Θεωρείται ευρέως ως ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Ο Γκορμπατσόφ παραμένει θέμα διαμάχης μέχρι σήμερα. Είναι παραλήπτης πολλών βραβείων, μεταξύ άλλων και του Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης το 1990. Επαινέθηκε ευρέως για τον καθοριστικό του ρόλο στον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, την επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σοβιετική Ένωση και την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη. Αντίθετα, στη Ρωσία χλευάζεται συχνά, καθώς δεν εμπόδισε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που έφερε υποχώρηση της παγκόσμιας επιρροής της Ρωσίας και την οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Ο Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσόφ o τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης από το 1985 μέχρι το 1991. Οι προσπάθειές του για μεταρρύθμιση βοήθησαν να έρθει το τέλος του ψυχρού πολέμου, αλλά και τελείωσαν την πολιτική υπεροχή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης.
Έχοντας μικτή ρωσική και ουκρανική καταγωγή, ο Γκορμπατσόφ γεννήθηκε στο Πριβόλνογιε του Κράι Σταυρούπολης σε μια φτωχή οικογένεια αγροτών. Μεγαλώνοντας στην εποχή του Ιωσήφ Στάλιν, στα νιάτα του δούλευε σε θεριζοαλωνιστικές μηχανές σε συλλογικό αγρόκτημα πριν από την ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο στη συνέχεια κυβέρνησε τη Σοβιετική Ένωση ως μονοκομματικό κράτος σύμφωνα με τη Μαρξιστική-Λενινιστική θεωρία. Ενώ σπούδαζε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, παντρεύτηκε τη συμφοιτήτριά του Ράισα Τιταρένκο το 1953, πριν πάρει το πτυχίο του το 1955. Μετακόμισε στη Σταυρούπολη, όπου εργάστηκε για την τοπική Κομσομόλ και έγινε ένθερμος υποστηρικτής της αποσταλινοποίησης, που προωθούσε ο Νικίτα Χρουστσόφ. Διορίστηκε Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της Σταυρούπολης το 1970, όπου επέβλεψε την κατασκευή του Μεγάλου Καναλιού της Σταυρούπολης. Το 1974 μετακόμισε στη Μόσχα για να γίνει ο Πρώτος Γραμματέας του Ανωτάτου Σοβιέτ και το 1979 έγινε υποψήφιο μέλος του πολιτικού γραφείου του κόμματος. Μέσα σε τρία χρόνια από το θάνατο του Σοβιετικού ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ και μετά τα σύντομα καθεστώτα των Γιούρι Αντρόποφ και Κονσταντίν Τσερνιένκο, το πολιτικό γραφείο εξέλεξε τον Γκορμπατσόφ ως Γενικό Γραμματέα, ντε φάκτο επικεφαλής της κυβέρνησης, το 1985.
Αν και υποσχόταν τη διατήρηση του σοβιετικού κράτους και της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, ο Γκορμπατσόφ πίστευε στην ανάγκη για σημαντική μεταρρύθμιση, ιδιαίτερα μετά το ατύχημα του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986.
Διεθνής πολιτική- Το τέλος του Ψυχρου πολέμου
Αποσύρθηκε από τον Σοβιετοαφγανικό Πόλεμο και ξεκίνησε στις συνόδους κορυφής με τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Ήδη από τις πρώτες επίσημες διπλωματικές αποστολές του, στον Καναδά (1983) και κυρίως στο Λονδίνο (Δεκέμβριος 1984), με την ιδιότητα του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ανώτατου Σοβιέτ, είχε κερδίσει διεθνώς τις πρώτες καλές εντυπώσεις, ως ένας νέου τύπου σοβιετικός πολιτικός, και την προσωπική εκτίμηση της βρετανίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, παρουσιάζοντας την εικόνα καλλιεργημένου και αξιόπιστου συνομιλητή και ικανότατου διπλωμάτη. Στις 19 Νοεμβρίου 1985, ως ηγέτης πλέον της ΕΣΣΔ, είχε την πρώτη συνάντηση κορυφής, στη Γενεύη, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Τον Οκτώβριο του 1986 πραγματοποιήθηκε στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας η άτυπη συνάντηση κορυφής ΕΣΣΔ – ΗΠΑ, η οποία, μολονότι δεν κατέληξε σε κανένα άμεσο θετικό αποτέλεσμα, άνοιξε το δρόμο για τις επόμενες συναντήσεις σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, που οδήγησαν στην ιστορική συνάντηση και συμφωνία Ρέιγκαν – Γκορμπατσόφ στην Ουάσινγκτον (8 Δεκεμβρίου 1987) για την αμοιβαία απομάκρυνση και καταστροφή των εγκατεστημένων στην Ευρώπη αμερικανικών και σοβιετικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς. Τα επίσημα έγγραφα της συμφωνίας, επικυρωμένα από το Κογκρέσο και από το Ανώτατο Σοβιέτ, ανταλλάχθηκαν στη νέα, τέταρτη, συνάντηση Ρέιγκαν – Γκορμπατσόφ στη Μόσχα στις 2 Ιουνίου 1988.
