Έχει πια περάσει μια εβδομάδα από την φρικτή Παρασκευή και 13 Νοεμβρίου 2015, όταν το Παρίσι πλήρωσε τον βαρύτερο φόρο αίματος που έχει καταβάλει ευρωπαϊκή πόλη, από τότε που ξεκίνησε η απροκάλυπτη σύγκρουση της Δύσης με τον ισλαμικό εξτρεμισμό, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Και την χαρακτηρίζω απροκάλυπτη επειδή οι αρχικές ρίζες του φαινομένου μπορούν να αναζητηθούν στο μακρινό 1943, όταν συνέβη η αντιβρετανική εξέγερση στο Ιράκ, και φυσικά στο 1948, με τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο και την συγκρότηση του μοναδικού δυτικού κοσμικού έθνους-κράτους στην περιοχή αυτή. Με την εικόνα να επιμένει να είναι ασαφής, θα επιχειρήσω μια αποτίμηση της ως τώρα κατάστασης , μα και μια πρόβλεψη, κάπως τολμηρή.
Ο εμφύλιος της Συρίας προέκυψε μετά από ένα ντόμινο επαναστάσεων, γνωστών ως Αραβική Άνοιξη. Το πολιτικό φαινόμενο έλαβε αρχικά την πλήρη συμπαράσταση των ΗΠΑ, των οποίων άλλωστε διακηρυγμένος στόχος ήταν και είναι ο εκδημοκρατισμός της περιοχής, στόχος που πρωτοτέθηκε επίσημα το 2003, ώστε να προσφέρει πρόσθετη αιτιολόγηση στην εισβολή στο Ιράκ και στην ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Από τους ηγέτες που αντιμετώπισαν τα πλήθη των εξεγερμένων πολιτών, δημοκρατών μα και φονταμενταλιστών, ο μόνος που κατάφερε να σταθεί στη θέση του ήταν ο Μπασάρ Αλ Άσαντ, δικτάτορας της Συρίας από το 2001 και οδοντίατρος στο Λονδίνο, μέχρι την δολοφονία του μεγάλου του αδελφού και ορισμένου διαδόχου του πατέρα τους, πτεράρχου Χαφέζ Αλ Άσαντ. Οι Άσαντ είναι Αλαουίτες, μέλη μιας ισλαμικής σέκτας προσκείμενης στον Σιιτισμό μα και στους Αλεβίτες της γειτονικής τουρκικής Κιλικίας, και αποτελούν μειονότητα στην Συρία. Αν και Ρωσόφιλοι δικτάτορες, με ιδιαίτερα βίαιο ιστορικό, εφαρμόζουν κοσμικό δίκαιο σε θέματα γυναικείων δικαιωμάτων, ενώ τα προηγούμενα χρόνια δόθηκε από το καθεστώς και οικονομική έμφαση στον ιδιωτικό τομέα, με πολύ θετικά αποτελέσματα για το εξαγωγικό εμπόριο της χώρας. Το 2005, μετά την δολοφονία Χαρίρι, οι Σύροι αποσύρθηκαν από τον Λίβανο σχετικά άμεσα, και έκτοτε φαινόταν πως η σχέση του Άσαντ με την Δύση θα ήταν εις το εξής καλή, ακριβώς όπως φαινόταν και στην περίπτωση του μακαρίτη Καντάφι. Τον Ιανουάριο του 2011 η Αραβική Άνοιξη έφτασε και στην Δαμασκό, και από τον Ιούλιο ξεκίνησε ο ένοπλος εμφύλιος της Συρίας. Ο Άσαντ, αν και όχι στρατιωτικός, παρέμεινε στην εξουσία για μια ποικιλία λόγων. Καταρχήν, στηρίζεται από μια αρκετά πλατιά λαϊκή βάση, η οποία, εκτός των Αλαουιτών, περιλαμβάνει Χριστιανούς, Δρούζους και κοσμικούς Σουνίτες. Επίσης, λαμβάνει χρηματική βοήθεια από το Ιράν και στρατιωτική από την Σιιτική Χεζμπολάχ του Λιβάνου. Τέλος στηρίζεται πολιτικά, υλικά και πλέον και επιχειρησιακά από την Ρωσία, τον ισχυρότερο πατρόνα του. Το μεν Ιράν θέλει την Συρία κοντά του επειδή προσδοκά πως στις ακτές της, μελλοντικά, θα μπορούν να καταλήγουν αγωγοί γεμάτοι με περσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Η δε Ρωσία, διαπιστώνοντας πως από την Γιουγκοσλαβία και μετά ο δυτικός «εκδημοκρατισμός» είθισται να αφορά κυρίως δικούς της παραδοσιακούς …πελάτες, αποφάσισε στην Συρία να πατήσει πόδι, ώστε να εξασφαλίσει την παραμονή του ναυτικού της στην βάση της Ταρτούς, λίγα μίλια μακριά από τα ανακαλυφθέντα υποθαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αερίου της ανατολικής Μεσογείου.
