Τα γεγονότα είναι όπως ακριβώς καταγράφονται: Ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά. Ο Σπύρος, άνεργος εδώ και δύο χρόνια. Η Κατερίνα η γυναίκα του, επίσης άνεργη, εδώ και ένα χρόνο. «Ζουν» -τρόπος του λέγειν, ζουν- από τη σύνταξη της Κυρίας Ελένης, μητέρας της Κατερίνας, που φτάνει στο ιλιγγιώδες ύψος των 500€ το μήνα. Κάποτε η Κυρία Ελένη συμπλήρωνε το εισόδημα δουλεύοντας σε σπίτια. Τώρα όμως σακατεύτηκε από τη μέση της. Μετά από εγχείρηση, απλώς κινείται. Και κατά το γνωστό, «όπου φτωχός κι η μοίρα του», αρρώστησε και η Κατερίνα. Οι γιατροί συνέστησαν άμεση επέμβαση, διότι η καθυστέρηση εγκυμονούσε κίνδυνο για τη ζωή της. Έτσι εισήχθη επειγόντως σε κεντρικό ΚΡΑΤΙΚΟ νοσοκομείο της Αθήνας (όχι πάντως στο «Κρατικό»).
Την ημέρα της επέμβασης, θα πήγαινε ο Σπύρος πρωί – πρωί στο νοσοκομείο, για να σταθεί στη γυναίκα του. Η Κυρία Ελένη θα κρατούσε τα παιδιά. Και καθώς την προηγουμένη είχε πάρει τη σύνταξή της (θυμίζω 500€), ανοίγει το συρτάρι και τα δίνει όλα στο γαμπρό της. «Πάρτα παιδί μου», του λέει, «μπορεί να σου χρειαστούν για την Κατερίνα». Ο Σπύρος υποχρεώθηκε να τα πάρει.
Αφού τέλειωσε η εγχείρηση, βγήκε ο γιατρός από το χειρουργείο και τον ενημέρωσε ότι όλα πήγαν καλά. Ταυτόχρονα όμως τον κάλεσε και στο γραφείο του. Μπροστά λοιπόν ο γιατρός με δύο συνεργάτες του και πίσω ακολουθούσε ο Σπύρος σιωπηλός. Η σκηνή είναι συνήθης άλλωστε όταν, μετά το πραγματικό χειρουργείο, οδηγείται ο συγγενής στο οικονομικό «χειρουργείο». Μάλιστα, όσο πιο ψυχρός είναι ο γιατρός, τόσο μεγαλώνει το φάντασμα της εξουσίας του, άρα τόσο περισσότερα πρέπει να είναι και τα λύτρα του «εξαγνισμού» του.
Ο Σπύρος αντιλήφθηκε το προφανές. Ότι δηλαδή ο γιατρός δεν τον κάλεσε για νέα ενημέρωση, αλλά μόνο για τα λύτρα. Γι’ αυτό και μόλις μπήκαν στο γραφείο, εξέθεσε στο γιατρό όλο το ιστορικό της ανέχειας, που τον εμπόδιζε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του. Του δήλωσε λοιπόν ότι μόνον 200€ θα μπορούσε να του δώσει. Και αυτά έδωσε. Ο γιατρός, αφού άκουσε με απάθεια όσα του είπε ο Σπύρος για την οικονομική του αδυναμία, πήρε εκνευρισμένος τα χρήματα, τα πέταξε στο συρτάρι του και έδιωξε κακήν – κακώς το Σπύρο, που τόλμησε να τον προσβάλλει, δίνοντας τόσο λίγα. (Επαναλαμβάνουμε: Αυτά διαδραματίζονται σε κρατικό νοσοκομείο. Πριν από λίγες μέρες, μάλιστα.)
Όταν γύρισε στο σπίτι ο Σπύρος, έκλαιγε. Όχι για τα χρήματα που θα έλειπαν από την οικογένεια, αλλά για την ταπείνωση στην οποία υποβλήθηκε. Αυτή δεν υποφέρεται. Είναι χειρότερη από την ανέχεια.
Υ.Γ. Στην οικογένεια του Σπύρου, όλοι διαθέτουν αξιοπρέπεια, ήθος και σπάνιο πολιτισμό. Γι’ αυτό, όση απόγνωση και αν τους προκαλέσουν οι συντεχνίες που κατέχουν τη χώρα και όσο και αν ταπεινωθούν, δεν θα στρέψουν το μίσος τους αδιάκριτα κατά της κοινωνίας και έτσι δεν θα γίνουν χρυσαυγίτες. Με τους υπόλοιπους, τι θα κάνουμε;