Ο χώρος της εκπαίδευσης επί χρόνια παρουσιάζει την πιο έντονη αντίσταση σε μεταρρυθμίσεις. Συμβάλλουν ο κρατισμός των εκπαιδευτικών συστημάτων, η δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία των διδασκόντων, η ισχύς των συντεχνιών, καθώς και οι μυθολογίες περί αντι-αυταρχικής εκπαίδευσης και επαναστατικού ρόλου του φοιτητικού κινήματος. Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, κάθε εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση συνήθως προσκρούει στις συνδικαλιστικές ηγεσίες δασκάλων και καθηγητών. Στην τριτοβάθμια, εκλεγόμενες πρυτανικές αρχές, φοιτητοπατέρες και παραδοσιακά στεγανά, όπως τα Τμήματα, διασφαλίζουν την στασιμότητα.
Το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας βελτιώνει σημαντικά τις πανεπιστημιακές λειτουργίες και εισάγει σύγχρονα και καινοτόμα στοιχεία στο εκπαιδευτικό σύστημα, τα οποία, όμως, ελάχιστα απασχολούν την δημόσια συζήτηση. Οι αντιπαραθέσεις επικεντρώνονται στην αλλαγή εκπροσώπησης των φοιτητών που θίγει τις κομματικές παρατάξεις και στον τρόπο διακυβέρνησης των Πανεπιστημίων. Η εγκαθίδρυση εκλεγόμενων ισχυρών Συμβουλίων Διοίκησης, στα οποία προεδρεύει ο Πρύτανης, υφίσταται κριτική, επειδή είναι σημαντικό να εξασφαλίζονται επαρκείς έλεγχοι και αντισταθμίσεις (checks and balances). Εξάλλου, πώς θα μπορούν τα μέλη των Συμβουλίων, που δεν θα είναι πλήρους απασχόλησης, να ανταπεξέλθουν σε βαριές υποχρεώσεις; Πάντως, η κατάργηση της εκλογής Πρυτάνεων και Κοσμητόρων από την βάση και η επιλογή τους από τα Συμβούλια είναι μια μείζων και καίρια αλλαγή που πρέπει να γίνει κεκτημένο. Αν η προτεινόμενη σύνθεση των Συμβουλίων δεν είναι αποτελεσματική και αν η επιβάρυνσή τους με εκτελεστικές αρμοδιότητες είναι υπερβολική, χρειάζονται διορθώσεις, ένας πιο στρατηγικός ρόλος τους, αλλά να παραμείνει ο νέος τρόπος διακυβέρνησης. Καίρια είναι και η σύνδεση του Πανεπιστημίου με την οικονομία και την κοινωνία, μέσω της εισόδου στα Συμβούλια μη ακαδημαϊκών και κυρίως ανθρώπων της αγοράς, η οποία προβλέπεται μεν από το νομοσχέδιο αλλά είναι αμφίβολο κατά πόσο θα την υλοποιήσουν οι εκλέκτορες καθηγητές.
Η πολιτεία, λόγω συντηρητισμού της κοινωνίας, διστάζει απέναντι σε βαθιές μεταρρυθμίσεις. Αξιόλογες προτάσεις, όπως το «Σχέδιο Δράσης για το Πανεπιστήμιο του 2030», δεν έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς. Ένα ακόμα τολμηρό βήμα, η κατάργηση των Τμημάτων και των Τομέων, θα έφερνε ριζική ανανέωση των Πανεπιστημίων. Το νομοσχέδιο διατηρεί τα Τμήματα και την εκλογή των Προέδρων τους από την βάση. Δεν ορίζει την Σχολή ως την βασική ακαδημαϊκή μονάδα, καίριο θέμα που τονίζει η καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Ζωή Γαβριηλίδου.