Στην απέναντι πλευρά, οι αντάρτες χωρίζονται χονδρικά σε 4 κομμάτια. Πρώτο είναι το ισχυρό κουρδικό, με το οποίο ο Άσαντ βρίσκεται εμφανώς σε κάποια συνεννόηση, μάλλον αποδεχόμενος πως η ανεξαρτησία του είναι αναπόφευκτη. Δεύτερο κομμάτι είναι εκείνο των αδύναμων «αντικαθεστωτικών», κοσμικών (υποτίθεται) Σουνιτών, οι οποίοι υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ και, επίσημα τουλάχιστον, από την Τουρκία και τις χώρες του Κόλπου. Τρίτο είναι το μέτωπο ,Αλ Νούσρα, η «θυγατρική» της Αλ Κάιντα στην περιοχή. Και τέταρτο και διασημότερο όλων είναι το εξόχως απειλητικό Ισλαμικό Κράτος, οι δολοφόνοι του Παρισιού και η αιτία που η δυτική κοινή γνώμη ασχολείται με την Συρία τους τελευταίους μήνες. Με ρίζες στην αντίσταση κατά των αμερικάνικών δυνάμεων στο Ιράκ μετά το 2003, η παρουσία του ΙΚ γίνεται διεθνώς αισθητή όταν καταλαμβάνει στην Συρία την Ράκα τον Μάρτιο του 2013, ενώ η απειλή του γίνεται σαφής όταν καταλαμβάνει στο Ιράκ την Φαλούτζα και την Μοσούλη, τον Ιανουάριο του 2014. Από κει κι έπειτα ελέγχει μια περιοχή κυρίως ερημική, στο μέγεθος περίπου της Βρετανίας, με πληθυσμό κοντά στα 8 εκατομμύρια. Τα έσοδα της προέρχονται από φόρους, από λαθρεμπόριο πετρελαίου, αρχαιοτήτων και ναρκωτικών, από κατάσχεση μεγάλων ιρακινών χρηματικών διαθεσίμων και φυσικά από γενναιόδωρες χορηγούς, όπως την τουρκική ΜΙΤ και τα κράτη του Κόλπου. Το προφανές κίνητρο των χορηγών είναι η ανάσχεση πιθανού ιρανικού επεκτατισμού στην περιοχή, ενδεχόμενου ιδιαίτερα πιθανού μετά την επιβολή Σιιτικής κυριαρχίας στο Ιράκ και μετά την πρόσφατη συμφωνία πυρηνικού έλεγχου με τις ΗΠΑ. Ασαφής είναι η στάση του Ισραήλ, το οποίο νοιώθει μεν ασφαλέστερο λόγω της διάλυσης ένας παλιού του αντίπαλου και συμμάχου του Ιράν, σίγουρα όμως δεν επιθυμεί την ύπαρξη ενός εξτρεμιστικού ισλαμικού καθεστώτος στα σύνορα του.
