Από την επομένη των εκλογών του Σεπτεμβρίου έχει ανοίξει μια έντονη συζήτηση για το μέλλον του Ποταμιού, η οποία πήρε εντελώς αρνητική τροπή μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ. Πολλοί προεξοφλούν το τέλος του, με πρώτους τους βουλευτές του κόμματος.
Θεωρώ ότι η συζήτηση αυτή είναι πολύ άδικη και για το Ποτάμι και για τον επικεφαλής του. Με την έννοια ότι το Ποτάμι δεν έχει κάνει, αυτό που λέμε, το μεγάλο λάθος. Αντιθέτως. Η μικρή διαδρομή του είναι πολιτικά γενναία και κόντρα στο ρεύμα, ενώ συχνά δέχτηκε χυδαίες επιθέσεις, πολλές φορές με λογικές αυριανισμού. Δεν θυμάμαι δήλωση του κόμματος που να χαϊδεύει αυτιά, που να είναι λαϊκίστικη, κόντρα στις αρχές του, αντιμεταρρυθμιστική. Είναι αυτό που λένε οι αγγλοσάξονες «always on the right side of the argument». Κοινώς, όταν προέκυπτε το οποιοδήποτε πολιτικό θέμα ήξερες ποια θα είναι η θέση του κόμματος. Από την παιδεία, τα δικαιώματα, τις ελευθερίες, την τρομοκρατία ως τους κομματικούς διορισμούς, τις αποκρατικοποιήσεις, το ασφαλιστικό, τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Συμπερασματικά, θεωρώ ότι το Ποτάμι ήταν και παραμένει μια πολύ χρήσιμη και έντιμη πολιτικά δύναμη, η οποία κατάφερε να προσελκύσει σημαντικές προσωπικότητες της χώρας (Διαμαντούρος, Τσακυράκης, Αλιβιζάτος, Ματσαγγάνης, Ευφραιμίδου κ.ά.).
Τίθενται, βεβαίως, δυο ερωτήματα. Πρώτον, για ποιο λόγο το Ποτάμι κινδυνεύει με αφανισμό και, δεύτερον, τι πρέπει να κάνει από εδώ και πέρα. Σε ό,τι αφορά στο πρώτο ερώτημα, εκτιμώ ότι το Ποτάμι πληρώνει την απουσία σαφούς ιδεολογικού στίγματος. Παρότι ενδιαφέρον ως πείραμα, κάποια στιγμή, ιδίως όταν έρχονται τα δύσκολα και τα διλήμματα, επιβεβαιώνεται ότι δεν χωρούν οι πάντες σε ένα κόμμα επειδή θεωρούνται γενικώς και αορίστως προοδευτικοί. Επιπλέον, πληρώνει την απουσία τολμηρών κινήσεων και επιλογών πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου, τότε που κυριαρχούσε η αντίληψη περί παλαιών και νέων, περί φθαρμένων και άφθαρτων. Τρίτον, πληρώνει το –ως τον Ιούλιο– φλερτ με τον κ. Τσίπρα. Και τέταρτον και μάλλον κυριότερο, την απόρριψη κάθε σχέσης και διαλόγου με τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς. Αυτοί είναι κατά τη γνώμη μου οι λόγοι που το Ποτάμι αντιμετωπίζει τόσο μεγάλες δυσκολίες.
Στο αιώνιο ερώτημα «και τώρα τι κάνουμε», νομίζω ότι οι απαντήσεις είναι σχετικά εύκολες. Από τη στιγμή που εκλέχτηκε ο κ. Μητσοτάκης, δεν υπάρχει πλέον κενό στην κεντροδεξιά και γενικότερα στους κεντροδεξιούς και φιλελεύθερους ψηφοφόρους. Θα τους πάρει όλους η ΝΔ. Άλλωστε, χιλιάδες ψηφοφόροι του Ποταμιού προσήλθαν στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ και ψήφισαν τον κ. Μητσοτάκη. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι το ίδιο θα πράξουν όταν θα γίνουν οι εθνικές εκλογές. Όπερ σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων του Ποταμιού θα φύγει, αν δεν έχει φύγει ήδη.
Κενό και μάλιστα σοβαρό, υπάρχει στην κεντροαριστερά, δεδομένου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει και δεν μπορεί να καλύψει αυτούς τους ψηφοφόρους. Εκτιμώ ότι τα τελευταία ανοίγματα του Ποταμιού σε πρόσωπα (Γιαννίτσης, Διαμαντοπούλου, Χρυσοχοΐδης) δεν έχουν πλέον νόημα. Κατά τη γνώμη μου είχαν πέρυσι τέτοια εποχή. Τώρα χρειάζονται μεγάλες πρωτοβουλίες, που ο Σταύρος Θεοδωράκης έχει και το αισθητήριο και τις προσλαμβάνουσες για να πάρει. Εννοώ, να εντάξει το Ποτάμι στις διεργασίες για τη συγκρότηση ενός νέου φορέα, που θα έχει ξεκάθαρο στίγμα –σοσιαλδημοκρατικό, ευρωπαϊκό, μεταρρυθμιστικό– και το οποίο θα αποτελέσει μελλοντικά πόλο εξουσίας. Νομίζω ότι το ίδιο πρέπει να πράξει και η Δημοκρατική Συμπαράταξη, ειδάλλως οι εξαγγελίες της κυρίας Γεννηματά δεν αναμένεται να κινητοποιήσουν ευρύτερες δυνάμεις. Αν το πράξουν όλοι, έχω τη βεβαιότητα ότι θα δημιουργηθεί στο χώρο του κέντρου και κεντροαριστεράς αντίστοιχη δυναμική με αυτή του κ. Μητσοτάκη στο χώρο της κεντροδεξιάς.