Η σημερινή οργάνωση των Πανεπιστημίων βασίζεται στην αντίληψη ότι κάθε Τμήμα καλύπτει το γνωστικό αντικείμενο μιας επιστήμης, δίνει ενιαίο πτυχίο και αποτελεί χωριστή διοικητική δομή με εκλεγόμενο Πρόεδρο. Ξεπερασμένη προσέγγιση, όταν η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνικών, τεχνολογικών, επιχειρηματικών, περιβαλλοντικών κ.α. ζητημάτων οδηγεί σε συνδυασμούς γνωστικών πεδίων. Τα Τμήματα δεν επιτρέπουν μια ενιαία στρατηγική επιστημονικής ανάπτυξης του Ιδρύματος και ορθώνουν φραγμούς στην διεπιστημονικότητα. Η λίστα των περίπου 130 διαφορετικών πτυχίων ελληνικών Πανεπιστημίων, με ισάριθμες, συχνά επιτηδευμένες, ονομασίες Τμημάτων, αποκαλύπτει μια εικόνα εξωφρενική. Αν εξαιρέσουμε τις βασικές επιστήμες, απουσιάζει η προσαρμογή σε σύγχρονες εξελίξεις. Δυστυχώς, σχεδόν τα μισά (64) γνωστικά αντικείμενα είναι άστοχα, κατασκευασμένα για να αντανακλούν τις βλέψεις κάποιων ισχυρών καθηγητών ή υπερεξειδικευμένα, κατάλληλα ενδεχομένως για μεταπτυχιακά αλλά όχι για βασικά πτυχία. Σε αρκετές περιπτώσεις, το αλαλούμ οφείλεται στην πανεπιστημιοποίηση πρώην ΤΕΙ, οι ειδικεύσεις των οποίων δεν ήταν γνωστικά αντικείμενα.
Δεν εκπλήσσει ότι σήμερα οι ονομασίες πολλών πτυχίων έχουν μηδαμινό αντίκρισμα στην αγορά εργασίας. Η διατήρηση Τμημάτων και Τομέων συχνά εξυπηρετεί «καπετανάτα» αλλά όχι πραγματικές ανάγκες μόρφωσης των φοιτητών. Συνήθως, η εκπαιδευτική διαδικασία είναι επιεικώς μέτρια, το δε εκπαιδευτικό περιβάλλον, περιλαμβανομένης της αισθητικής, άθλιο. Καρκινοβατεί η μείωση του αριθμού των Τμημάτων, ακόμη και όταν το προσφερόμενο πτυχίο είναι ξεπερασμένο ή δεν συγκεντρώνει προτιμήσεις υποψηφίων. Βεβαίως, η αντίληψη ότι τα εκπαιδευτικά Ιδρύματα υπάρχουν βασικά για τους εκπαιδευτικούς κυριαρχεί σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Να προστεθεί και η ιδιοτέλεια τοπικών παραγόντων, που απαιτούν «κάθε κωμόπολη και Πανεπιστήμιο». Η αλόγιστη αυτοδιαχείριση των Πανεπιστημίων, με τα λεφτά των άλλων, έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση φεουδαρχίας, με ομοσπονδίες Τμημάτων που συχνά συνιστούν «μαγαζάκια».
Ενίοτε, διδάσκοντες διαφορετικών Τμημάτων του ίδιου Πανεπιστημίου καλύπτουν τα ίδια γνωστικά αντικείμενα. Μέσα σε προστατευμένους θύλακες επωάζονται μετριότητες, προσκολλημένες σε βαρόνους, υποψήφιες για μελλοντικές καθηγητικές θέσεις, αφού, παρά την κατάργηση της έδρας, η αυθαιρεσία επιβιώνει. Οι Γενικές Συνελεύσεις των Τμημάτων, αποκορύφωμα απώλειας χρόνου σε ανούσιες συζητήσεις, υποτίθεται ότι καθοδηγούν τις σπουδές. Μια ισχυρή κουλτούρα του «ανήκειν» πρωτίστως στο Τμήμα, αντανακλά και ενισχύει τις συντεχνιακές τάσεις που κυριαρχούν στην εκτός Πανεπιστημίου κοινωνία.