Ακολούθησαν η συμφωνία της Γενεύης (14 Απριλίου 1988) για την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και τον Σεπτέμβριο η πρόταση Γκορμπατσόφ για την αμοιβαία κατάργηση των σοβιετικών και των αμερικανικών πυρηνικών βάσεων στο Κρασνογιάρσκ της Σιβηρίας και στο Βιετνάμ, από την πλευρά της ΕΣΣΔ, και στις Φιλιππίνες από την πλευρά των ΗΠΑ, με σκοπό την ύφεση στην Ασία και τον Ειρηνικό. Παράλληλα, ο Γκορμπατσόφ προώθησε τις προσπάθειές του για τον περιορισμό κατά 50% και τον έλεγχο των στρατηγικών όπλων, για τον έλεγχο των διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων και τον περιορισμό των πυρηνικών δοκιμών και για τη μείωση των συμβατικών εξοπλισμών και στρατευμάτων των δύο στρατιωτικών συνασπισμών στην Ευρώπη, δίνοντας επίσης δείγματα καλής θέλησης στο ζήτημα υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Στο μεταξύ, στις 28 Ιουνίου 1988, συνήλθε η 19η Πανενωσιακή Συνδιάσκεψη του ΚΚΣΕ, στην οποία η πολιτική Γκορμπατσόφ υποβλήθηκε σε μία πρώτη κρίσιμη, σε πανενωσιακό επίπεδο, δοκιμασία, από την οποία ο Γκορμπατσόφ εξήλθε νικητής, εξασφαλίζοντας την έγκριση της συνδιάσκεψης για όλες τις ενέργειες της ηγεσίας του. Την 1η Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ύστερα από την τακτική σύνοδο της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ (τέλη Σεπτεμβρίου), συνήλθε το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, το οποίο εξέλεξε ομόφωνα τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πρόεδρο του Προεδρείου του (του οποίου ήταν ήδη αντιπρόεδρος), αντί του Αντρέι Γκρομίκο. Έτσι, ο Γκορμπατσόφ, αναλαμβάνοντας και το ανώτατο αυτό κρατικό λειτούργημα της ΕΣΣΔ (αντίστοιχο προς εκείνο του Προέδρου της Δημοκρατίας), εδραίωσε αποφασιστικά τη θέση του στην κορυφή της κομματικής και κρατικής ιεραρχίας της χώρας.
Γκλάσνοστ
Στο εσωτερικό της χώρας, η πολιτική της Γκλάσνοστ ("διαφάνεια") επέτρεψε βελτιωμένη ελευθερία του λόγου και τύπου, ενώ η "περεστρόικα" ("αναδιάρθρωση") προσπάθησε να αποκεντρώσει τη διαδικασία λήψης οικονομικών αποφάσεων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας. Τα μέτρα εκδημοκρατισμού και ο σχηματισμός του εκλεγμένου Κογκρέσου των Αντιπροσώπων του Λαού υπονόμευσε το μονοκομματικό κράτος.
