Αυτό που φαίνεται να ισχύει πέρα από κάθε αμφιβολία και εικασία είναι ότι κανένας ιστορικός δε θα μπορέσει να αφηγηθεί την ιστορία του αιώνα μας, ούτε να δικαιολογήσει όσα σε ορθολογικό πεδίο έχουν γίνει αδικαιολόγητα, χωρίς να τα εντάξει σε ένα διαφορετικό πλαίσιο νομιμοποίησης όπως αυτό του λαϊκισμού, την πιο περίπλοκη και επικίνδυνη από τις νεωτερικές έννοιες, στην ομήλικη με την νεωτερική εποχή καταγεγραμμένη ιστορία.
Η λαϊκή και η λόγια γνώμη συμφωνούν – σάμπως τα γεγονότα να βιάστηκαν να εγκολπωθούν όλες τις ιδεολογικές δικαιολογήσεις του λαϊκισμού – ότι μία συγκυρία φέρνει σε αντιπαράθεση τον παλιό πολιτισμό των ιδεολογιών του 19ου αιώνα όπως καπιταλισμός, σοσιαλισμός, κομμουνισμός, με την καταγγελία ότι έχουν χάσει την επαφή με τις μείζονες πραγματικότητες του κόσμου μας και τις αντιλήψεις καθώς και τους τρόπους δράσης της Νέας Αριστεράς, η οποία, οδηγώντας στα άκρα τη φιλοσοφική και την ιστορική παράδοση στην οποία ανήκει, καταλήγει στην αποθέωση του λαϊκισμού.
Ο λαϊκισμός, ένα ασυγκράτητο κύμα που απειλεί να σαρώσει τον παλιό πολιτικό πολιτισμό με τις νέες αξίες του, από τη στιγμή που οι δικαιολογητικές αιτίες του έγιναν πηγή έμπνευσης για τις αντιφιλελεύθερες προκαταλήψεις των κατώτερων και των μεσαίων τάξεων, έχασε κάθε περιορισμό που επιβάλλει η κοινή λογική.
Η ερμηνευτική προσέγγιση του φαινομένου ίσως να είναι απλούστερη από όσο τείνουμε να πιστεύουμε. Η κοινωνία, που έχει διαστρεβλώσει όλες τις αρετές σε κοινωνικές αξίες και με την αδυναμία να κρίνει και να κατανοεί τις νέες καταστάσεις με τις οποίες την έφερε αντιμέτωπη η ιστορία, δεν ενδιαφέρεται για τη συμβατική σοφία που περιέχει η κοινή λογική.
Ασπάζεται συχνά την ιδέα της υπεραπλούστευσης των προκλήσεων στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο που επισκιάζει τα πραγματικά ζητήματα, τα οποία εύκολα μπορεί να διακρίνει η κοινή λογική.
Εγκαινιάζει την εμπειρία μιας ανοιχτής αμφισβήτησης των λεγόμενων ενδιάμεσων θεσμών και μιας περιφρόνησης των κανόνων που εκκινούν από τον ορθό λόγο.
Έλκεται από τις αθετήσεις της πραγματικότητας, των οποίων η διαρκής μεταγραφή επιτάσσει παραμυθίες.
Ο λαϊκιστικός εφιάλτης, με τη δυσοίωνη όψη ενός ελιγμού νέου είδους που στοιχειώνει την Ευρώπη, συγκεφαλαιώνεται στη θέαση μιας συγκυρίας, όπου βγήκε στο προσκήνιο με πρόδηλα αγοραίο τρόπο η ασύστολη σύμπλευση του αριστερού λαϊκισμού με τον δεξιό λαϊκισμό.
Τα πολιτικά του συνδηλούμενα, οι συγκυριακές συγκλίσεις και ετερότητες διαφορετικών πολιτικών φαινομένων χτίζουν τις πολλές και επάλληλες εσωτερικές διαδρομές, τις σκέψεις και τις ιδεολογικές εμπλοκές των λαϊκιστών.
Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα της πολιτικής των νέων χρόνων, με την απροσδόκητη μεγέθυνση του λαϊκισμού δεν είναι πώς να συμφιλιώσει τις ελίτ της καταγωγής και του πλούτου με τον λαό, αλλά πώς να συμφιλιώσει την κοινωνία με τον ίδιο τον εαυτό της.
