Κάτι που φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού είναι ότι ενισχύεται ο αντιευρωπαϊκός άνεμος που πνέει πλέον απ’ άκρου σε άκρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ποσοστό του, εν τούτοις, παραμένει διαχειρίσιμο. Στη χώρα μας, όμως, ο αντιευρωπαϊσμός είναι περίπου καθολικός παρά την φαινομενική επικράτηση του πολιτικού συνθήματος «μένουμε στην Ευρώπη». Αυτό δεν φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού αλλά προκύπτει σαφώς από μια βαθύτερη θεώρηση των δεδομένων. Είναι υπόκωφος και γιαυτό περισσότερο επικίνδυνος. Γιατί ακόμη και στην πλειονότητα εκείνων που επιμένουν πολιτικά στην Ευρώπη, οι λόγοι που ερμηνεύουν την επιμονή τους είναι κατ’ εξοχή «αντιευρωπαϊκοί». Αν, λοιπόν, είσαι ευρωπαϊστής για λάθος λόγο, είσαι καταδικασμένος να μένεις στο περιθώριο των ευρωπαϊκών διεργασιών και βαθμιαία θα οσμωθείς προς τους γνήσιους αντιπάλους της ευρωπαϊκής ενοποίησης μόλις προκύψουν επαρκείς για τούτο συνθήκες. Νομίζω, λοιπόν, ότι αν αθροίσουμε το ποσοστό των εκπεφρασμένων αντιευρωπαϊστών με το ποσοστό των «ευρωπαϊστών – για- λάθος- λόγο», φτάνουμε ίσως κοντά στο 90%. Μένει ένα ισχνό ποσοστό γνήσιων ευρωπαϊστών που συμπίπτει με το ισχνό στρώμα της ελίτ των συστηματικών ορθολογιστών της κοινωνίας μας.
Οι δυο κατηγορίες αντιευρωπαϊστών έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Τελούν υπό το κράτος μια τραγικής παρεξήγησης για το «γιατί» η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εκπεφρασμένοι αντιευρωπαϊστές είναι στην ουσία δογματικοί εθνικιστές που κυριαρχούνται από τον φοβικό εθνικισμό ο οποίος τους κάνει να βλέπουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση ως απειλή της εθνικής ανεξαρτησίας (γράφε ασυδοσίας). Οι για- λάθος-λόγο ευρωπαϊστές, από την άλλη, έχουν μια πλήρως εσφαλμένη αντίληψη της στρατηγικής σημασίας που ενσαρκώνει την ευρωπαϊκή ιδέα. Σε αυτές τις εκλογές, η τραγική παρεξήγηση θα επιβεβαιωθεί, κατά πάσα πιθανότητα, με πανηγυρικό τρόπο. Κάποιοι θα πανηγυρίζουν για την παραμονή μας στην Ευρώπη με τραγικά παρεξηγημένες προσδοκίες και άλλοι επίσης θα πανηγυρίζουν επειδή θα έχει επιβραβευθεί η «αντίστασή» τους στην «κακή Ευρώπη που απειλή την εθνική μας ανεξαρτησία» ! Μετά, τι θα γίνει; Αρκεί, άραγε, μια ισχνή ελίτ για να κρατηθεί η χώρα στις σωστές ιστορικές συνθήκες;
Εκείνο που θέλω να πω είναι, ότι τα κόμματα θα στείλουν στην Ευρωβουλή εκπροσώπους τους (στη πλειονότητα) με εντολές είτε ρητά αντιευρωπαϊκές είτε προς εσφαλμένη κατεύθυνση, που σύντομα θα τους φέρουν σε αντίθεση προς τα κύρια ρεύματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η συμμετοχή μας στα ευρωπαϊκά δρώμενα θα αποδειχτεί για μια ακόμη φορά περιθωριακή. Το προοιωνίζει το «γλυκό» σύνθημα ότι πρέπει η ελληνική κοινοβουλευτική ομάδα να ενεργεί ενωμένη «ως μία γροθιά». Δηλαδή, με εθνικιστική ιδεολογική ατζέντα και όχι με την απαιτούμενη ιδεολογική διαφοροποίηση που απαιτεί ο διάλογος για το «τι είδος Ευρώπη» θέλουμε να χτίσουμε.