Η διατήρηση των Τμημάτων υπηρετεί τοπικούς θύλακες εξουσίας αλλά και συντηρητικά μέτωπα που αντιστέκονται στην αλλαγή διακυβέρνησης, δομής και λειτουργίας του Πανεπιστημίου. Η κατάργηση αυτών των στεγανών και της εξουσίας των Προέδρων τους θα έβρισκε αντίθετους όχι μόνο τους άμεσα ενδιαφερόμενους αλλά και πρυτανικές αρχές, αφού οι εκλεγόμενοι Πρυτάνεις, σε σύμπνοια με Προέδρους Τμημάτων, δεν επιθυμούν να θίξουν καθιερωμένες ισορροπίες.
Ωστόσο, πώς εξηγείται ότι απόφοιτοι πολλών Τμημάτων ελληνικών πανεπιστημίων διαπρέπουν στο εξωτερικό; Είναι απλό. Ακόμα και σε μέτρια Τμήματα, ένα ανώτερο 10-20% των φοιτητών έχουν εξαιρετικές δυνατότητες, είναι αφρόκρεμα ικανή να κάνει σπουδαία καριέρα στην έρευνα ή σε εφαρμογές. Από την άλλη, τουλάχιστον ένα 10-20% είναι ακατάλληλοι για σπουδές, προτιμότερο να μην εισάγονται καθόλου στο Πανεπιστήμιο και να τους προσφέρεται διαφορετική σπουδή ή κατάρτιση, προς όφελος δικό τους και της χώρας. Απομένει ένα μεγάλο ποσοστό, της τάξεως του 60-80%, φοιτητών που είναι ικανοί να ανταποκριθούν σε ποιοτική εκπαίδευση. Τα Πανεπιστήμια οφείλουν να επικεντρώνονται σε αυτούς, να καταβάλλουν μια σωστή και επίμονη προσπάθεια εκπαίδευσής τους, ώστε να διαμορφώνονται επιστήμονες ικανοί να στελεχώσουν την παραγωγή και την διοίκηση, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της χώρας.
Πώς όμως κάποια πανεπιστημιακά Τμήματα παίρνουν υψηλή βαθμολογία σε διεθνείς αξιολογήσεις; Μάλλον δεν θα το πετύχαιναν, αν οι διαδικασίες αξιολόγησης έδιναν μεγάλο βάρος στην απόδοση του εκπαιδευτικού έργου, τα δε υπόλοιπα στοιχεία, όπως δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά, καλοί ερευνητές ή ερευνητικά προγράμματα αποτελούσαν μόνον συμπληρωματικά στοιχεία αξιολόγησης. Με αυτή την θεώρηση, η μεγάλη πλειονότητα των 130 πανεπιστημιακών Τμημάτων θα έπαιρναν χαμηλό βαθμό.
Το Πανεπιστήμιο καλείται να εξελιχθεί, με πιο ευέλικτα προπτυχιακά προγράμματα και ταυτόχρονα ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της γνώσης. Σήμερα, συμβατικά επιστημονικά αντικείμενα που καθόριζαν την οργάνωση των Πανεπιστημίων αλλάζουν ή και εγκαταλείπονται, οι επιστημονικοί κλάδοι έχουν πιο ασαφή όρια και αρκετές επικαλύψεις, η διεπιστημονικότητα γίνεται πιο αναγκαία. Οι φοιτητές θα εκτεθούν, πέρα από συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα, στην αλληλεπίδραση γνώσεων διαφορετικής προέλευσης. Οι σπουδές καλούνται να εμβαθύνουν στα θεωρητικά εργαλεία των βασικών επιστημών και, ταυτόχρονα, να παράγουν επιστήμονες πολυδύναμους, προσαρμοσμένους στα σύγχρονα πολύπλοκα προβλήματα των κοινωνιών. Τα προγράμματα οφείλουν να διευκολύνουν την επικοινωνία ανάμεσα σε γνωστικά πεδία, να παρακολουθούν την ταχύτατη ανάπτυξη επιστήμης και τεχνολογίας, να επικοινωνούν με τις ανάγκες της αγοράς, αλλά, επίσης, να ανταποκρίνονται στις ειδικές κλίσεις και ενδιαφέροντα των νέων ανθρώπων.
