Μια «συμπεριληπτική» συζήτηση για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας

Ευάγγελος Βενιζέλος 11 Ιουν 2021

Πηγή:  The Power Game  


Η δημόσια συζήτηση για τις προοπτικές της ελληνικής (στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής και της διεθνούς) οικονομίας, μετά το τέλος της πανδημίας και την επιστροφή στη λεγόμενη κανονικότητα, δηλαδή με την υπόθεση της επανόδου των καταναλωτικών και επενδυτικών συμπεριφορών στους τρόπους που ίσχυαν πριν την πανδημία, διεξάγεται, φοβούμαι, με όρους έντονα πολιτικούς και επικοινωνιακούς. Προφανώς και η πολιτική και η επικοινωνιακή διάσταση συγκροτούν το οικονομικό κλίμα, δηλαδή μια κρίσιμη οικονομική παράμετρο, που είναι όμως ευαίσθητη και ευμετάβλητη.

 

Ανήκω στους ρεαλιστικά και συγκρατημένα αισιόδοξους και θεωρώ ότι η ελληνική οικονομία συγκεντρώνει πλήθος πλεονεκτημάτων που μπορεί να συντελέσουν όχι απλώς στην κάλυψη της σωρευτικής ύφεσης και του επενδυτικού κενού, αλλά σε μια αναπτυξιακή εκτίναξη. Θα αποφύγω την επανάληψη αυτών που λέγονται καθημερινά: τις δυνατότητες του Ταμείου Ανάκαμψης σε συνδυασμό με τους πόρους που θα διοχετευθούν στη χώρα μας από το επόμενο ΕΣΠΑ και την επόμενη προγραμματική περίοδο της ΚΑΠ, τη διαθέσιμη ρευστότητα, το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον κ.ο.κ. Αυτά τα εκλαμβάνω ως δεδομένα, για τις ανάγκες της συζήτησης, και ελπίζω ότι θα λειτουργήσουν αποτελεσματικοί και διαφανείς διαχειριστικοί μηχανισμοί.

 

Είναι όμως αναγκαίο να εμπλουτίζεται πάντα η δημόσια συζήτηση και ο πολιτικός προβληματισμός με πολλές ακόμη παραμέτρους που πρέπει να είναι αντικείμενο κυβερνητικής επαγρύπνησης στις ενδοευρωπαϊκές συζητήσεις. Χρειάζεται, με άλλη διατύπωση, να επιμένουμε πάντα και σε πιο «σκληρές» παραμέτρους.

 

Ο φόβος του πληθωρισμού που βρίσκεται στην ιστορική μήτρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της Ευρωζώνης και της ίδρυσης της ΕΚΤ, δεν απέτρεψε να τεθούν σε εφαρμογή κολοσσιαία προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης ( PSPP και PEPP). Όμως τώρα οι μεγάλες επιλογές δεν θα γίνουν με βάση τον αρνητικό πληθωρισμό στην Ελλάδα ή τον μηδενικό σε κάποιες άλλες χώρες μέλη αλλά με βάση τη γερμανική αίσθηση, ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση θα προκύψει στις επικείμενες εκλογές. Επίσης με βάση τα δεδομένα στη διεθνή αγορά και ιδίως στα λεγόμενα commodities. Τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, μπορεί και αυτά να γίνουν εύκολα αντικείμενο μιας νέας δήλωσης της Ντοβίλ όπως αυτή του φθινοπώρου του 2010 που στην πραγματικότητα εξουδετέρωσε το πρώτο ελληνικό πρόγραμμα στήριξης καλώντας τις αγορές να αξιολογούν τα ατομικά δεδομένα κάθε εθνικής οικονομίας.

 

Η επιτυχία ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου ( όπως θέλουμε να είναι το Ταμείο Ανάκαμψης), συνδέεται με τον συμπεριληπτικό χαρακτήρα του. Δεν αρκούν πχ δυο δισ. για τις λεγόμενες μικρομεσαίες επιχειρήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης ούτε τα μέτρα στήριξης των δομών του κοινωνικού κράτους. Ένα σχέδιο ανάπτυξης που είναι ταυτοχρόνως και σχέδιο αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, αφήνει εκτός διάφορες μορφές οικονομικής δραστηριότητας που τα τελευταία δυο χρόνια λόγω πανδημίας ήταν αντικείμενο κρατικής μέριμνας και αποδέκτριες  κρατικών ενισχύσεων. Αυτό αφορά κυρίως ( όχι μόνο ) τη μικρή επιχειρηματικότητα και πολλές θέσεις εργασίας και αυτοαπασχόλησης που ποσοτικά δεν τις υποκαθιστά πχ  η ψηφιακή αναβάθμιση και το επενδυτικό κύμα που προκαλεί η κλιματική αλλαγή.

 

Το τραπεζικό σύστημα πρέπει να φροντίζει την ευστάθεια του, να συμμορφώνεται σε κανονιστικές απαιτήσεις που μπορεί να αυξηθούν διεθνώς, να διευρύνει τον κύκλο των επιλέξιμων για δανειοδότηση επιχειρήσεων, να βοηθά στην οριστική διευθέτηση του μεγάλου προβλήματος του ιδιωτικού χρέους που δεν είναι πρόβλημα μόνο των τραπεζών αλλά πρωτίστως των οφειλετών και να λειτουργεί ως μηχανισμός ταχείας, διαφανούς και αποτελεσματικής διαχείρισης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Όλα αυτά είναι πολλά και φιλόδοξα. Πρέπει συνεπώς οι εποπτικοί μηχανισμοί ( κυρίως οι ευρωπαϊκοί ) να τα συνεκτιμήσουν όλα αυτά και οι ελληνικές αρχές να εξηγήσουν έγκαιρα τις θεμιτές ιδιομορφίες της ελληνικής περίπτωσης.

 

Το μέλλον της οικονομίας θα κινηθεί μέσα σε ένα δημοσιονομικό πλαίσιο το οποίο δεν μπορεί να αποσιωπάται ή να θεωρείται ως «μη πρόβλημα» με αξιωματικό τρόπο. Το ελληνικό δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι υβριδικό, ασφαλές, με εντυπωσιακά χαμηλό ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης χάρη στην παρέμβαση του 2012. Τίποτα όμως δεν θα γίνει αυτόματα ή μαγικά. Απαιτούνται ρητές και ολοκληρωμένες συνεννοήσεις όσο ακόμη οι θεσμικοί πιστωτές ( κυρίως ο ESM ) διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο.

 

Προφανώς η κίνηση της ελληνικής τουριστικής αγοράς τη θερινή περίοδο του 2031 και η συμβολή της στο ΑΕΠ έχει πολύ μεγάλη σημασία. Προφανώς έχουν μεγάλη σημασία εμβληματικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Δεν πρέπει όμως να χάνουμε τη μεγάλη εικόνα κρίσιμες  ψηφίδες της οποίας είναι η συμπεριληπτικότητα του σχεδίου, η έγκαιρη αξιολόγηση της ευρωπαϊκής και διεθνούς αντίδρασης που μπορεί να  προκαλέσει ο φόβος του πληθωρισμού, ο σύνθετος και ιδιαίτερος  ρόλος του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα και το δημοσιονομικό πλαίσιο με ακρογωνιαίο λίθο τον υβριδικό χαρακτήρα του ελληνικού δημοσίου χρέους. -