Η πρώτη προεκλογική εβδομάδα της αναμέτρησης της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 αποκάλυψε με πολύ καθαρό τρόπο ποιος θα είναι ο βασικός παράγοντας καθορισμού του εκλογικού αποτελέσματος: ο βαθμός συσπείρωσης των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Η απροθυμία των μισών ψηφοφόρων που είχαν στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο να επαναβεβαιώσουν την επιλογή τους στην κάλπη του Σεπτεμβρίου, τη στιγμή μάλιστα που τέσσερις στους πέντε ψηφοφόρους της ΝΔ τον Ιανουαρίου επαναδιατυπώνουν χωρίς δεύτερη σκέψη την ψήφο του Ιανουαρίου και σχεδόν ένας στους πέντε ψηφοφόρους του Ποταμιού του Ιανουαρίου δηλώνουν τη στήριξή τους στη ΝΔ, καθιστά απρόβλεπτη την ετυμηγορία μιας κάλπης που επιλέχθηκε να στηθεί από την κυβέρνηση Τσίπρα υπό συνθήκες μιας μάλλον καθαρής, στην αρχή του καλοκαιριού, δημοσκοπικής υπεροχής. Πώς όμως χάθηκε αυτό το προβάδισμα και πόσο πιθανό είναι να επανακτηθεί;
Η απάντηση στην πρώτη ερώτηση είναι απλή: οι επιλογές του Ιανουαρίου φιλτράρονται εξ ολοκλήρου μέσα από την ψήφο στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Εκτιμάται ότι περίπου το 20% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του Ιανουαρίου επέλεξαν το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα και η συσπείρωση αυτών γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν υπερβαίνει το 40%, με ένα 10% αυτών μάλιστα να κινούνται προς τη ΝΔ. Από την άλλη πλευρά, η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ όσων είχαν επιλέξει ΟΧΙ στο δημοψήφισμα μένει εξίσου χαμηλή, καθώς το κόμμα χάνει προς τη Λαϊκή Ενότητα το 8% των ψηφοφόρων του Ιανουαρίου. Είναι εμφανές ότι τόσο η προκήρυξη, όσο και η εκ των υστέρων διαχείριση του αποτελέσματος της κάλπης του δημοψηφίσματος στοιχίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ σημαντικά τμήματα της εκλογικής δύναμης του Ιανουαρίου προς διαφορετικές μάλιστα κατευθύνσεις: ένα τμήμα, ενοχλημένο από την αναστάτωση που προκάλεσε στις σχέσεις της χώρας με την Ευρώπη το δημοψήφισμα, αναζητά την ασφάλεια της ΝΔ, και ένα άλλο, δυσαρεστημένο από τη διάψευση των προσδοκιών για το τέλος των μνημονίων κινείται προς το κόμμα του κ. Λαφαζάνη. Ωστόσο, είναι το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου εκείνο που υπερτερεί σαφώς μεταξύ και των δύο τύπων επιλογής στο δημοψήφισμα. Πώς μπορεί να ανιχνευθεί η πιθανότερη τελική επιλογή των έως σήμερα αδιευκρίνιστων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ;
Η αξιολόγηση των αρχηγών των δύο κομμάτων από τους αδιευκρίνιστους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να δώσει χρήσιμες ενδείξεις. Στο σύνολο αυτών, η εικόνα του Αλέξη Τσίπρα είναι πολύ καλύτερη από αυτήν του Βαγγέλη Μεϊμαράκη (49% θετικές και πολύ θετικές γνώμες για τον πρώτο έναντι 20% για τον δεύτερο), στοιχείο που θα μπορούσε να ευνοήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην περίπτωση που η αναμέτρηση λάβει χαρακτήρα σύγκρισης των ιδιοτήτων των ηγετών, κάτι πιθανό εν όψει και των προγραμματιζόμενων τηλεμαχιών την επόμενη εβδομάδα. Τρεις ακόμα ενδείξεις, αλιευμένες από τα δεδομένα της πρόσφατης έρευνας της εταιρείας ProRata, δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση:
(α) Ο Αλέξης Τσίπρας υπερέχει του αρχηγού της ΝΔ στο ποσοστό θετικών γνωμών και μεταξύ του συνόλου όσων δεν έχουν διευκρινίσει την ψήφο τους, ανεξαρτήτως προέλευσης ψήφου (37% για εκείνον έναντι 24% για τον κ. Μεϊμαράκη μεταξύ όσων δεν έχουν διευκρινίσει την πρόθεση ψήφου τους).
(β) Ο Αλέξης Τσίπρας διατηρεί υψηλότερη δημοτικότητα (28%) μεταξύ όσων επέλεξαν το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του Ιουλίου σε σύγκριση με τη δημοτικότητα του αρχηγού της ΝΔ (19%) μεταξύ εκείνων που επέλεξαν το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα.
(γ) Το άθροισμα των θετικών αξιολογήσεων για τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ είναι συγκρίσιμο του αντίστοιχου για τον αρχηγό της ΝΔ (μεταξύ 30%-34% για τον καθένα τους), ακόμα και μεταξύ όσων εκλογέων δηλώνουν ευθέως ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ «αθέτησε τις προεκλογικές υποσχέσεις της» ή ότι «δε σεβάστηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος».
Παρότι στο επίκεντρο των εξελίξεων που συντάραξαν το εκλογικό σώμα του ΣΥΡΙΖΑ, ίσως πρώτα από όλα, το περασμένο καλοκαίρι, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να διατηρεί αρκετά στηρίγματα στην κοινή γνώμη. Η σφαίρα του δημοψηφίσματος, ίσως αρχικά σχεδιασθείσα για άλλη χρήση, προκάλεσε δύο θύματα μεταξύ των ίδιων των εκλογέων του ΣΥΡΙΖΑ: από τη μία, σε ψηφοφόρους που δεν ανέμεναν να τεθεί σε αμφιβολία η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη μέσω ενός δημοψηφίσματος και, από την άλλη, σε εκείνους που δεν ανέμεναν τη μετέπειτα διαχείριση και τελικά την υπογραφή τρίτου μνημονίου. Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται να είναι για το κόμμα του η τελευταία λύση, καθώς η δημοτικότητά του είναι συνθήκη ικανή για την αύξηση της συσπείρωσης του κόμματος, αλλά ακόμα και για την προσέλκυση νέων δυνάμεων από τη δεξαμενή του «δημοψηφισματικού» ΝΑΙ, ενός κομματιού του εκλογικού σώματος που πιθανώς αποτιμά θετικά τη στροφή του προς τον πραγματισμό και, παράλληλα, στέκεται επιφυλακτικό έναντι του αρχηγούό της ΝΔ.