Η κρίση έφερε γκρίνια, έφερε οργή, αγανάκτηση, αύξησε τον ατομισμό και την αντιπαλότητα όλων εναντίων όλων, εγκατέστησε φοβικές αντιλήψεις, ανασφάλειες, παραίτηση, ιδιώτευση, ανέδειξε πολιτικαντισμούς και ιδεοληψίες και κυρίως το δημοκρατικό έλλειμμα μιας κοινωνίας που προσπαθεί με δυτικοευρωπαϊκά «οπλικά συστήματα» να εκσυγχρονίσει την ανατολίτικη πολιτισμική «αρματωσιά» της.
Έφερε όμως ταυτόχρονα και προβληματισμό, ειλικρινή αγωνία, δημιουργική (όχι πάντα) συζήτηση, κάποια έστω υβριδική πολιτική συναίνεσης, ανέδειξε πάνω απ’ όλα την παραμελημένη ανάγκη να μελετήσουμε, να μάθουμε, να κατανοήσουμε και κυρίως ν’ αλλάξουμε. Ν’ αλλάξουμε τώρα και ν’ αλλάζουμε διαρκώς.
Ν’ αλλάζουμε συγχρονικά, με εκείνο το μέρος του κόσμου όπου οικονομικά, γεωπολιτικά, μα πιο πολύ φαντασιακά, ιστορικά και πνευματικά αισθανόμαστε και καταδηλώνουμε ότι ανήκουμε.
Η ελληνική αριστερά με όλη την πολύμορφη παρουσία της, με όλα τα «πάνω» και τα «κάτω» της, με όλες τις ηρωϊκές και τραγικές στιγμές της, τις κάποτε τραγελαφικές αντιφάσεις της, γέννημα της συγκεκριμένης κοινωνίας και των μεταβαλλόμενων συνθηκών της, προσπάθησε και παλιότερα να πάρει ενεργά μέρος και μαζί με άλλες δυνάμεις να διαμορφώσουν ένα καλύτερο μέλλον.
Επιδίωξε να συμπράξει με πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που εκτιμούσε ότι μπορούσαν μαζί να δημιουργήσουν ένα πολιτικό συσχετισμό ικανό να βάλλει τα θεμέλια για ένα καλύτερο αύριο.
Δεν είναι στις προθέσεις μας να αξιολογήσουμε εδώ, την εξέλιξη, την κατάληξη και τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών, ούτε και τα αποτελέσματα του διαρκούς μετώπου που αυτές δημιούργησαν στο εσωτερικό της αριστεράς.
Η χώρα μας σήμερα βρίσκεται σε οριακές οικονομικές, δημοσιονομικές, πολιτικές μα και πνευματικές συνθήκες.
Δεν έχουμε αμφιβολία ότι μέσα σ’ αυτές, ο μοναδικός πραγματικός πατριωτισμός είναι το μονοπάτι της αλήθειας, της λογικής, της συναίνεσης, μα και των πρωτοβουλιών, της δημιουργικής συμμετοχής, των δράσεων και φυσικά της σύγκρουσης με τα βαρίδια της πατριδοκαπηλείας, της ιδιοτέλειας, του φανατισμού και του λαϊκισμού.
Σ’ αυτό το μονοπάτι πορεύτηκε ο Λεωνίδας.
Με όλους τους συντρόφους του και ταυτόχρονα με τη μοναξιά ενός αριστερού σχοινοβάτη που τίναξε έγκαιρα από πάνω του τη σκόνη της αιώνιας αλήθειας, που τοποθέτησε στο μουσείο της ελληνικής αριστεράς την πανοπλία της θεωρητικής ιδεοληψίας και φύσηξε νέο αέρα στα πανιά της σύγχρονης αριστερής πράξης.
Έτσι τον θυμόμαστε.
Κι αν κάτι του οφείλουμε, όπου κι αν είναι, ότι κι αν βλέπει, ότι κι αν βλέπουν παρέα με εκείνον τον σιωπηλό κανελί γάτο του, είναι να περπατήσουμε το μονοπάτι που άνοιξε, με την πεποίθηση (δική του και δική μας) ότι αυτή τη φορά πρέπει να πετύχουμε.
Γιατί αλλιώς τον βλέπω να αρπάζει πάλι τη φυσαρμόνικα και να παίζει το «επέσατε θύματα….»
Μόνο που θα το κάνει χαμογελώντας.
Με ένα καλοκάγαθο χαμόγελο κάτω από τα μουστάκια του, σαν να θέλει να πει ότι αυτή τη φορά η αποτυχία δεν θα είναι τραγωδία αλλά κάτι χειρότερο.
Θα είναι φάρσα.