Μια «υπερβολική εκδοχή» Ελλάδας;

Γιάννης Βούλγαρης 26 Απρ 2020

Ανάμεσα στην καταστροφολογία και την υποτίμηση κερδίζει έδαφος μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση των συνεπειών που θα έχει η πανδημία το κορωνοϊού παγκοσμίως και στη χώρα μας. Ούτε η συντέλεια του Κόσμου, της δημοκρατίας ή των ατομικών ελευθεριών θα έρθει, ούτε όμως η επιστροφή σε μια ήρεμη κανονικότητα. Οι ιστορικοί των επιδημιών μάς απέτρεψαν να βγάλουμε γενικούς κανόνες του τύπου «οι επιδημίες άλλαξαν τις κοινωνίες», υπογράμμισαν μάλλον ότι οι επιπτώσεις διαφέρουν κατά περίπτωση. Από την άλλη όμως ο Κόσμος βίωνε ήδη μια εποχή αστάθειας και αβεβαιότητας. Πάνω της κάθισε η πανδημία που ασφαλώς θα οξύνει τις προϋπάρχουσες εντάσεις και θα δραματοποιήσει τα διλήμματα. Ο γνωστός οικονομολόγος Dani Rodrik το συνόψισε καίρια. Η κρίση τονίζει ακόμα πιο έντονα τα βασικά χαρακτηριστικά των εθνικών πολιτικών συστημάτων, και η κάθε χώρα γίνεται «υπερβολική εκδοχή του εαυτού της». Βάλτε αντί «κάθε χώρα», ΗΠΑ, Κίνα, ΕΕ, Τουρκία, Βραζιλία και η διάγνωση επαληθεύεται. Η επιδείνωση τής αστάθειας κάνει ακόμα πιο αβέβαιο το διεθνές σκηνικό μετά την υγειονομική κρίση. Προς το παρόν η παγκόσμια καραντίνα – κάτι σαν στιγμιαίος πολεμικός κομμουνισμός – έχει φαινομενικά παγώσει τη συνήθη πολιτική εξέλιξη. Χρόνος στεκάμενος, μοιάζει να καθυστερεί τον εαυτό του λίγο πριν αρχίσει να τρέχει με επιτάχυνση. Σαν να κυοφορεί μεγάλες αλλαγές, εγγραμμένες ήδη στη φορά των πραγμάτων, αλλά που είναι μεταξύ τους τόσο αντιφατικές και ανταγωνιστικές ώστε να μπορούν να εκβάλουν σε εναλλακτικά σενάρια μέλλοντος, του Κόσμου και της κάθε χώρας. 


Και η Ελλάδα; Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να διαψεύδει την εκτίμηση του Rodrik. Ποιος θα ποντάριζε ότι τα «βασικά χαρακτηριστικά» της χώρας προμήνυαν την επιτυχή διαχείριση της πρώτης φάσης της πανδημίας; Η έκπληξη κατέλαβε πριν τους ξένους και ύστερα εμάς. Πού βρήκαμε κρυμμένη τόση «αυτοπειθαρχία»; Περισσότερο όμως από τον Rodrik, η ελληνική επίδοση διαψεύδει τα διάφορα τουριστικής επιφανειακότητας στερεότυπα περί των Ελλήνων. Λες και ο «μεσογειακός» μας χαρακτήρας, ο «συναισθηματισμός»  και τα «ζορμπαλίκια» θα μας έκαναν να πέφτουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου για να τη σπάσουμε στον κορωνοϊό. Ο φόβος του θανάτου και η επιθυμία της επιβίωσης είναι επαρκή κίνητρα αυτοπειθάρχησης. Ο κίνδυνος ήταν γενικός και ατομικός ταυτόχρονα, δεν επέτρεπε διαιρέσεις και επιμέρους ομαδοποιήσεις, επομένως μας ταίριαζε. Έτσι άλλωστε δεν συμπεριφέρθηκαν και οι άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες όταν συνειδητοποίησαν το μέγεθος του κινδύνου; Και επειδή είμαστε μια νεωτερική και πλουραλιστική κοινωνία, τα κίνητρα της συμμόρφωσης ήταν ποικίλα όπως και οι ηθικές αφετηρίες της συμπεριφοράς του καθενός μας. Ο ατομικός ωφελιμισμός, ο κοινωνικός κομφορμισμός, η έγνοια και η φροντίδα για την οικογένεια, η ηθική της ευθύνης, η αμυντική κοινοτιστική αλληλεγγύη, αλληλοενισχύθηκαν σε ένα όλο στο οποίο είναι μάταιο να αναζητούμε μια δεσπόζουσα με όρους εθνικών χαρακτηριστικών. Ούτε τα τουριστικά στερεότυπα, ούτε ο υποτιθέμενος παραδοσιακός χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας προσφέρουν ερμηνείες. Αν υπάρχει ένας ιδιαίτερος εθνικός τονισμός, αυτός είναι μάλλον η μικρή κλίμακα της κοινωνικής οργάνωσης, η εκτεταμένη υποαπασχόληση, ο κεντρικός ρόλος της οικογένειας και της οικιακής εστίας, που στη συγκεκριμένη περίπτωση του αόρατου κινδύνου συνδυάστηκαν θετικά με το γενικό συμφέρον. 