Τι είναι και τι πρεσβεύει όμως ο λαϊκισμός; Ποια είναι τα συνεκτικά εκείνα κριτήρια που καθορίζουν την ταυτότητα των λαϊκιστών; Ποια είναι εντέλει η υπέρτατη διακύβευση; Ίσως ο λαϊκισμός να μην μπορεί να αιχμαλωτιστεί σε ένα ορισμό. Η υπεροπτική οριοθέτησή του στη σύλληψη της αντιφιλελεύθερης ναρκισσιστικής άσκησης, που απλά συναντήθηκε με την κοινωνία, αφήνει αθέατο το βάθος μιας σύνθετης πολιτικής πραγματικότητας και των επικίνδυνων εγκιβωτισμών της.
Η κριτική στις φιλελεύθερες ελίτ και σε ένα τόσο ανοιχτό σε ερμηνείες σύστημα αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη που να καθορίζει την ταυτότητα των λαϊκιστών.
Ο λαϊκισμός, ως συνώνυμο του κόμματος με την χαρακτηριστικά νεωτερική έμφαση στην πολιτική εναντίον του συστήματος – ένα εξαιρετικά γοητευτικό και αποτελεσματικό μέσον στο εσωτερικό πεδίο – είναι το τελευταίο καταφύγιο των δυσαρεστημένων, των χαμένων της διαδικασίας του εκσυγχρονισμού, των οικονομικά ανασφαλών και των ψυχολογικά αστέγων.
Αποτελεί τον εξωπραγματικό κοινό παρανομαστή που ανταποκρίνεται στη μείζονα τάση των νεότερων χρόνων με τα προφανή σημεία σύνδεσης αν όχι ταύτισης του ριζοσπαστικού νεοσυντηρητισμού με τον επαναφυπνιζόμενο αριστερό αντιφιλελευθερισμό.
Παραφράζοντας τον Μαξ Βέμπερ, το πιο ασφαλές παρελθόν για τον λαϊκισμό – που συνιστά και τον υποστασιακό προσδιορισμό του – είναι να ασχολείσαι με την πολιτική αφού σε εκπαιδεύει να είσαι αδίστακτος και ευέλικτος.
Σε εκπαιδεύει επίσης, παραφράζοντας τις Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ του Μ. Μπρεχτ, πως να προετοιμάζεις το επόμενο λάθος σου, με τις μεγαλειώδεις πλάνες της μετάβασης σε ένα πολιτισμό των μαζών με την επινόηση ενός νέου συστήματος εξουσίας.
Αυτό που χαρακτηρίζει την ταυτότητα των λαϊκιστών είναι η εμμονική αξίωσή τους για την αποκλειστική ηθική αντιπροσώπευση του λαού, που προϋποθέτει τον ολικό αποκλεισμό των πολιτικών τους αντιπάλων από τη δημόσια ζωή.
Ο λαϊκισμός, ως μία ιδιαίτερη ηθική μέθοδος φαντασιακής σύλληψης του πολιτικού κόσμου, εμφανίζεται με την εγκαθίδρυση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και αποτελεί τη μόνιμη σκιά της.
Προβάλλει την ιδέα μιας μορφής «ολισμού» εφόσον θεωρεί ότι ο λαός είναι ένας και έχει μόνο ένα γνήσιο εκπρόσωπο, με τους εκφραστές του να αποτελούν τους νόμιμους εκπροσώπους του «πραγματικού λαού».
Με τη θέση τους αυτή, οι λαϊκιστές στρέφονται ευθέως εναντίον του πλουραλισμού αφού αποτελεί μία ηθικολογική μορφή αντιπλουραλισμού και τείνει να αποτελεί κίνδυνο για την δημοκρατία, εφόσον η δημοκρατία ως εγγενές στοιχείο της προϋποθέτει τον πλουραλισμό.
Αν συμφωνήσουμε ότι το κυρίαρχο πολιτικό ζητούμενο είναι η δημοκρατία, ο κίνδυνος που επικρέμαται σήμερα για τη δημοκρατία – παρά τα θεσμικά της αντίβαρα – είναι ο λαϊκισμός με τις εμπειρικές εκφάνσεις του. Μία αλλοιωμένη μορφή δημοκρατίας, με τη λεοντή μιας γλώσσας των δημοκρατικών αξιών.
Η διάγνωση περί μιας «αντιφιλελεύθερης δημοκρατίας» που έγινε δημοφιλής στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είναι βαθιά παραπλανητική διότι περιγράφει μεν ένα καθεστώς που δεν σέβεται ιδιαίτερα το κράτος δικαίου και παραβιάζει τα θεσμικά αντίβαρα αλλά παραγνωρίζει τις απόπειρες των λαϊκιστών να χρησιμοποιήσουν όλη την εξουσία και να κυριαρχήσουν ολοκληρωτικά.
