Ο Τσίπρας αυτές τις μέρες έκανε δύο κρίσιμης σημασίας πολιτικές παρεμβάσεις: Πρώτον, δήλωσε απρόκλητα ότι οι «θεσμοί δεν είναι φίλοι μας» και, δεύτερο, όρισε το τέλος των μνημονίων ως σημείο απελευθέρωσης από δεσμά εθνικής εξάρτησης. Δηλώνοντας ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας και το ΔΝΤ «δεν είναι φίλοι μας» ουσιαστικά φρεσκάρισε τον αντιευρωπαϊσμό του με κατηγορηματικό τρόπο. Με τη δεύτερη δήλωσή του απλώς επιβεβαίωση το αφήγημά του περί αντιστάσεως στους κακούς δανειστές.
Το πρώτο, προς γνώσιν όσων κάνουν το λάθος να εκλαμβάνουν την μνημονιακή μεταμόρφωση τους ΣΥΡΙΖΑ ως στρατηγική στροφή. Κόλπο είναι, απλώς για να διασφαλιστεί η παραμονή στην εξουσία που χρειάζεται για να υπονομεύσει με άνεση το καθεστώς της δυτικότροπης αστικής δημοκρατίας μας και μαζί να κερδίσει χρόνο για να υπονομεύσει τους θεσμούς που αναπαράγουν την πυρήνα του φιλελεύθερου αστικού καθεστώτος (Σύνταγμα, Εκπαίδευση, Βουλή). Οι προτάσεις για την συνταγματική αναθεώρηση μιλούν από μόνες τους, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις σπρώχνουν πλησίστια το εκπαιδευτικό μας σύστημα σε ένα communitarian σοβιετικό μόρφωμα, και η εικόνα της Βουλής δείχνει ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν λειτουργεί ως ομάδα ανεξάρτητων δημοκρατικών προσωπικοτήτων, αλλά ως στρατευμένη μονολιθική λίγκα χωρίς την παραμικρή κριτική ικανότητα. Παρά ταύτα, το νέο σημαντικό στοιχείο που οφείλουμε να προσέξουμε ιδιαίτερα τώρα, είναι το δεύτερο, δηλαδή το αφήγημα της «απελευθέρωσης από τα μνημόνια».
Αν υπάρχει ένα πεδίο όπου ο ΣΥΡΙΖΑ επέβαλε πλήρως την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία του είναι ακριβώς το αφήγημα ότι τα μνημόνια αποτελούν δήθεν καθεστώς εθνικής και κοινωνικής υποδούλωσης και ότι η αποδέσμευση από αυτά ισοδυναμεί με πράξη εθνικής αντίστασης. Αν τα μνημόνια είναι συνθήκες υποταγής τότε αυτοδικαίως οι θεσμοί που τα υπογράφουν είναι οι «κατακτητές». Για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ η «αντιστασιακή» ερμηνεία των μνημονίων αποτελεί βεβαίως, φυσική συνέχεια του αφηγήματός του ότι ο ίδιος αποτελεί τον συνεχιστή της αντίστασης που ηττήθηκε μεν, αλλά δεν κατατροπώθηκε στο Γράμμο και το Βίτσι. Για τις φιλοευρωπαϊκές και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του τόπου όμως, το να συμμερίζονται το αφήγημα αυτό έστω και αρνούμενες τον ομφάλιο λώρο που το συνδέει με την παράδοση της κομμουνιστικής αριστεράς, αποτελεί πεδίο μεγάλης πολιτικής και ιδεολογικής ήττας: Επειδή, ο μύθος είναι ψεύτικος και επειδή η συμμετοχή στο ίδιο ψέμα κάνει την μεταρρυθμιστική αντιπολίτευση συνεργό του ιδεολογικού ιμπεριαλισμού της αριστεράς. Συμμεριζόμενοι και αναπαράγοντας αβασάνιστα το αφήγημα της υποτέλειας απλούστατα λέμε ψέματα εκ συστήματος στους πολίτες, αφού αυτό δεν είναι αλήθεια.
