«Μικρό και αλαζονικό έθνος»

Κώστας Κούρκουλος 08 Δεκ 2018

Μπορεί οι αρχαίοι  Έλληνες να έζησαν την ιστορία τους μέσα από τη μυθολογία, όπως μας επισήμανε η  Μιμίκα  Κρανάκη στο «Διαβάζοντας τον Φρόυντ».

Όμως, την έζησαν λυτρωτικά και δημιουργικά.  Αφού η μυθολογία ήταν η πρώτη ύλη της τραγωδίας, μέσω της οποίας διαυγάστηκε η έννοια της ύβρεως. Της  υπέρβασης δηλαδή των ορίων, τα οποία ουδεμία υπερβατική δύναμη έθεσε, αλλά ο καθένας οφείλει συνεχώς να ανακαλύπτει και να θέτει στον εαυτό  του.

Με άλλα λόγια,  μέσω των μύθων της τραγωδίας, διδάχτηκε η ανάγκη του αυτοπεριορισμού, ως θεμελιώδες στοιχείο  της ίδιας της δημοκρατίας.

Και μετά τον ορισμό της δημοκρατίας ως της τέχνης και του αυτοπεριορισμού, η οποία απορρέει από την επίγνωση των ορίων, ήρθαν οι Νεοέλληνες. Οι οποίοι επιλέγουν ακριβώς το αντίστροφο: Την έλλειψη αυτεπίγνωσης.

Με αποτέλεσμα, να αναλώνονται σε παραληρηματικές φαντασιώσεις περί ενός «….έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του, ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση…», κατά την γνωστή διατύπωση του Π. Κονδύλη.

Έτσι, απέναντι στα ερωτήματα του παρόντος και του μέλλοντος, έχουν έτοιμη απάντηση, που έρχεται από τα νεκροταφεία του παρελθόντος: Τον εθνορομαντισμό. Η επίκληση του οποίου, αντικαθιστά και υπεραναπληρώνει κάθε υποχρέωση για ανάληψη ευθυνών!

Άσε που η απουσία κάθε ατομικής ευθύνης, βρήκε την φενάκη της και σε συλλογικές φαντασιώσεις.  Είτε «εθνικού μεγαλείου», είτε «κοινωνικής δικαιοσύνης», ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση του φενακιζομένου.

Πράγμα που σημαίνει ότι αρκούσε να είναι κανείς σύμφωνος με τις κοινές φαντασιώσεις, με αυτό δηλαδή που ξέρουμε ως «ηθική των αυταπατών», για να μην έχει καμία ηθική ευθύνη για τις πράξεις του, έστω και αν οδηγούν στην καταστροφή.

Έτσι,  από έλλειψη ακριβώς αυτεπίγνωσης και της συνεπακόλουθης ηθικής της ευθύνης, έφτασε στο σημείο ο Νεοέλληνας, να ακολουθεί στις αρχές του 21ου αιώνα έναν νέο Παπουλάκο ο οποίος, με «όπλο» την άγνοιά του, υποσχόταν να κάνει την ανθρωπότητα να «χορεύει» στους ρυθμούς μας!

Ή κάτι απίθανους συνοδοιπόρους του νέου Παπουλάκου, που υπόσχονταν «Κούγκι» και «Αρμαγεδδώνες» για τη χώρα. Οι οποίοι, με άλλα λόγια, μεθόδευαν την αυτοκαταστροφή της χώρας, ως μέσον για τη «νίκη» της απέναντι στην Ευρώπη!

Ώσπου στο τέλος ήρθε η γελοιοποίηση. Εξαγγέλθηκε ως θρίαμβος, η είσοδος του νέου Παπουλάκου στα «σαλόνια των εχθρών», χωρίς γραβάτα!

Και μπορεί τα «νεκροταφεία» του παρελθόντος να τροφοδοτούν το παρόν μας  με τις γραφικότητες του «εθνορομαντισμού» ή να ντύνουν «Μεγαλέξανδρους» ή «αγραβάτωτους» κάθε λογής διαταραγμένους ή «αυταπατώμενους». Ο κίνδυνος όμως δεν βρίσκεται σ’ αυτήν την ελαφρότητα.

Αντίθετα, βρίσκεται στην σχέση μας με τα «νεκροταφεία» του παρόντος, στα οποία ενταφιάζεται κάθε απόπειρα δημιουργίας. Και αυτό,  λόγω της καθήλωσής μας σε μία «αστυνομική» και γι’ αυτό θανάσιμη αντίληψη της δημιουργίας. Σύμφωνα με την οποία, η παραγωγική δουλειά και η επιχειρηματική επιτυχία, εκλαμβάνονται ως ηθική κατάρα και «έσχατη αμαρτία».