Η απειλή βρίσκεται εντός του δημοκρατικού κόσμου με την εντυπωσιακή κάποιες φορές πρόσληψη του λαϊκισμού, ως προοδευτικού ρεύματος, που αποκρυσταλλώνεται στον όρο «φιλελεύθερος λαϊκισμός», με τους πολιτικούς του να πλειοδοτούν σε κάθε μορφή ελπίδας που αφορά τις επιθυμίες του μέσου πολίτη.
Είναι εξ ορισμού παράδοξο και αντιφατικό, αλλά πολύ συχνά οι λαϊκιστές κυβερνούν ως λαϊκιστές και ενώ δοκιμάζουν διαρκώς τα όριά τους, πράττοντας χωρίς αναστολές αυτά που έπρατταν οι «διεφθαρμένες ελίτ», κατά μία ειρωνεία τίποτα από αυτά δεν μοιάζει με οριστική ρήξη με τις αρχές της δημοκρατίας.
Η προεκλογική ρητορική των λαϊκιστών βρίσκεται σε συναντίληψη με τη λαϊκιστική διακυβέρνηση με τα καθοριστικά της γνωρίσματα: απόπειρα αποίκισης του Κράτους, διαφθορά και μαζικές πελατειακές πρακτικές έναντι πολιτικής στήριξης που αποτελούν τον πυρήνα του λαϊκισμού και, τελικώς, οδηγούν σε έναν ιδιότυπο ολοκληρωτισμό.
Σε ένα κόσμο εννοιολογημένο, από μια προ πολλού κεκτημένη δημοκρατία, μετά την διακύβευση αυτή, θα πρέπει ενδεχομένως να επαναδιατυπωθεί η ήδη επαναδιατυπωθείσα, από τον αμερικανό διανοητή Φράνσις Φουκουγιάμα, θεωρία του Φρειδερίκου Χέγκελ στο βιβλίο με τίτλο «Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος», ο οποίος δεν προέβλεψε μεν το τέλος κάθε σύγκρουσης με την έννοια της αλληλουχίας των γεγονότων, απλώς πίστευε ότι είναι καθολικώς αποδεκτή «η ορθότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως σύστημα διακυβέρνησης, καθώς αυτή υπέταξε τις αντίπαλες ιδεολογίες όπως είναι η κληρονομική μοναρχία, ο φασισμός και ο κομμουνισμός. Η φιλελεύθερη δημοκρατία μπορεί να αποτελεί το ακροτελεύτιο σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας και την τελική μορφή της ανθρώπινης διακυβέρνησης έτσι ώστε να συνιστά το τέλος της ιστορίας».
Όμως, οι καιροί αλλάζουν και δεν υπάρχουν πια οι βεβαιότητες της ευημερίας και του εφησυχασμού, οι δε προκλήσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλισμού είναι ακόμη πολλές. Αυτό που μένει ενώπιόν μας, αν αποσυνθέσουμε τον λαϊκισμό μετά και την αυτονόμηση των αντιφιλελεύθερων μαζών, είναι ο ίδιος ο φόβος της διάψευσης του τέλους της ιστορίας.
Οπλισμένοι με τη σοφία της ύστερης γνώσης αυτό που απομένει να ειπωθεί είναι ότι κάτω από την ενορχηστρωμένη επίθεση του προπαγανδιστικού ψεύδους – έσχατη καταφυγή των λαϊκιστών – τίποτε πραγματικά δε φαίνεται να έχει θαφτεί πιο βαθειά από την ελπίδα για μία μεταμόρφωση του κράτους για μία νέα μορφή διακυβέρνησης.
Την απερίφραστα ανήσυχη εξέλιξη του φαινομένου του λαϊκισμού μπορεί αναμφίβολα να εμποδίσει να γίνει τελειωτική η μνήμη και η περισυλλογή. Και εφόσον και οι δύο δεν είναι «μοντέρνες» ούτε εγωκεντρικές μπορούν να πετύχουν στο κέντρο εκείνης της πολιτικής κληρονομιάς, που δε μας την άφησε καμία διαθήκη.
Η εικονοκλαστική χειραφέτηση μιας γενιάς από το δυτικό μεταπολεμικό κεκτημένο, η οποία ενώ φαινόταν ότι είχε γεννηθεί πολύ αργά για να ζήσει την ιστορία, αυτονομείται ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να εκδικηθεί για τη μη επιβεβαίωση του τέλους της.