Όπως διαβάζω σε διάφορα ειδησεογραφικά σάιτ, ο Φώτης Κουβέλης ανακοίνωσε τη συνεργασία της ΔΗΜ.ΑΡ. με τους Οικολόγους – Πράσινους, χωρίς όμως και να διευκρινίζεται ποια μορφή θα έχει αυτή η συνεργασία. Το μόνο που αναφέρεται είναι ότι η Δημοκρατική Αριστερά «ενώνει τις δυνάμεις της με τους Οικολόγους Πράσινους για την καθιέρωση της απλής αναλογικής, με αυτονόητη την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών και την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με το αναγκαίο στοιχείο της μετενέργειας».
Χωρίς βεβαίως να τοποθετούμαι αρνητικά στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας συνεργασίας, καθώς είμαι υπέρ της επιδίωξης των ευρύτερων δυνατών συνεργασιών με δυνάμεις των οποίων τα προγράμματα και οι επιδιώξεις συγκλίνουν, θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στο σημείο εκείνο του δημοσιεύματος που αναφέρεται στην ανάγκη καθιέρωσης της απλής αναλογικής.
Πρόκειται για πάγιο αίτημα της Αριστεράς, το οποίο όμως παγίως παραμένει σε επίπεδο πολιτικής διακήρυξης ή και πολιτικής προπαγάνδας, από τη στιγμή που δεν δηλώνεται και το πώς θα διαχειριστεί η Αριστερά το αποτέλεσμα της απλής αναλογικής. Με άλλα λόγια, αν σκοπεύει να αξιοποιήσει το εκλογικό της ποσοστό συνεργαζόμενη με άλλες πολιτικές δυνάμεις, προσδιορίζοντας μάλιστα και ποιες είναι (ή μπορεί να είναι) αυτές και για την επίτευξη ποιου σκοπού.
Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, όπως κατέδειξε και η πρόσφατη τραυματική εμπειρία των εκλογών, δυνάμεις της Αριστεράς όπως το ΚΚΕ, δηλώνουν ότι δεν συνεργάζονται και δεν προτίθενται να συνεργαστούν με κανέναν, ενώ άλλες δυνάμεις, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, κάνουν ό,τι μπορούν για να μη συνεργαστούν, αλλά και να αποτρέψουν κάθε πιθανή δυνατότητα συνεργασιών.
Δυστυχώς, στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε μετεκλογικά και η Δημοκρατική Αριστερά. Η οποία, ενώ δήλωνε ότι επιθυμεί τη συγκρότηση κυβέρνησης και κατέθετε μάλιστα και συγκεκριμένες προτάσεις – που γίνονταν δεκτές από άλλες πολιτικές δυνάμεις – προκειμένου να αποτραπεί το διαφαινόμενο πολιτικό αδιέξοδο, στο τέλος έκανε πίσω, επικαλούμενη την άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να μετάσχει σε οποιαδήποτε συμφωνία για σχηματισμό κυβέρνησης.
Πρόκειται για μια ιδιόμορφη περίπτωση πολιτικού ετεροκαθορισμού, κατά την οποία αρνείσαι να κάνεις αυτό που θεωρείς σωστό, γιατί αρνείται να κάνει το ίδιο κάποιος τρίτος! Με αποτέλεσμα να οδηγείσαι έτσι, εκών άκων, εκεί που θέλει ο άλλος να σε οδηγήσει – στην προκειμένη περίπτωση, στο μη σχηματισμό κυβέρνησης και στις επαναληπτικές εκλογές, από τις οποίες δεν πρόκειται να προκύψει κάποιο διαφορετικό αποτέλεσμα. Ή μάλλον, είναι ενδεχόμενο να προκύψει αποτέλεσμα που να δικαιώνει την πολιτική τού άλλου, να οδηγήσει σε εκλογές με την προσδοκία να καταλάβει την πρώτη θέση και να κερδίσει το «μπόνους» των 50 εδρών! (Κι εδώ, δεν έχει νόημα να μπει κάποιος στη συζήτηση για το πώς επιδιώκεις να επωφεληθείς από ένα νόμο, τον οποίο λίγο πριν κατάγγελλες ότι νοθεύει τη λαϊκή βούληση! Ως γνωστό, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα…)
Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά του εκλογικού αποτελέσματος της 6ης Μαΐου σε σχέση με το αίτημα της απλής αναλογικής, καθώς οι έδρες που κέρδισαν τα κόμματα, με εξαίρεση το «μπόνους» των 50 εδρών της Ν. Δ., ανταποκρίνονται με ακρίβεια συν – πλην μιας έδρας στο εκλογικό τους ποσοστό. Καθόλου περίεργο βεβαίως, καθώς οι 250 έδρες κατανεμήθηκαν στα κόμματα αναλογικά. Και για του λόγου το αληθές, με την απλή αναλογική, η δύναμη των κομμάτων την επομένη των εκλογών θα ήταν η εξής:
– Ν.Δ. 57 έδρες (με το «μπόνους» πήρε 108)
– ΣΥΡΙΖΑ 51 (πήρε 52)
– ΠΑΣΟΚ 40 (πήρε 41)
– Αν. Ελλ. 32 (πήρε 33)
– ΚΚΕ 25 (πήρε 26)
– ΔΗΜ. ΑΡ. 18 (πήρε 19)
– Χ.Α. 21 (πήρε 21)
Ενδιαφέρον, όμως, έχει ακόμη να επισημάνει κανείς ότι αν το όριο για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή δεν ήταν 3%, αλλά 2%, στο Κοινοβούλιο θα μετείχαν άλλα τέσσερα κόμματα:
– Οικολόγοι Πράσινοι με 9 έδρες
– ΛΑΟΣ με 9 έδρες
– ΔΗΣΥ με 8 έδρες
– Δημιουργία Ξανά με 6 έδρες
Όσο κι αν είναι προφανές ότι με την απλή αναλογική η τελική κατανομή των εδρών δεν θα ήταν ακριβώς η πιο πάνω, το αποτέλεσμα δεν θα άλλαζε, καθώς και πάλι το ζητούμενο θα ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης, πράγμα το οποίο θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς το πρώτο κόμμα δεν θα διέθετε το «ληστρικό μπόνους» των 50 εδρών. Οπότε;
Αν η Αριστερά θέλει να είναι συνεπής με την απαίτησή της για την απλή αναλογική, που ασφαλώς και είναι δικαιότερο εκλογικό σύστημα, οφείλει όχι απλώς να μιλάει γενικώς και αορίστως υπέρ της συνεργασίας, αλλά να προσαρμόσει συνολικά τη λειτουργία της, τη φιλοσοφία της, το πρόγραμμά της, τη στρατηγική της, στο πώς θα συγκροτήσει την ευρύτερη δυνατή συνεργασία με τις δυνάμεις εκείνες, που κι αυτές θα εργάζονται προς την κατεύθυνση της συνεργασίας. Και μια τέτοια αντίληψη δεν υπάρχει. Κι επομένως, οι διακηρύξεις υπέρ της απλής αναλογικής, παραμένουν απλές διακηρύξεις, χωρίς κανένα αντίκρισμα.
Στη σημερινή πολιτική συγκυρία, το ζητούμενο είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης ικανής να εξασφαλίσει την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ευρώ και ταυτόχρονα να μπορεί να διαπραγματευτεί ισότιμα και έντιμα με τους εταίρους μας αλλαγές στη δανειακή σύμβαση, που να ελαφρύνουν τους πολίτες από δυσβάσταχτα βάρη και να ανοίγουν το δρόμο στην ανάπτυξη, αλλά και να εγγυάται ότι θα προχωρήσει επιτέλους στις ριζικές μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν χρόνια τώρα για τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος, για ένα δικαιότερο φορολογικό σύστημα που να εξυπηρετεί και τις ανάγκες των υγιών επιχειρήσεων και για μια ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου, προκειμένου να πάψει να παράγει ελλείμματα και διαφθορά, αλλά να τεθεί επιτέλους στην υπηρεσία του πολίτη.
Απέναντι στο μέτωπο του λαϊκισμού που προωθούν δυνάμεις της δεξιάς και της αριστεράς, καιρός είναι να αντιπαρατεθεί επιτέλους μια σοβαρή ευρωπαϊκή Αριστερά, που θα προτάσσει το εθνικό συμφέρον και όχι την κομματική της επιβίωση.
Ο Νικηφόρος Αντωνόπουλος είναι δημοσιογράφος