Η εισαγωγή του Γκλάσνοστ (διαφάνεια, σε ελεύθερη μετάφραση) έδωσε νέες ελευθερίες στους πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης, όπως μεγαλύτερη ελευθερία λόγου και έκφρασης και καλύτερο έλεγχο των πράξεων της διοίκησης. Ωστόσο, με τα μέτρα αυτά έγινε φανερό, πως η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε να στηριχτεί σε ένα τόσο κοινωνικά και πολιτικά ανοικτό και ανεκτικό καθεστώς
Ο σταδιακός εκδημοκρατισμός και η αποκέντρωση του πολιτικού συστήματος της χώρας οδήγησαν σε αναταραχές σε πολλές από τις συνιστώσες Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης (π.χ. Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία και Ουζμπεκιστάν) και σε προσπάθειες για την επίτευξη ανεξαρτησίας από άλλες (π.χ. Λιθουανία). Σε απάντηση, ο Γκορμπατσόφ χρησιμοποίησε το στρατό για να καταστείλει τις αιματηρές διεθνικές διαμάχες σε αρκετές από τις Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας το 1989 – 1990, ενώ επινοήθηκαν συνταγματικοί μηχανισμοί που θα μπορούσαν να προβλέψουν τη νόμιμη αποχώρηση μιας Δημοκρατίας από την ΕΣΣΔ.
Με το ΚΚΣΕ να χάνει σταθερά το κύρος του, ο Γκορμπατσόφ επιτάχυνε τη μεταφορά εξουσιών από το κόμμα σε εκλεγμένους κυβερνητικούς θεσμούς. Τον Μάρτιο του 1990, το Συνέδριο των Αντιπροσώπων του Λαού τον εξέλεξε στη νεοσύστατη θέση του Προέδρου της ΕΣΣΔ, με εκτεταμένες εκτελεστικές εξουσίες. Ταυτόχρονα κατάργησε το συνταγματικά καθορισμένο μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας του ΚΚΣΕ και άνοιξε το δρόμο για τη νομιμοποίηση άλλων πολιτικών κομμάτων.
Ο Γκορμπατσόφ παρότι πέτυχε να διαλύσει τις ολοκληρωτικές δομές του σοβιετικού κράτους και να οδηγήσει τη χώρα του σε πορεία προς μία πραγματική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εν τούτοις αποδείχθηκε λιγότερο πρόθυμος να απελευθερώσει τη σοβιετική οικονομία από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους και αντιστάθηκε σε οποιαδήποτε αποφασιστική μετατόπιση προς την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Επιδίωξε μάταια ένα συμβιβασμό μεταξύ αυτών των δύο διαμετρικά αντίθετων εναλλακτικών λύσεων κι έτσι η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία συνέχισε να καταρρέει.
. Εσωτερικά, το αυξανόμενο εθνικιστικό συναίσθημα απείλησε να φέρει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Επετράπη επίσης σε όσες δημοκρατίες ήθελαν να αποσχιστούν από την Σοβιετική Ένωση να το πράξουν.
Ορισμένοι μαρξιστικοί-λενινιστικοί σκληροπυρηνικοί διεξήγαγαν το πραξικόπημα του 1991 κατά του Γκορμπατσόφ. Τέσσερις μήνες αργότερα, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο. Το 1992 ίδρυσε το ίδρυμα Γκορμπατσόφ. Κράτησε επικριτική στάση απέναντι στους μετέπειτα Ρώσους Προέδρους Μπόρις Γέλτσιν και Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ είναι κεντρικό πρόσωπο του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος.
.
Το 1996 ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διεκδίκησε ως ανεξάρτητος την Προεδρία της Ρωσίας, αλλά συγκέντρωσε το πενιχρό 0,5% των ψήφων. Ωστόσο, παρέμεινε ενεργός στη δημόσια ζωή, ως ομιλητής και ως μέλος διαφόρων παγκόσμιων και ρωσικών δεξαμενών σκέψης. Το 2003 κέρδισε Γκράμι μαζί με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, για τη συμμετοχή τους σ’ ένα δίσκο για παιδιά.
Το 2006 συνεργάστηκε με τον ρώσο ολιγάρχη και πολιτικό Αλεξάντρ Λέμπεντεφ στην εξαγορά της εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζέτα», που αντιπολιτεύεται το Κρεμλίνο. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2008, ανακοινώθηκε ότι ο Γκορμπατσόφ και ο Λέμπεντεφ θα ίδρυαν ένα νέο πολιτικό κόμμα, το οποίο τελικά έμεινε στα χαρτιά. Αν και ο Γκορμπατσόφ είναι ενίοτε επικριτικός για τον ρώσο ηγέτη Βλαντιμίρ Πούτιν, υποστήριξε την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία το 2014.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πέθανε στις 30 Αυγούστου 2022 στη Μόσχα, σε ηλικία 91 ετών.