Στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για την Ανώτατη Εκπαίδευση που έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση για 12 (!) ημέρες επιχειρείται μεταξύ άλλων και η ρύθμιση των μεταπτυχιακών σπουδών (2ος κύκλος, τα λεγόμενα master).
Ο ασφυκτικός εναγκαλισμός και ο συγκεντρωτισμός του Υπουργείου που επιβάλλεται από το νομοσχέδιο στα μεταπτυχιακά προγράμματα (π.χ. ο Υπουργός μπορεί να αναπέμπει μεταπτυχιακά προγράμματα ακόμα και να καθορίζει τις αμοιβές των ξένων επιστημόνων που διδάσκουν σε αυτά), θίγει ευθέως το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων.
Με τον μανδύα μιας «αντι-νεοφιλελεύθερης» λογικής, επιχειρείται μια λαϊκίστικη προσέγγιση κεντρικού σχεδιασμού που παραμερίζει την ποιότητα (και τη ζήτηση) του κάθε προγράμματος και βάζει ισοπεδωτικούς κανόνες. Μάλιστα, η Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας (η ΑΔΙΠ, η ανεξάρτητη αρχή για τη διασφάλιση ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση) εξοστρακίζεται με το παρόν νομοσχέδιο από την αξιολόγησή τους, άλλη μία απόδειξη απαξίωσής της.
Μπορεί η γνώση να μην είναι εμπόρευμα -όπως σωστά λέγεται- αλλά δεν μπορεί να είναι και κουρελόχαρτο που δεν θα έχει καμία αξία. Κι αν χαμηλώνεις συνεχώς τον πήχη, αδιαφορώντας για την ποιότητα, τότε ναι, γίνεται κουρελόχαρτο. Κι εξηγούμαι: Τα προβλήματα του ελληνικού πανεπιστημίου δεν είναι «οι ακαδημαϊκές ελευθερίες», «η αποκατάσταση της δημοκρατίας», «το άσυλο ιδεών» (και άλλοι βερμπαλισμοί που υπάρχουν στο νομοσχέδιο), αλλά ότι στερεύουν τα κρατικά χρήματα και πρέπει το ελληνικό Πανεπιστήμιο να αποκτήσει εξωστρέφεια για να επιβιώσει στο διεθνές περιβάλλον. Πώς θα γίνει αυτό;
Υποτίθεται ότι θέλουμε να φύγουμε από τη «χαρτολαγνεία» και να πάμε στο περιεχόμενο των τίτλων σπουδών. Το γήπεδο πλέον δεν είναι το ελληνικό δημόσιο (για να συλλέγουμε τίτλους) αλλά ο παγκόσμιος ανταγωνισμός. Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι να πάμε σε ένα πληθωρισμό δωρεάν ή φτηνών μεταπτυχιακών τίτλων ώστε όλοι να έχουν αυτά «τα χαρτιά», αλλά να δούμε την οργάνωση, το περιεχόμενο των σπουδών, τη ζήτηση και να αξιολογήσουμε.
Ας αφεθούν λοιπόν τα Πανεπιστήμια να αποφασίζουν στο πλαίσιο των κανόνων που υπάρχουν και στο αυτοδιοίκητό τους. Ας μεριμνά το Υπουργείο για την τήρηση των κανόνων και για την αξιολόγηση των μεταπτυχιακών μέσω της ΑΔΙΠ. Και ας φροντίσουμε η αξιολόγηση αυτή να δημοσιεύεται σε ετήσια βάση ώστε να ξέρουμε ποιοι κάνουν καλά τη δουλειά τους και ποιοι όχι. Αν και η ζήτηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων είναι μια ισχυρή ένδειξη…
Και ναι, να δοθεί η δυνατότητα στους φοιτητές που δεν έχουν οικονομική δυνατότητα να συμμετέχουν στα μεταπτυχιακά. Προτείνω μάλιστα στο Υπουργείο το εξής: να θεσπίσει ότι υποχρεωτικά ένα π.χ. 15-20% των φοιτητών κάθε προγράμματος με δίδακτρα, θα παίρνει υποτροφία από το πρόγραμμα στη βάση πραγματικών εισοδηματικών και ακαδημαϊκών κριτηρίων. Έτσι οι καλοί φοιτητές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν δίδακτρα δεν θα στερούνται την ευκαιρία. Με αδιάβλητα κριτήρια κι όχι με παραθυράκια του τύπου «παροχής υπηρεσιών αποκλειστικού ακαδημαϊκού περιεχομένου» που οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ξέρουμε πώς δουλεύουν και πώς αναπτύσσουν τις πελατειακές σχέσεις.
Επίσης ας μην ξεχνάμε ότι σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα πηγαίνουν κάποιοι κυρίως για να αποκτήσουν επιπλέον εφόδια για την επαγγελματική τους καριέρα (το master δεν είναι διδακτορικό που στοχεύει στην ακαδημαϊκή καριέρα). Πολλοί μάλιστα είναι εργαζόμενοι και ενίοτε πληρώνουν τα δίδακτρα οι εργοδότες τους. Με τους όρους αυτούς δεν καταλαβαίνω γιατί έχει το Υπουργείο αυτήν την αλλεργία στα δίδακτρα των μεταπτυχιακών; Γιατί ο Έλληνας φορολογούμενος να επωμίζεται εξολοκλήρου και το βάρος των μεταπτυχιακών σπουδών; Και σε εποχές που τα Πανεπιστήμια (και οι Πανεπιστημιακοί) ήταν επαρκώς χρηματοδοτούμενα από το κράτος τότε να το συζητούσαμε. Αλλά σήμερα είναι δυνατόν να έρχονται τέτοιες ρυθμίσεις – ωρολογιακή βόμβα στην ασθμαίνουσα τριτοβάθμια εκπαίδευση;
Το νομοσχέδιο σε σχέση με τα μεταπτυχιακά έχει κι άλλες προβληματικές διατάξεις. Για παράδειγμα, θα οδηγήσει στο να δημιουργηθούν από διάφορα τμήματα «ψευδομεταπτυχιακά» μόνο και μόνο για να συμπληρώνουν τις ισοδύναμες ώρες αμισθί διδασκαλίας οι διδάσκοντες που αμείβονται σε κάποια μεταπτυχιακά προγράμματα (απαίτηση του νομοσχεδίου). Επίσης μπαίνει πλαφόν 20% στην επιπλέον αμοιβή από μεταπτυχιακά για τους καθηγητές, όταν υπάρχει (και καλώς) ήδη το πλαφόν του 100% από ερευνητικά προγράμματα και διδασκαλία σε μεταπτυχιακά στερώντας τους την ελευθερία να κατανείμουν όπως θέλουν τον φόρτο τους. Με λίγα λόγια, αν εκλείψει το κίνητρο στους διδάσκοντες γιατί να κάνουν παραπάνω διδασκαλία από την ελάχιστα απαιτούμενη; Γιατί να μην φύγουν τελικά στο εξωτερικό;
Κάτι άλλο που κάνει το νομοσχέδιο είναι να δυσκολεύεται η προσέλκυση ξένων φοιτητών με τις διαδικασίες που ζητούνται. Τα πρόσφατα αποτελέσματα της Διεθνούς κατάταξης των Πανεπιστημίων QS που δείχνει την υποχώρηση των ελληνικών πανεπιστημίων, είναι επειδή ακριβώς υστερούν κυρίως στους δείκτες εξωστρέφειας. Και πάνω σε αυτό να πούμε ότι είναι πολύ προβληματική η πρόβλεψη του νομοσχεδίου να μπαίνει το Διεθνές Πανεπιστήμιο ως μεσάζων για ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα που θέλουν να κάνουν τα διάφορα Πανεπιστήμια. Επίσης είναι απορίας άξιο που το νομοσχέδιο δεν κάνει πουθενά λόγο για το Ανοικτό Πανεπιστήμιο, που έχει ειδικό καθεστώς (όλα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά με δίδακτρα και εξ αποστάσεως).
Εν κατακλείδι οι ρυθμίσεις που προβλέπονται στο νομοσχέδιο πιστεύω ότι θα αυξήσουν τα μέτρια μεταπτυχιακά (ώστε να παίρνουν όλοι τίτλους) και θα κλείσουν (ή θα μεταφερθούν στην Κύπρο) τα όσα καλά και διεθνώς ανταγωνίσιμα έχουμε. Η ανώτατη εκπαίδευση έχει ήδη πληρώσει και πληρώνει τις ιδεοληψίες του παρελθόντος, ας μην συνεχίζουμε τη ρητορική του ’80 εν έτει 2017. Και άλλες χαμένες ευκαιρίες και πισωγυρίσματα, οι νέες γενιές δεν θα μας τις συγχωρήσουν…