Η «ελληνική έκπληξη» δεν προήλθε λοιπόν μόνο από την κοινωνική αυτοπειθαρχία αλλά από την πολιτική – διοικητική διαχείριση της κρίσης που προσανατόλισε εγκαίρως και σωστά την κοινωνία δημιουργώντας εμπιστοσύνη και προσφέροντας επιστημονική πληροφόρηση. Αυτά ήταν που ξάφνιασαν ευχάριστα το μεγάλο μέρος της ελληνικής και της διεθνούς κοινωνικής γνώμης. Ήταν αναπάντεχα και τυχαία γεγονότα, ή μπορούμε να αναγνωρίσουμε σε αυτά, όχι εθνικά χαρακτηριστικά, αλλά μοτίβα της εθνικής μας πορείας; Η κρίση της πανδημίας υπενθύμισε την αποφασιστική σημασία που είχαν και έχουν στην εθνική μας ιστορία οι ποιότητες και οι θετικές συνέργειες του συμπλέγματος ηγεσία (leadership), τμήματα του κρατικού μηχανισμού και επιστημονική γνώση των ειδικών. Χάρη σε αυτές η Ελλάδα πέτυχε σε κρίσιμες στιγμές ουσιαστικούς στόχους, επικοινωνώντας δημιουργικά με τις «καλές πρακτικές» του προηγμένου Κόσμου. Αντιθέτως, ατύχησε όταν σε άλλες στιγμές αυτά έλειψαν. Η μακροϊστορική εμπειρία διαψεύδει λοιπόν τον συνήθη αφορισμό ότι το ελληνικό Κράτος ήταν μονίμως αναποτελεσματικό και επίκεντρο των εθνικών παθογενειών. Είναι ένας κοινός τόπος που καλλιεργήθηκε τόσο από την αριστερή όσο και από τη φιλελεύθερη σκέψη, έγινε δε περίπου κοινή πεποίθηση στη μεταπολιτευτική περίοδο γιατί βασίστηκε είναι αλήθεια, σε ένα πραγματικό πρόβλημα. Η μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν κατάφερε να συνδυάσει επιτυχώς τον εκδημοκρατισμό με ένα δυναμικό μοντέλο ανάπτυξης. Η μεγάλη κατάκτηση της δημοκρατικής ομαλοποίησης και της δημοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας, πέρα από τα θετικά, παρήγαγε βαθμιαία σαν καρκίνωμα, ένα αρτηριοσκληρωτικό και αντιπαραγωγικό σύστημα συντεχνιακών συμφερόντων που μπλοκάριζε τις αναγκαίες αναδιαρθρώσεις και επιβάρυνε το δημόσιο ταμείο. Η χρεοκοπία του 2010 ήταν το αποτέλεσμα αυτής της ιδιωτικής – συντεχνιακής ιδιοποίησης του Δημόσιου. Όμως τούτη η προβληματική όψη του μεταπολιτευτικού Κράτους δεν συνιστά ιστορικό κανόνα, ούτε συνεπάγεται μια αφοριστική καταδίκη του ρόλου του ελληνικού Κράτους γενικά. Αρκεί να θυμηθούμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε στα μεγάλα αναπτυξιακά άλματα της σύγχρονης ιστορίας μας.


Η διαπίσωση δεν έχει αφηρημένο θεωρητικό χαρακτήρα αλλά άμεσα πρακτικό και πολιτικό. Η χώρα μπαίνει σιγά και προσεκτικά στην «επόμενη μέρα». Σε αυτή προέχει ασφαλώς η διάσωση του μεγαλύτερου δυνατού μέρους της απασχόλησης και των επιχειρήσεων. Χρειάζεται όμως να συνδυαστεί με την ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της χώρας αφού διαπιστώσαμε πόσο επισφαλής είναι η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και των σχετικών υπηρεσιών. Η ημερήσια διάταξη της επόμενης μέρας δεν είναι μόνο η διάσωση του υπάρχοντος, αλλά και η αναδιάρθρωσή του. Αυτή η εθνική ανασυγκρότηση απαιτεί τον ενεργό και διευθυντικό ρόλο του Κράτους. Παραδόξως, η παρούσα ακραία κρίση εξασφαλίζει μια ουσιαστική προϋπόθεση για να ανταποκριθεί το Κράτος σε αυτόν τον ρόλο. Το έχει ισχυροποιήσει έναντι των ιδιαίτερων συμφερόντων των ποικίλων κοινωνικών ομάδων, και επομένως του έχει εξασφαλίσει μεγαλύτερη αυτονομία κινήσεων. Ας θυμηθούμε ότι αυτή ήταν μια αφετηριακή συνθήκη που επέτρεψε στα Αναπτυξιακά Κράτη (developmental states) της Άπω Ανατολής να εκτοξεύσουν την εκβιομηχάνιση χωρών όπως η Νότια Κορέα ή η Ταϊβάν στις δεκαετίες του 1970 και 1980. Προφανώς ο αναπτυξιακό ρόλος του Κράτους σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα στην ψηφιακή εποχή, είναι διαφορετικός και πιο σύνθετος από εκείνον της εθνικής εκβιομηχάνισης. Απαιτεί τη συνεργασία της κοινωνίας και αποβλέπει στην ανάπτυξη όχι μόνο της εθνικής παραγωγής αλλά και των ικανοτήτων (capabilities) των πολιτών – με τη μεταρρύθμιση π.χ. των συστημάτων υγείας και εκπαίδευσης. Η ισχυροποίηση και η αυτονομία όμως του Κράτους δημιουργεί τους όρους ώστε να σπάσει την κρούστα των αντιπαραγωγικών κατεστημένων συμφερόντων, των κρατικοδίαιτων επιχειρηματικών συμπεριφορών και των καθηλωμένων συντεχνιακών νοοτροπιών. 


Ή αλλιώς, το Κράτος καλείται να δράσει με την κοινωνία, αλλά όχι με τη δημαγωγία, την πελατεία και τη συντεχνία. Εφόσον βεβαίως Κράτος και πολιτική ηγεσία είναι σε θέση να μετουσιώσουν την αυξημένη αυτονομία σε εθνικό σχεδιασμό.

Πηγή: www.tanea.gr