Το ΙΚ ήταν ανέκαθεν μια αλλιώτική «τρομοκρατική οργάνωση». Από τότε που οι πολεμιστές του πρωτοεμφανίστηκαν πάνω στο ολοκαίνουργια Τογιότα τους, ντυμένοι με ατσαλάκωτες στολές και καλογυαλισμένα όπλα, έδειχναν πως ήθελαν διακαώς να προβληθούν, να προκαλέσουν. Έχουν προσφέρει άφθονο οπτικό υλικό με αποκεφαλισμούς, σταυρώσεις, εκπαραθυρώσεις, τουφεκισμούς, λιθοβολισμούς και κάθε άλλης μορφής κτηνωδίες. Εκμεταλλεύονται την ανοχή των δυτικών χωρών, προπαγανδίζοντας απροκάλυπτα τον αγώνα τους, ενώ ταυτόχρονα τις απειλούν με αφανισμό. Καταπιέζουν αδίστακτα τους πληθυσμούς που έχουν υποτάξει, ενώ βιντεοσκοπούν και τις ολοκληρωτικές καταστροφές που επιφέρουν σε πολιτιστικά μνημεία χιλιάδων ετών. Όλα αυτά δεν ταιριάζουν σε μια εσωστρεφή ομάδα, που δρα υπόγεια με σκοπό να επιτύχει κάποια στιγμή τους πολιτικούς της στόχους, όπως κάποτε η Αλ Κάιντα. Κι αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Το ισλαμικό κράτος είναι Χαλιφάτο. Αυτοπροσδιορίζεται ως ορθή κρατική οντότητα με εδαφική επικράτεια και αυτοπροβάλλεται έσω του u-tube ως γνήσια Γη της Επαγγελίας για τους απανταχού ευσεβείς μουσουλμάνους , ως τόπος όπου επικρατεί η Ουαχαμπίτική αντίληψη για την κυριολεκτική μα και επιθετική εφαρμογή του Κορανίου. Από τους 45.000 πολεμιστές του, ίσως και 30.000 προέρχονται από το εξωτερικό, από την ευρύτερη Μέση Ανατολή, την ανατολική Ασία, το Μαγκρέμπ, τον Καύκασο και φυσικά την δυτική Ευρώπη, έρμαια των καλογυρισμένων βίντεο κλιπς. Οι αποτρόπαιες πράξεις τους περιγράφονται γλαφυρά ως θεμιτές μέθοδοι επιβολής και τιμωρίας στα πρώτα κεφάλαια του Κορανίου, ως έργα του Προφήτη. Η διάδοση της πίστης με το σπαθί είναι όχι απλώς θεάρεστη , μα και υποχρεωτική για τους αληθινούς πιστούς, τα δε μουσουλμανικά καθεστώτα που δεν εφαρμόζουν κατά γράμμα αυτές τις Θείες εντολές είναι, για τους φανατικούς Ουαχαμπίτες, αιρετικά και άπιστα, άξια τιμωρίας. Κι έτσι φτάνουμε στον τίτλο αυτού του λίγο μακροσκελούς κειμένου.
