Μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου είχα γράψει σε αυτές εδώ τις σελίδες για τα μηνύματα που εξήχθησαν από εκείνη την αναμέτρηση, μηνύματα «που δεν έλαβαν οι πολιτικοί»• ήμουν τότε φοβισμένος από κάποια νέα, πρωτόγνωρα για την Ελλάδα, φαινόμενα, τα οποία είχα αποδώσει στη διάλυση του κοινωνικού ιστού από συγκεκριμένες πολιτικές εκμαυλισμού και εξουθένωσης της κοινωνίας, η οποία είχε μείνει χωρίς συνοχή, ανερμάτιστη και απροστάτευτη και, τελικά, έτοιμη να υποδεχθεί και να αγκαλιάσει ανορθολογικές ιδεολογίες και πρακτικές.
Αυτές οι ιδεολογίες και οι πρακτικές, όμως, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την Ιστορία αυτής της κοινωνίας κατά τους τελευταίους – δυόμισι κοντεύει – αιώνες. Κατά τις τελευταίες εκλογές, στις 17 Ιουνίου, όλα αυτά επαναλήφθηκαν και συγκεκριμενοποιήθηκαν. Οι δυνάμεις του ανορθολογισμού επανεμφανίστηκαν πιο ρωμαλέες. Επιπλέον, αυξήθηκε η αποχή από την ψηφοφορία και έφτασε στο 40%, τέσσερις δηλαδή στους 10 δεν ψήφισαν. Πρόκειται για κοινωνική συμπεριφορά απολύτως ανορθολογική. Αν σε αυτούς προστεθούν και οι ψηφοφόροι εκείνοι που προτίμησαν τα κόμματα του αντιευρωπαϊσμού, του αντιδιαφωτισμού, δηλαδή του ανορθολογισμού, φτάνουμε σε ποσοστά που ξεπερνούν κατά πολύ το 50%.
Δεν μπορεί, λοιπόν, να μη σκεφτεί κανείς: είναι δυνατόν αυτή η κοινωνία να βαδίζει σε τέτοια μονοπάτια, να κονταροχτυπιέται με την ίδια την Ιστορία της; Και, αν ναι, τι φταίει – ή «τις πταίει»; Γιατί γνωρίζουμε καλά ότι από το τέλος του 18ου αιώνα ο Ελληνισμός, υπόδουλος και παροικιακός, παρακολούθησε από κοντά τα νέα μηνύματα των ευρωπαίων σοφών περί ελευθερίας, περί δικαιοσύνης και περί δικαιωμάτων, ό,τι δηλαδή ονομάστηκε Διαφωτισμός. Ξέρουμε ότι οι Ελληνες και εδώ και εις την ξένην τα ασπάστηκαν, τα επεξεργάστηκαν, τα μετέτρεψαν σε κοινωνική συνείδηση και τα χρειάστηκαν ως κεντρικό ιδεολογικό μπούσουλα στις μυστικές οργανώσεις που προετοίμαζαν την Επανάσταση για τη διατύπωση του εθνικού αιτήματος: ίδρυση ανεξάρτητου, σύγχρονου αστικού κράτους• κράτους δηλαδή με Σύνταγμα και αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση. Ηταν η αστική τάξη, η ελληνική, όπως και οι άλλες, οι ευρωπαϊκές, που είχαν οπλιστεί με ισχυρή ιδεολογία.
Και όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, οι ηγέτες της στους ευρωπαίους ηγέτες επρόκειτο να απευθυνθούν, για να τους υπενθυμίσουν αφενός το χρέος τους απέναντι στον ελληνικό πολιτισμό, να τους καλέσουν αφετέρου να το ξεπληρώσουν βοηθώντας τους Ελληνες να ελευθερωθούν και να ιδρύσουν το δικό τους κράτος.
Συγχρόνως, με δεδομένες μάλιστα τις πρώτες νίκες των Ελλήνων και τη γρήγορη απελευθέρωση σχεδόν όλης της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, οι Ευρωπαίοι έβλεπαν τους επαναστάτες να οργανώνονται σε οιονεί κράτος: Σύνταγμα, κυβέρνηση, Βουλή. Κράτος δυτικό, ευρωπαϊκό, αστικό.
Η πορεία αυτή που χάραζε η εν επαναστάσει ελληνική κοινωνία θα είναι έκτοτε μπούσουλας γι’ αυτήν. Γι’ αυτό στα ανορθολογικά καθεστώτα διακυβέρνησης του νέου και νεαρού ελληνικού κράτους από τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον Οθωνα η ελληνική κοινωνία θα αντιτάσσεται με μόνιμο αίτημα το «Σύνταγμα».
Θα χρειαστεί η αντιοθωνική στάση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 για να επανέλθει η χώρα σε δρόμο διαφωτισμού του ορθολογισμού. Η κοινωνία αυτό ζητούσε πάντοτε, τον ορθολογισμό• δεν ακολούθησε τις δικτατορίες του 20ού αιώνα, οι οποίες οργάνωναν τις ανορθολογικές κοινωνικές σχέσεις και στηρίζονταν στη βία κατά της κοινωνίας. Στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους θα ταχθεί στο πλευρό του ορθολογισμού – θα συμμαχήσει με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις του ορθολογισμού. Κεντρικό χαρακτηριστικό του ορθολογισμού είναι τα δικαιώματα, που στη Δημοκρατία αποδίδονται και «κατανέμονται» ορθά.
Στις δύο τελευταίες εκλογές πολλοί, πάρα πολλοί εκλογείς έδειξαν ότι δεν επιλέγουν ούτε το κεντρικό χαρακτηριστικό του ορθολογισμού ούτε τον ίδιο τον ορθολογισμό.
Αλλά πώς φτάσαμε εκεί; Φτάσαμε διότι η ελληνική Πολιτεία ποτέ δεν επέλεξε να καθιερώσει ως κεντρικό στόχο της εκπαίδευσης την εμπέδωση του ορθολογισμού ως μέσου ερμηνείας του κόσμου• κυρίως, δεν θέλησε να επιβάλει ως κύριο ζητούμενο των γνώσεων την ιστορική αλήθεια. Δεν θέλησε να διδάξει στις γενιές των νέων την ελευθερία της αναζήτησης, μακριά από ιδεολογήματα και χονδροειδή ιστορικά ψεύδη που εκπέμπονται από διάφορες τηλεοράσεις και υπάρχουν σε μεγάλες δόσεις στο Διαδίκτυο.
Συνηγόρησαν και διάφοροι επιστήμονες, οι οποίοι πιστεύουν στο τέλος του ορθολογισμού, και ορισμένοι άλλοι που θεωρούν ότι το μεγαλύτερο κακό στην Ιστορία έγινε από τον Διαφωτισμό, από πρόσωπα δηλαδή που βρήκαν την ευκαιρία να εισδύσουν στα αβυσσαλέα κενά της ελληνικής εκπαίδευσης και παιδείας και να την αποπροσανατολίσουν. Τόσο η Πολιτεία όσο και αυτοί οι «σοφοί» έχουν σακατέψει την κοινωνία.
Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών