά σημεία, με ένα “επικίνδυνο” υπό-είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Θα το αποκαλούσα “αστυνομικό ευθυμογράφημα”. Και αναφέρομαι -χάριν παραδείγματος- στις σκηνές των τάξεων και των διαλειμμάτων στα σχολεία που επισκέπτεται ο Επιθεωρητής στο πλαίσιο της έρευνάς του, στη σκηνή του Αλεξάκη-Άβερελ με την μικρή κόρη του θύματος, στις σκηνές του γάμου του εξαδέλφου του Επιθεωρητή, στη σκηνή στο ΙΚΕΑ, στα υπερθετικά των χαρακτηρισμών των σχετικών με τον βοηθό του-Άβερελ αλλά και με τον προϊστάμενο του Παπαδόπουλου, τον Αρχηγό της Αστυνομίας.
Ο λόγος που χαρακτηρίζω “επικίνδυνο” το υπό-είδος του “αστυνομικού ευθυμογραφήματος” είναι ότι το εμβόλιμο αυτού του τύπου του υλικού, όπως αυτού των παραδειγμάτων που προανέφερα -ιδιαίτερα στην περίπτωση που και η συχνότητα προβολής του, αλλά και ο όγκος του γίνεται αισθητός- κινδυνεύει να καταστρέψει την καθαρά “αστυνομική” ατμόσφαιρα του έργου. Εκτός, βέβαια, και αν αυτό συνιστά επιλογή (εκτός κειμένου αναφορά στον Chandler).
Η γραφή της Μιράντας κινείται στο μεταίχμιο ή, ειπωμένο διαφορετικά, στην κόψη του ξυραφιού. “Οι 4 εποχές του κυρίου Ανανία” συντηρούν την “αστυνομική” ατμόσφαιρα, κύρια χάρη στην εναγώνια ερευνητική προσπάθεια του Επιθεωρητή Παπαδόπουλου, αλλά και την πολύ όμορφη καταγραφή του ψυχολογικού προφίλ των χαρακτήρων τού βιβλίου, πρωταγωνιστικών και δευτεραγωνιστικών.
Και, για να το επαναλάβω, τα πιο πάνω δεν συνιστούν παρά προσωπική άποψη, με την πιθανότητα να πρόκειται για άποψη υπερβολική ή εξεζητημένη και, τελικά, λανθασμένη.
Νομίζω πως αυτό που συμπεραίνει κανείς με τις “4 εποχές του κυρίου Ανανία”, συμπέρασμα και της ίδιας της Μιράντας, είναι ότι μπορεί να γράψει. Ακούγεται αυταπόδεικτο, από τη στιγμή που η συγγραφέας έχει μπροστά της, κρατάει, το πρώτο της μυθιστόρημα. Όμως, πρόκειται για κάτι φαινομενικά μόνο, απλό. Το να αναμετρηθείς με ένα ιδιαίτερα εκτενές κείμενο, ευτυχούς -σε πολύ μεγάλο βαθμό- αποτελέσματος, είναι, ήδη, και ασύνηθες και σημαντικό.
Η Μιράντα ξεκίνησε ένα δεύτερο “αστυνομικό”. Θα της ευχηθώ την κάθε επιτυχία, που ασφαλώς την αξίζει.