Γι’ αυτό άλλωστε, προκειμένου να προφυλαχτούμε από την «αμαρτία της δημιουργίας», υπονομεύουμε κάθε επένδυση.

Τυπική περίπτωση, η διαρκής υπονόμευση της επένδυσης στο Ελληνικό, της μεγαλύτερης – αν υλοποιείτο – επένδυσης στην ιστορία της χώρας. Όπου, για να την ματαιώσουμε,  επί τέσσερα χρόνια αναζητούμε μέχρι λιοντάρια στον αεροδιάδρομο του παλιού αεροδρομίου!

Άλλωστε έχουμε ξεκαθαρίσει οριστικά ότι οι επενδύσεις ανήκουν σε άλλους πολιτισμούς. Εκεί όπου η δημιουργία θεωρείται «υπηρετική διαχείριση» των παροχών του Θεού. Και, κατά συνέπεια, η επιχειρηματική επιτυχία ευσεβής ανταπόκριση στην «κλήση» από το θείο. Πράγματα ξένα για το δικό μας «υψηλόφρον ήθος».

Άσε που εδώ έχουμε και κάτι ακόμη, που μας προστατεύει από κάθε κακοτοπιά: Το μίσος μας κατά της δημοκρατίας.  Αυτού του ακατονόμαστου και μισητού πολιτεύματος, που μας ήρθε ως εμφύτευμα από τη Δύση και μας φορτώνει ευθύνες.

Έτσι λοιπόν, εμποδίζοντας τις επενδύσεις και υποκαθιστώντας την ελεύθερη εργασία με επιδόματα προς τον «λαό», αποτρέπουμε την δημιουργία αυτόνομων πολιτών, οι οποίοι είναι η βάση της δημοκρατίας. Και στην θέση τους δημιουργούμε ένα ιδιαίτερο ανθρωπολογικό είδος «εξαρτημένων επιδοματούχων», το οποίο είναι απολύτως ασύμβατο με την δημοκρατία.

Πώς φτάσαμε σε τέτοια κατάντια; Πού πήγε η «αιδώς» την οποία, κατά Πλάτωνα, έστειλε στους ανθρώπους ο Δίας για να τους σώσει από την καταστροφή;  Ανακηρύσσοντας μάλιστα σε «…αρρώστια της πόλης, αυτόν που δεν μπορεί να μετέχει αιδούς…..»;

Για να μην μιλήσουμε για την απουσία ενοχών, οι οποίες ουδέποτε μας επισκέφτηκαν, αφού προϋποθέτουν ένα υψηλότερο ακόμη στάδιο πολιτισμού. Σύμφωνα με το οποίο, δεν αυτοπεριορίζεσαι επειδή σε «βλέπουν» και ντρέπεσαι, αλλά από εσωτερική επιταγή.

Για να συνοψίσουμε μετά από όλα αυτά, με ερώτημα: Έχουμε εν τέλει σχέση με τον Επιτάφιο του Περικλή τον οποίο, εδώ και σχεδόν δύο αιώνες –  μάλλον σουσουδίζοντας – επικαλούμαστε ως παράδοσή μας ή είμαστε αποκλειστικά απόγονοι των ένδοξων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων;

Σε όσα ρητά ή υπόρρητα εμπεριέχει το βασανιστικό αυτό ερώτημα, μας καλεί να απαντήσουμε μαζί του ο Μάκης Καραγιάννης, με το βιβλίο του «Μικρό και αλαζονικό έθνος», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Επίκεντρο».

Μας καλεί δηλαδή σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στην περιπέτεια της «Νεολληνικής Ιδιαιτερότητας» – για να παραφράσουμε τον Καστοριάδη – στον οποίο φέρεται να έχει ιδιαίτερα εντρυφήσει ο συγγραφέας.

Οποιαδήποτε συνοπτική αναφορά στο περιεχόμενο του βιβλίου, δημιουργεί τον κίνδυνο  να το αδικήσεις. Γι’ αυτό και αποφεύγω μία τέτοια εκτροπή. Άλλωστε, το ίδιο το βιβλίο είναι μία σύνοψη της ευρωπαϊκής σκέψης και της αμφιθυμικής σχέσης που συνήψε μαζί της, το «Μικρό και αλαζονικό έθνος».

Και κάτι ακόμη: Ο δυνατός έρωτας, πολλές φορές επιβεβαιώνεται όχι μόνον από την πρώτη, αλλά και από την «τελευταία γεύση».  Αυτό συμβαίνει και με το βιβλίο του Μάκη Καραγιάννη. Από τις πρώτες του σελίδες καταλαβαίνεις το γοητευτικό ταξίδι το οποίο ξεκινάς μαζί του και με τις τελευταίες, χαίρεσαι που άξιζε τόσο πολύ τον κόπο!