Υπάρχει μια συζήτηση που, σε βάθος χρόνου, ίσως να είναι περισσότερο σημαντική από το αποτέλεσμα των επόμενων διαπραγματεύσεων του Eurogroup. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ΟΝΕ θα επιβιώσει της κρίσης, δεδομένου του δημοσιοοικονομικού ελλείμματος της Γαλλίας και της Ισπανίας, του πολιτικού αδιεξόδου στην Ιταλία, της συνταγματικής-δημοσιοοικονομικής κρίσης στην Πορτογαλία, της επερχόμενης τραπεζικής κρίσης στη Σλοβενία, της νέας τραπεζικής κρίσης στην Ιρλανδία, της νέας τραπεζικής κρίσης στην Ελλάδα και της ολοκληρωτικής καταστροφής στην Κύπρο. Η επικαιρότητα πράγματι φοβίζει. Αλλά ας πούμε ότι με κάποιο τρόπο το Ευρώ επιβιώνει. Για τη γενιά των εικοσάρηδων, τριαντάρηδων και σαραντάρηδων, η Ευρωπαϊκή αφήγηση αιώνιας ειρήνης και προόδου ίσως να έχει ήδη πεθάνει.
Λέγεται συχνά ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, αλλά πόσο δημοκρατική είναι αυτή η Ευρώπη; Η «χαμένη γενιά» της «Μεγάλης Ύφεσης» στις ΗΠΑ του μεσοπολέμου έζησε σε πραγματικά «τραγικές συνθήκες», ανεργία που ποτέ δε ξεπέρασε το 22%! Πόσο μεγάλη πρέπει να γίνει η ύφεση μας πριν αποκτήσουμε συναίσθηση ότι έχουμε ιστορική ευθύνη; Στην Ελλάδα και την Ισπανία έχουμε ήδη ξεπεράσει το 26% και η Πορτογαλία μας πλησιάζει καλπάζοντας. Η κρίση μας είναι ιστορική.
Η Ευρωβουλή είναι ακόμα το επίκεντρο μιας θετικής αφήγησης για την Ευρώπη. Όμως η κρίση έχει αλλάξει πολλά. Σε 48 εβδομάδες, το Ουγγρικό Jobik και η ελληνική Χρυσή Αυγή μπορεί να έχουν έδρες στις Βρυξέλλες. Και αυτό που θα έχουν να πουν για την Ευρώπη, θα είναι πολύ διαφορετικό. Πέρα από την αποκρουστική τους ιδεολογία, θα εκφράσουν θυμό. Και με αυτό το θυμό πρέπει να εμπλακούμε, πρέπει να τον ακούσουμε, πρέπει να δουλέψουμε μαζί του. Γιατί εάν απλά τον καταδικάσουμε, τόσο απλά θα τον εκτρέφουμε.
Η πολιτική έκφραση του θυμού στην Ευρώπη διαφέρει από χώρα σε χώρα, αλλά το συναίσθημα είναι κοινό. Αυτήν την εβδομάδα διοργανώσαμε στις Βρυξέλλες μια ακόμα εκδήλωση στα πλαίσια της Πρωτοβουλίας SouthInTalk (ο Νότος σε διαβούλευση). Η συζήτηση ήταν μεταξύ συγγραφέων, ή αφηγητών του νότου. Το κεντρικό θέμα ήταν πώς αλλάζει η αφήγηση της κοινωνίας για τον εαυτό της και την Ευρώπη στον νότο. Ο λόγος είναι σαφής: εάν υπάρχει κάποια ελπίδα η Ευρώπη να βγει από την κρίση σαν σύνολο, αυτή συνδέεται με την ικανότητα της περιφέρειας να διαπραγματευτεί ως μέτωπο. Και αυτή η συζήτηση πρέπει να εμπλέξει και τους πολίτες, τους ανθρώπους του πνεύματος και τους πολιτικούς, έτσι ώστε ο θυμός όλων ν’ αποκτήσει μια δημιουργική διέξοδο.
Στα πλαίσια αυτά έγινε μια προσπάθεια να εμπλακούν άμεσα οι πολίτες. Ζητήσαμε και ζητάμε από τους πολίτες να συμμετέχουν στη συγγραφή ενός συλλογικού κειμένου με τίτλο «ο Νότος που ζω». Ουσιαστικά οι συμμετέχοντες συμπληρώνουν τις φράσεις «ανήκω σε μια γενιά», «δεν μπορώ», «ψάχνω», «θέλω». Αλλά το πλαίσιο είναι ελαστικό. Ας δούμε μερικά απ’ αυτά που μας λέει ο κόσμος.
Μια νέα μητέρα από την Πορτογαλία:
«Ανήκω σε μια γενιά που οι πατέρες προέβαλαν στα παιδιά τους όλα τους τα όνειρα για εκπαίδευση, ώστε να γίνουν μορφωμένοι άντρες και γυναίκες.