Το πώς δικαιολογούμε την δήλωσή μας ότι «θέλουμε να μείνουμε στην ΕΕ» έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία από την ίδια την λεκτική δήλωση. Και τούτο, επειδή η αναγκαιότητα της ΕΕ έχει μια αντικειμενική ιστορική υπόσταση, που αν δεν την αναζητήσουμε και δεν συγκατανεύσουμε σε αυτή, τότε η όποια θετική μας δήλωση αναφέρεται σε κάτι το φανταστικό που από την ίδια τη φύση του έρχεται σε αναιρετική αντίθεση προς το πραγματικό. Αργά η γρήγορα η αντίφαση ανάμεσα σε αυτό που φανταζόμαστε και σε αυτό που το όντι υπάρχει θα φανεί. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, υπό ορισμένες συνθήκες η δήλωσε «είμαι με την ΕΕ» μπορεί να έχει ακριβώς το αντίθετο ουσιαστικό περιεχόμενο και να κρύβει έναν κρίσιμο αντιευρωπαϊσμό. Ας σκεφτούμε, λίγο, πάνω σε αυτό το φαινομενικά παράδοξο.
Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση υπαγορεύθηκε από αντικειμενικές συνθήκες που διακρίνονται ήδη σε δύο φάσεις. Την αρχική και την τρέχουσα. Οι πρωτεργάτες της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, στην δεκαετία του 50 είχαν ως πρωταρχικό σκοπό τους να βάλουν τέλος στον κίνδυνο επανάληψης των «εμφυλίων» πολέμων της Ευρώπης που την μάστιζαν από τον Μεσαίωνα μέχρι τις μέρες μας με διαφορετικά προσχήματα αλλά τον ίδιο πάντα κεντρικό αίτιο: τον ενδοευρωπαϊκό οικονομικό και γεωστρατηγικό ανταγωνισμό. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμου είχαν δείξει πλέον με ξεκάθαρο τρόπο ότι αυτός ο επαναλαμβανόμενος εμφύλιος πόλεμος κλιμακώνονταν σε ανθρωπιστική καταστροφή. Η εμπειρία αυτή υπήρξε καθοριστική για την διαμόρφωση του πρωτογενούς αιτήματος για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το πρωτογενές αίτημα υπήρξε η ενοποίηση των εθνικών συμφερόντων κάτω από την ομπρέλα ενός υπέρτερου γενικού συμφέροντος που το βάρος του θα ήταν μεγαλύτερο από το άθροισμα των εθνικών συμφερόντων. Αυτή ήταν η προσδοκία για μια προστιθέμενη πολιτική αξία από την Ενωμένη Ευρώπη.
Χώρες, όπως η δική μας, με τον εξαιρετικά εσωστρεφή πολιτικό πολιτισμό, δεν είχαν αντιληφθεί τότε– με εξαίρεση κάποιες φωτισμένες πολιτικές ελίτ- αυτή την διάσταση της ευρωπαϊκής τραγωδίας. Εμείς είχαμε ακόμη στραμμένη την προσοχή μας στην δικές εμφύλιες διαμάχες και στις μυθοπλασίες των ξένων δακτύλων. Έτσι, την είσοδό μας στην υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκή ένωση, όταν μπήκαμε στην ΕΟΚ, την αντιληφθήκαμε κυρίως ως ευκαιρία συνέχισης της ξένης οικονομικής βοήθειας, μιας βοήθειας των πλουσίων προς εμάς τους φτωχούς, όχι για να μάθουμε να ψαρεύουμε, αλλά για να φάμε τσάμπα ψάρια, ή ως πολιτικό τέχνασμα για να προστατευθούμε από την εναλλακτική υποταγή μας στον «σιδηρούν παραπέτασμα». Η Αριστερά στάθηκε εχθρική ακριβώς για τον τελευταίο λόγο και εξακόντισε την δυσφημιστική εκστρατεία για την «λαίλαπα της ΕΟΚ» που στην συνέχεια νερώθηκε από το πρωτο-Παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ με το παραπλανητικό σύνθημα περί «ΕΟΚ και ΝΑΤ στο ίδιο συνδικάτο». Τελικό το ΠΑΣΟΚ αποδεσμεύθηκε από την παγίδα που μόνο του είχε στήσει στον εαυτό του, με την περίφημη «νίκη» των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων. Τότε, ο θεσμός εκείνος θεωρήθηκε ότι δικαιολογούσε την παραμονή της χώρας στο ευρωπαϊκό σώμα, επειδή η χώρα εξασφάλιζε προνομιακούς πόρους για να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα καθυστέρησης. Προσέξτε: Όχι για να συντονίσει τον θεσμικό βηματισμό της με την ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα, αλλά για να λύσει ένα άμεσο, δικό της, πολιτικοοικονομικό πρόβλημα στα πλαίσια μια πελατειακής κι συνάμα λαϊκίστικης αντίληψης της πολιτικής. Μπορούμε να πούμε ότι η εισδοχή μας στην υπό σύσταση Ευρωπαϊκή Ένωση σερβιρίστηκε στον λαό ως επιτυχία διεκδίκησης προνομίου και όχι ως στρατηγική κίνηση συμμετοχής σε έναν συνεταιρισμό με μακρά πνοή. Η κίνηση αυτή, λοιπόν, ενσωματώθηκε εξ αρχής με την πελατειακή αντίληψη της εγχώριας πολιτικής που διέπει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα πλην ΚΚΕ . Τώρα, απλώς, η πελατειακή σχέση αποκτούσε και ευρωπαϊκό χαρακτήρα. Αυτό ήταν το μάθημα πολιτικού πολιτισμού που διδάχτηκε ο Ελληνικός λαός από εκείνο το σημαντικό εξ αντικειμένου βήμα στρατηγικής ένταξης σε μια μεγάλη συμμαχία.
Έτσι, όμως, παγιώθηκε η αντίληψη στον λαό, ότι η Ευρώπη είναι μια αφελής αγελάδα που μας προσφέρει το βυζί για να βυζαίνουμε τσάμπα και με τον δικό μας τσαμπουκά. Για δύο ολόκληρες δεκαετίας, κανένας θεσμός μας δεν εξευρωπαΐστηκε, καμία πολιτική πρακτική δεν συντονίστηκε ουσιαστικά με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τεράστιοι πόροι κατασπαταλήθηκαν για την ικανοποίηση της πελατειακής πολιτικής διαπλοκής αντί να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς για τους οποίους προορίζονταν. Εκ των υστέρων όλη αυτή η τραγική παρεξήγηση αποτυπώθηκε σε πλείστες επιστημονικής μελέτες που αποδείκνυαν πόσο χαμηλή ήταν η απόδοση των ευρωπαϊκών ενισχύσεων στη χώρα μας. Θυμίζω, ότι πρόσφατη διεθνής μελέτη αποδείχνει ότι η μοναδική χώρα της ΕΕ που δεν ωφελήθηκε από την συμμετοχή της σε αυτή, είναι η ηρωική πατρίδα μας. Ας συγκρίνουμε το συμπέρασμα αυτό με την τεράστια εισροή ευρωπαϊκών οικονομικών πόρων που αποθεώνεται στις μέρες μας με τα δάνεια μαμούθ προς χάρη της σταθεροποίησης μια οικονομίας που μόνοι μας είχαμε πλήρως αποσταθεροποιήσει.
Ας μη συγχέουμε την εικόνα αυτή με το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός της ΕΕ δεν επέτρεψε την αποτελεσματική γεφύρωση του οικονομικού (και κοινωνικού θα πρόσθετα) χάσματος μεταξύ Βορρά και Νότου. Το υπαρκτό αυτό ζήτημα είναι άλλης τάξης μέγεθος σε σχέση με την συστηματική «παρεξήγηση» των σκοπών της μεταβίβασης πόρων προς την χώρα μας από τα διαρθρωτικά ταμεία και τώρα από τον αυτοσχέδιο μηχανισμό χρηματοπιστωτικής στήριξης.