Από την δεκαετία του ’80 ο παγκόσμιος μαχητικός ισλαμισμός χρηματοδοτείται σχεδόν αποκλειστικά από τις πλούσιες μοναρχίες του Κόλπου. Στην νιότη του το φαινόμενο είχε την σύμφωνη γνώμη της Δύσης, καθώς στρεφόταν κατά της ΕΣΣΔ και του Χομεϊνικού Ιράν, όμως η κατάσταση μετά τα μέσα του ’90 διαφοροποιήθηκε, όταν ο Μπιν Λάντεν και οι οπαδοί του χειραφετήθηκαν. Έχουμε λοιπόν, εδώ και 20 χρόνια, μια μάλλον κωμική κατάσταση: oι δυτικοί να μάχονται με τους ισλαμιστές, κι εκείνοι να χρηματοδοτούνται διακριτικά από κυβερνητικούς κύκλους της Σαουδικής Αραβίας, μιας υποτίθεται πιστής συμμάχου και εταίρου της Δύσης. Τα κίνητρα των γενναιόδωρων πριγκίπων έχουν να κάνουν με ενεργειακά παιχνίδια, με εξαγωγή εγχώριου εξτρεμισμού ή ακόμη και με προσήλωση σε απόλυτες Κορανικές διδασκαλίες, και τα χρήματα που συγκεντρώνονται είναι πάρα πολλά. Τόσα πολλά, ώστε να συντηρούν αποτελεσματικά αυτή την ένοπλη αντιπαράθεση από το 2001 ως τώρα, ενώ είναι συσσωρευμένα χάρη στις πωλήσεις αραβικού πετρελαίου στους μισητούς «απίστους». Σύντομα, ίσως πολύ σύντομα, αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας θα πρέπει να κλείσει, ειδικά εφόσον η Ευρώπη δεν έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει, πνιγμένη από την πλημμυρίδα απελπισμένων προσφύγων. Αυτή τη στιγμή, το ΙΚ βρίσκεται εγκλωβισμένο μέσα σε ένα γιγάντιο Π, απέναντι σε τρία μέτωπα. Στο δυτικό μέτωπο είναι ταμπουρωμένος ο Άσαντ με τους συμμάχους του, ο οποίος θα ενοποιήσει την περιοχή ελέγχου του με την επικείμενη κατάληψη του Χαλεπίου και της Ιντλίμπ. Στο βόρειο οι Κούρδοι, συμπαγείς. Και στο ανατολικό οι πολυπληθείς Σιίτες, ιρακινοί και πέρσες. Επικρατεί σχετική ισορροπία.
Για να τιμωρηθούν στρατιωτικά οι δυνάμεις του ισλαμικού Κράτους θα απαιτηθεί εκτεταμένη επέμβαση γαλλικών και άλλων συμμαχικών χερσαίων δυνάμεων και φυσικά η συνεργασία Τουρκίας ή/και Ιορδανίας, δεδομένου πως τα 5 δις δολάρια που έχουν δαπανήσει οι ΗΠΑ για αεροπορικές επιθέσεις τους τελευταίους 14 μήνες δεν έφεραν αξιόλογα αποτελέσματα. Εάν ισχύσει αυτό το σενάριο οι πιεζόμενοι υποχωρούντες ισλαμιστές θα επιχειρήσουν να καταφύγουν στο νότο, στην ιερή γη της Μέκκα και της Μεντίνα, στην πάμπλουτη μα εύθραυστη Σαουδική Αραβία. Και φυσικά όλο αυτό θα ισχύσει μόνο στην περίπτωση που οι ΗΠΑ επιλέξουν μια λύση «αλά Τσίπρα», αν δηλαδή θα αποδεχθούν να ρισκάρουν την κυβερνητική άνοδο στο Ριάντ κάποιων επικίνδυνων ριζοσπαστών, ώστε να ξεκαθαρίσει επιτέλους η κατάσταση και να λήξει η φθοροποιός διπρόσωπη πολιτική των δήθεν συμμάχων τους. Κι εκεί οι συντηρητικοί Σαούντ, οι επίσης Ουαχαμπίτες, θα πρέπει να κάνουν μια επιλογή με παγκόσμιες επιπτώσεις. Είτε θα συντρίψουν τους-μέχρι τώρα-προστατευόμενους τους, οδηγώντας συνάμα την χώρα τους προς τη σύγχρονη εποχή, ή θα τους παραδώσουν παθητικά τα κλειδιά του βασιλείου, μαζί με τα αμύθητα πλούτη του υπεδάφους του. Ίσως πάντως να έχει σημασία το ότι προχθές ανακοινώθηκε από τις αμερικανικές αρχές μια σαουδαραβική παραγγελία για 19.000 βόμβες…