Δεν μπορώ παρά να φοβάμαι για το μέλλον των παιδιών μου, στο μέλλον των οποίων δεν μπορώ να προβάλω αντίστοιχα όνειρα ευτυχίας και ελπίδας.
Ψάχνω (απεγνωσμένα) το θάρρος να πω ψέματα στα παιδιά μου για το μέλλον που μάλλον πρέπει να περιμένουν.
Θέλω αυτό που ήθελαν και οι γονείς μου: ότι καλύτερο για το μέλλον των παιδιών μου, σε ένα μέλλον χωρίς εμένα».
Ένας νέος από την Ελλάδα λέει:
«Ψάχνω για δουλειά. Έχω δύο πτυχία και τρία πιστοποιητικά. Θέλω μόνο μια δουλειά».
Αυτές οι αφηγήσεις είναι οι μόνες πανευρωπαϊκές που έχουμε στη διάθεση μας. Κανένα κόμμα στη σημερινή Ευρωβουλή δεν μπορεί να εκπροσωπήσει αυτές τις ανησυχίες. Η ακροδεξιά θα τις εκφράσει, αλλά δεν θα τις εκπροσωπήσει. Γιατί η εκπροσώπηση είναι μια δουλειά που θέλει συνείδηση, συναίνεση και δημιουργικότητα. Και η ακροδεξιά δεν έχει τίποτα απ’ όλα αυτά. Στο μεταξύ βέβαια, τόσο σε κάθε χώρα ξεχωριστά όσο και στην Ευρώπη γενικότερα είμαστε πρωταγωνιστές σ’ ένα ηθογραφικό θεατρικό που δεν αφορά τους εργαζόμενους, τους άνεργους, τους καταναλωτές, του αποταμιευτές και τους εργαζόμενους φτωχούς. Και εναλλασσόμαστε σε ρόλους «καλού» και «κακού» αυτοσχεδιάζοντας, χωρίς να σκεφτούμε εάν έχουμε κοινό. Και πρέπει αντί απλά να καταδικάζουμε την κάθε ακροδεξιά, να σκεφτούμε ότι εάν χάσουμε το κοινό μας, κάποιος θα το κερδίσει.
Όπως τόνισε ο Πορτογάλος συγγραφέας, Peixoto, ο κοινός τόπος μεταξύ συγγραφέων και πολιτικών είναι ο λόγος. Θα έλεγε κανείς ότι ο λόγος απαιτεί ευθύνη, για τους πολιτικούς συχνά εφήμερη ή «επίκαιρη», για τους συγγραφείς δυνητικά αέναη. Ο λόγος του συγγραφέα είναι δέσμευση. Όπως τόνισε η Venetia από την Ιταλία, η αυτοκτονία πολλών πολιτών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να επανασυνδεθούμε με το παρελθόν μας για να βρούμε τις αξίες με τις οποίες αξίζει να ζούμε. Θα έλεγε κανείς ότι αυτή είναι μια περισσότερο δημιουργική απάντηση από την έκφραση μιας «ειλικρινούς συμπάθειας» στις οικογένειες αυτών των ανθρώπων. Ο Roncagliolo σημείωσε ότι η μόρφωση της σημερινής γενιάς σημαίνει και επιλογές και αυτό του δίνει ελπίδα. Και αυτή η παρατήρηση έχει μια πολιτική σημασία: μια γενιά που πράγματι έχει επιλογές, απαιτεί από τους εκπροσώπους της επιλογές και όχι μονοδρόμους. Και ο Σταμάτης από την Ελλάδα σημείωσε ότι δεν μπορεί η «ορθολογικότητα» να είναι μονοδιάστατα ωφελιμιστική: ποιος μπορεί να μη δει την πολιτική σημασία αυτής της δήλωσης για την Ευρώπη;
Ίσως πρέπει να μάθουμε από τους συγγραφείς πώς να παράγουμε δεσμευτικό λόγο, με σαφή αναφορά σε αξίες, που να τις απευθύνουμε σ’ ένα κοινό που δεν υποτιμούμε και που εκφράζει, μεταξύ άλλων, προοπτική και επιλογές. Ίσως παρά τη θέληση τους, οι συγγραφείς συμμετείχαν σε μια βαθιά πολιτική συζήτηση. Και επιστρέφοντας στα θέματα «της επικαιρότητας» με αυτά τα διδάγματα, πριν κουνήσουμε το δάκτυλο στην ακροδεξιά, πρέπει να συζητήσουμε γιατί απαξιώνουμε το θυμό του κόσμου πριν ακόμα τον αφουγκραστούμε με τον ασαφή όρο «λαϊκισμός».