Το σταμάτημα υπογραφής μνημονίων – αν ποτέ πράγματι φτάσει μια τέτοια στιγμή- δεν αποτελεί γεγονός που αυτοδικαίως συνεπάγεται αθέτηση των υποχρεώσεων που αναλάβαμε ως χώρα με τα ήδη υπογεγραμμένα. Το να ισχυριζόμαστε και να προβάλλουμε μάλιστα στον πολιτικό μας λόγο κάτι τέτοιο, αποτελεί φτηνό τέχνασμα εξαπάτησης του κοινωνικού σώματος. Και διερωτώμαι, προς τι αυτή η εξαπάτηση; Έχει ανάγκη το ευρωπαϊκό μεταρρυθμιστικό τόξο μια τέτοια πολιτική απάτη;
Είναι, λοιπόν, τα μνημόνια στοιχεία ακούσιας επιβολής εξωτερικής μείωσης της εθνικής κυριαρχίας; Ή μήπως είναι απλώς συμβάσεις προς όφελός μας που απλώς συντονίζουν την εσωτερική μας πολιτική με τους σκοπούς της βοήθειας των εταίρων μας την οποία εμείς είχαμε ανάγκη και εμείς επιζητήσαμε; Μήπως στην ουσία τους τα μνημόνια είναι συμβάσεις που σκοπός τους είναι να στηρίξουν μια μεταρρυθμιστική ανάταξη από την χρεοκοπία; Και αν έτσι είναι, τότε γιατί φοβούμαστε να το δηλώσουμε ξεκάθαρα; Μήπως ο φόβος της παραδοχής είναι μια χοντρή παραχώρηση στον λαϊκισμό που επέβαλε ως κυρίαρχη υπόκρουση της πολιτικής μας ζωής ο αρχικός αντιμνημονιασμός της ΝΔ με την βροντώδη συμπαράσταση του τότε ΣΥΡΙΖΑ και πού τώρα έχει εξελιχθεί σε θεμελιώδες αφήγημα του κυβερνώντας κόμματος;
Το ζήτημα είναι ουσιαστικό, επειδή η απάντηση στο σχετικό ερώτημα προδικάζει το υπόβαθρό της πολιτικής ατζέντας που θα προκύψει όσον ούπω μετά την τυπική μας έξοδο από το «πρόγραμμα». Αν δεχτούμε την θεωρία της υποτέλειας, τότε λογικά πρέπει να εγκολπωθούμε τον αντιμνημονιασμό ως καθοδηγητικό σύνθημα της πολιτικής μας. Είναι, άραγε, αυτό που θέλουμε και αυτό που πρέπει;
Το ερώτημα εν τέλει, συναιρείται σε ένα θεμελιωδέστερο: Είναι οι δεσμεύσεις των μνημονίων προς όφελός ή προς ζημία μας; Τι ακριβώς είναι αυτές οι δεσμεύσεις και πως πρέπει, εν τέλει, με εντιμότητα και παρρησία, να τις αναφέρουμε στο εκλογικό μας σώμα για να μη το τραβούν από τη μύτη τα εθνικολαϊκιστικά κόμματα;
Οι πολιτικοί σχηματισμοί του δημοκρατικού τόξου πρέπει να προσέξουν πολύ αυτό το ζήτημα. Δεν είναι τόσο απλό όσο ενδεχομένως φαίνεται σε μερικούς, να συμμετέχουν στον πολιτικό διάλογο σάμπως να αποδέχονται ασυζητητί τον εξαρτησιακό χαρακτήρα των μνημονίων και με τον τρόπο αυτοδικαίως να αποδέχονται τον καταπιεστικό ρόλο των εταίρων μας. Υπάρχει σαφέστατα και η άλλη εκδοχή. Ότι δηλαδή, τα μνημόνια επιβλήθηκαν προς όφελός μας. Με λίγα λόγια, πρέπει επιτέλους να αποδεχτούμε την ιδιοκτησία των μνημονίων.
Πρέπει εν τέλει το σκεπτόμενο μέρος του χώρου μας να μας εφοδιάσει με επαρκή επιχειρήματα υπέρ της μιας ή της άλλης εκδοχής, αφού η επιλογή ανάμεσά τους συνιστά στρατηγική επιλογή πολιτικής πλατφόρμας τουλάχιστο σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με την Ευρώπη. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, άλλο είναι να υποστηρίζουμε ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας είναι καταπιεστές μας από τους οποίους πρέπει να απαλλαγούμε και άλλο να θεωρούμε ότι είναι εταίροι που μας συμπαραστάθηκαν σε μια κρίσιμη στιγμή της εθνικής Ιστορίας μας.
Πολύ φοβάμαι, ότι τα πολιτικά κόμματα του μεταρρυθμιστικού τόξου δεν έχουν τους μηχανισμούς και την τεχνογνωσία που απαιτεί μια τέτοια τεκμηρίωση. Θα περίμενα, όμως, το Δίκτυο ως δεξαμενή σκέψης αλλά και η ΔιαΝέοσις να μας δώσουν ένα πίνακα αξιολόγησης των προβλέψεων των μνημονίων ξεχωρίζοντας τεκμηριωμένα όσες είναι προς όφελός μας από εκείνες που είναι εις βάρος μας. Δεν επιτρέπεται να εξαπατούμε το κοινωνικό σώμα απαξάπαντες όπως το κάνουμε σήμερα για αμφίβολες σκοπιμότητες.