* Κατά την κλασική μαρξιστική θεωρία η Αριστερά είναι το κόμμα της εργατικής τάξης. Είναι το υποκείμενο που επιδιώκει να οργανώσει την εργατική τάξη ώστε από τάξη “αφ’ εαυτής” να γίνει τάξη “δι’ εαυτήν”.
Η άλλη τάξη, πάντα κατά την μαρξιστική θεωρία, είναι η τάξη των καπιταλιστών, αυτών που κατέχουν τα μέσα παραγωγής, χρησιμοποιούν την εργατική δύναμη αμείβοντάς την τόσο ώστε να μπορεί -στις εκάστοτε συνθήκες- να αναπαράγεται, ιδιοποιούνται δε την υπεραξία που η εργασία παράγει.
Τα υπόλοιπα ενδιάμεσα στρώματα θεωρούνται κατά βάση αντιδραστικά. Η μικροαστική “τάξη”, δηλαδή οι μικροιδιοκτήτες, οι έμποροι κλπ θεωρείται κατ’ εξοχήν αντιδραστική τάξη γιατί όχι μόνο, σε τελευταία ανάλυση, θα πάει με το μέρος της καπιταλιστικής τάξης αλλά και γιατί αντιδρά στο προχώρημα του καπιταλισμού σ’ ένα ανώτερο επίπεδο (όπως π.χ. στη συγκέντρωση κεφαλαίου) πράγμα όμως που είναι απαραίτητο, βάσει της θεωρίας, για να ωριμάσουν οι συνθήκες ώστε ο τρόπος παραγωγής να παρεμποδίζεται από τις σχέσεις παραγωγής. Τότε θα καταστεί αναγκαία η αλλαγή (ανατροπή) των σχέσεων παραγωγής (του καπιταλισμού).
Η βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας μπορεί, κατά καιρούς, να παίρνει διάφορες μορφές δηλαδή η κυρίαρχη -κάθε φορά- αντίθεση, έχοντας πάντα ως υπόβαθρο τη βασική αντίθεση, μπορεί να εμφανίζεται ως π.χ. δημοκρατία – δικτατορία ή ιμπεριαλισμός – τρίτος κόσμος, αποικιοκρατία – απελευθερωτικά κινήματα κλπ. Νεομαρξιστικές θεωρίες αναγνωρίζουν ότι πέρα από τη βασική αντίθεση υπάρχουν και άλλες αντιθέσεις -δευτερεύουσες- που όμως ανάλογα με τις συνθήκες μπορεί να παίρνουν χαρακτηριστικά κύριας αντίθεσης. Αυτές οι θεωρίες προσπαθούν να ενσωματώσουν στην οραματιζόμενη διαδικασία κοινωνικής απελευθέρωσης αντιθέσεις και κινήματα όπως το φεμινιστικό, το οικολογικό κλπ.
Βέβαια από τότε που διατυπώθηκαν οι μαρξιστικές θεωρίες (παλαιότερες και νεότερες) πέρασε πολύς καιρός, κύλησε η ιστορία, η ανθρωπότητα γέμισε από εμπειρίες μα το κυριότερο άλλαξαν οι κοινωνικές συνθήκες. Έτσι, η κλασική έννοια της τάξης έχει υποχωρήσει, τα άτομα είναι “πολυσθενή” (όπως εύστοχα έχει γράψει ο Τσουκαλάς), δηλαδή ο μισθωτός μπορεί παράλληλα να έχει και κάποιο –έστω μικρό- ποσοστό σε μέσο παραγωγής ή στην οικογένεια να υπάρχει κι ένα κατάστημα και ο ίδιος να ‘ναι και εργοδότης. Εδώ πλέον το ταξικό του συμφέρον δεν είναι προφανές και η πολιτική του ένταξη (βάσει του “ταξικού” συμφέροντος) δεν είναι μονοσήμαντα καθορισμένη. Αυτό που μένει όμως αναλλοίωτο είναι το συμφέρον της “εργασίας” και το συμφέρον του “κεφαλαίου” έστω και αν δεν είναι πάντα ευδιάκριτο ποιοι στοιχίζονται πίσω από τις έννοιες.
Ένα κόμμα που διεκδικεί για τον εαυτό του να είναι αριστερό στις σημερινές, πιο σύνθετες, συνθήκες λογικό είναι να έχει να κάνει επιλογές και σε στόχους και σε συμμαχίες, χωρίς όμως να ξεχνά ή, πολλώ μάλλον, να πηγαίνει αντίθετα στις βασικές κατευθύνσεις που υποτίθεται πως έχει.
Στις Σκουριές της Χαλκιδικής φαίνεται ότι η εργατική τάξη είναι υπέρ της επένδυσης, οι υποψήφιοι μεταλλωρύχοι θέλουν πρώτα πρώτα να υπάρξει εργασία. Είναι σύμμαχοι με τους επενδυτές -τους καπιταλιστές- για να υπάρξει η δραστηριότητα. Μετά μπορεί να διεκδικήσουν αλλά για να διεκδικήσουν πρέπει να υπάρχουν ως εργαζόμενοι. Από την άλλη είναι οι μικροιδιοκτήτες, μικροαστικά στρώματα που ίσως προσβλέπουν στον τουρισμό σε συμμαχία με οικολογικές ομάδες (ή κατά ορισμένους με χρήση οικολογικών προπετασμάτων καπνού). Ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει τους δεύτερους.
Στην Κερατέα μικροιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας, συχνά αυθαιρέτων κτισμάτων, πρωτοστατούν στην αντίδραση. Όχι δεν είναι η εργατική τάξη, δεν είναι για τα συμφέροντα της εργασίας. Αυτά θα ‘ταν με την κατασκευή του ΧΥΤΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δυναμικά με τους πρώτους.
Και άλλα παραδείγματα υπάρχουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εναντίον του να ανοίγουν τα καταστήματα τις Κυριακές. Όχι μόνον επί τη βάσει των συμφερόντων των μισθωτών υπαλλήλων που υπάρχει φόβος να καταστρατηγούνται τα εργασιακά τους δικαιώματα. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε διεκδίκηση συστηματικών ελέγχων από την επιθεώρηση εργασίας ή διεκδίκηση επιβολής νέων ελέγχων π.χ. από τα συνδικάτα. Κυρίως αντιτίθεται σε υπεράσπιση των μικροκαταστηματαρχών που -υποστηρίζεται- θα κινδυνεύσουν από τα πολυκαταστήματα -το μεγάλο κεφάλαιο- τα οποία πιο εύκολα μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις επιπλέον μέρες λειτουργίας τους. Μπορεί να ‘ναι κι έτσι. Όμως γιατί η αριστερά να ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα των μικροαστών που απειλούνται από τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου; Και επιπλέον γιατί δεν ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα όλων των άλλων εργαζομένων που θα μπορούν πιο άνετα να ψωνίζουν τις Κυριακές;
Είναι σαφές ότι ένα αριστερό κόμμα που διεκδικεί την εξουσία επιδιώκει να έχει ευρύτερη υποστήριξη. Αυτή η υποστήριξη όμως -όταν δεν συμπίπτει με ταξικά συμφέροντα- έχει νόημα όταν είναι σε ιδεολογική βάση και όχι στη βάση αντίθετων ταξικών συμφερόντων ή επί μέρους συντεχνιακών συμφερόντων. Η πολιτική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ κάθε άλλο παρά αποκρούει την κατηγορία του λαϊκισμού.
.
* Δημοσιευτηκε στην Αυγη 15/2