Στην τρέχουσα φάση, όμως, διαμορφώνεται ένα νέο – συμπληρωματικό του αρχικού – raison d’ etre για την ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο νέος αυτός παράγοντας αναφέρεται στην ανάγκη δημιουργίας ενός μεγάλου και ισχυρού μπλοκ που θα συμμετέχει ομότιμα στις διεργασίες που αφορούν την νέα διεθνή κατανομή της παραγωγής και διανομής των ευκαιριών ανάπτυξης. Στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, τόσο στα πλαίσια των διεθνών θεσμών (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, G8 κ.ο.κ.) συνομιλητές με ελπίδα κερδών μπορεί να είναι μόνο οικονομικά μπλοκ που συγκρίνονται σε μέγεθος με τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ινδία κατ’ αρχήν και με άλλα σχήματα διεθνών συνεργασιών που αναφύονται και αυτοενεργοποιούνται. Σκεφτείτε σε μια διαπραγμάτευση τέτοιων διαστάσεων, την δυνατότητα που θα είχαν χώρες με αγορές διψήφιου αριθμού εκατομμυρίων κατοίκων, όπως είναι η δική μας, και όχι μόνο. Μια Ενωμένη Ευρώπη των 500 εκατομμυρίων καθίσταται πλέον αναγκαία για να προστατεύσει μέσα στο κέλυφός της τον κατακερματισμένο πληθυσμό των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών. Όποιος μείνει απέξω, προφανώς καταδικάζεται σε θλιβερό και αντιπαραγωγικό περιθώριο. Δεν θα τον σώσει ο όποιος σωβινισμός του !
Οι νέες αυτές συνθήκες υπαγορεύουν και αντίστοιχη συγκρότηση της ΕΕ. Η δημιουργία πολιτικής οντότητας στην οποία θα έχουν συγχωνευθεί οι παρωχημένες εθνικές και κυρίως μικρο-εθνικές κυριαρχίες είναι πλέον απολύτως απαραίτητη για την επιδίωξη κοινών ευρωπαϊκών στρατηγικών στόχων.
Στην προφανή αυτή εικόνα, πρέπει να προσθέσουμε και το φάντασμα των διεθνών κεφαλαιαγορών που έχουν πολιτικά αυτονομηθεί και διαχειρίζονται κατά τα δικά τους στενά συμφέροντα την παγκόσμια αποταμίευση. Όσο υστερεί σε ανταγωνιστικότητα η ΕΕ τόσο θα μεταφέρονται κεφάλαια προς την Ανατολή με αποτέλεσμα να πέφτουν τα επιτόκια εκεί και να αυξάνουν εδώ, με τις αναμενόμενες συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών. Όσο καθυστερεί η τραπεζική και δημοσιονομική ενοποίηση της ΕΕ τόσο ο φαύλος αυτός κύκλος θα χτυπάει τις πιο αδύναμες οικονομίες της. Σε λίγα χρόνια, εν τούτοις, ακόμη και ισχυρές εθνικές οικονομίες, όπως η Γερμανική, μπορεί να αισθανθούν την καυτή ανάσα του διεθνούς «θερμού» χρήματος στο σβέρκο τους, αν δεν βρουν επαρκείς αγορές.
Αυτές οι νέες διαστάσεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης ούτε καν συζητούνται στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ανακυκλώνονται μόνο στα κλειστά club της εγχώρια ελίτ. Εδώ, ακριβώς, βρίσκεται και η δεύτερη τραγική παρεξήγηση: Όσο συνεχίζεται η παρερμηνεία των λόγων για την ένταξή μας στην ΕΕ με όρους της παλιάς πελατειακής σχέσης, όπως την ονομάσαμε παραπάνω, τόσο θα διευρύνεται ο κίνδυνος στρατηγικών λαθών εκ μέρους μας σε σχέση με την αξιοποίηση των ευκαιριών και δυνατοτήτων που μας δίνει η ευρωπαϊκή μας ένταξη. Θα έχουμε συνεχώς χαμένες στρατηγικές ευκαιρίες καθώς θα κυνηγούμε τα ευκαιριακά οφέλη της «εξωτερικής βοήθειας». Δεν είναι, άραγε, καιρός οι πολιτικοί μας σχηματισμοί να μιλήσουν στον κόσμο γιαυτά τα ζητήματα; Για να τον προστατέψουν από κάποιο μοιραίο λάθος που ο λαϊκισμός μπορεί να τους σπρώξει να κάνουν σε κάποια στιγμή «θυμού» ή αδυναμίας;