Η Σχολή, ως ένα ευρύτερο ακαδημαϊκό πλαίσιο, αναδεικνύεται σε βασική οργανωτική μονάδα που ικανοποιεί τέτοιες απαιτήσεις, διαμορφώνοντας διαφορετικά Προγράμματα Σπουδών. Οι Διευθυντές Προγραμμάτων Σπουδών θα έχουν αποκλειστικά εκπαιδευτικές αρμοδιότητες. Ανοικτά και σε φοιτητές συνεργαζόμενων Σχολών ή ακόμα και διαφορετικών Ιδρυμάτων, με προσαρμοστικότητα σε αλλαγές, τα Προγράμματα Σπουδών θα μπορούν εύκολα να εξελίσσονται. Η εισαγωγή των φοιτητών σε Σχολές και η οριζόντια κινητικότητα οδηγούν σε αναδιαρθρώσεις του πανεπιστημιακού τοπίου, σε κατάργηση πτυχίων ή ίδρυση νέων, σε διαρκή ανανέωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Ο φοιτητής θα έχει την δυνατότητα μετακίνησης μεταξύ διαφορετικών Προγραμμάτων Σπουδών, ακόμα και την δυνατότητα διαμόρφωσης ατομικού προγράμματος, με διευρυμένες επιλογές μαθημάτων. Έτσι αντιμετωπίζεται και το αδιέξοδο ορισμένων φοιτητών που, έχοντας επιλέξει να σπουδάσουν ένα αντικείμενο, ανακαλύπτουν σε λίγο ότι θα προτιμούσαν μια άλλη επιλογή. Διευκολύνεται επίσης η επιρροή της αγοράς στην διαμόρφωση συλλογικών ή ατομικών Προγραμμάτων Σπουδών.
Οι φοιτητές εισάγονται σε ένα Πανεπιστήμιο (π.χ. Οικονομικό) ή σε μια Σχολή (π.χ. του ΑΠΘ) και επιλέγουν, με δυνατότητες αλλαγής υπό προϋποθέσεις, ένα Πρόγραμμα Σπουδών που οδηγεί σε πτυχίο. Σε συνάρτηση με τα ειδικά ενδιαφέροντά τους, μπορούν να διαφοροποιούν το περιεχόμενό του, επιλέγοντας, μέχρι ένα ποσοστό, άλλα μαθήματα της Σχολής, ακόμα και άλλων Σχολών ή και Ιδρυμάτων. Τα Προγράμματα Σπουδών αντιστοιχούν σε βασικούς επιστημονικούς κλάδους (π.χ. χημεία, ιατρική, αρχαιολογία). Σε ειδικές περιπτώσεις είναι διεπιστημονικά ή οργανώνονται με συνεργασία διαφορετικών Σχολών ή ακόμη και διαφορετικών Πανεπιστημίων. Ενότητες μαθημάτων, π.χ. μαθηματικών, οικονομικών, ανθρωπιστικών επιστημών, τεχνών, επιστημών μηχανικού κ.λπ., ενσωματώνονται σε διαδρομές σπουδών που θα επιλέγουν οι φοιτητές.
Για παράδειγμα, τα Τμήματα ενός Πολυτεχνείου (στο ΕΜΠ ονομάζονται Σχολές) θα μπορούσαν να ενοποιηθούν σε τρεις Σχολές, με ποικιλία Προγραμμάτων Σπουδών που παράγουν μηχανικούς: μία Σχολή από Τμήματα Πολιτικών, Τοπογράφων και Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, μια Σχολή από Τμήματα Χημικών, Μεταλλειολόγων Μηχανικών και Εφαρμοσμένης Φυσικής-Μαθηματικών, μια Σχολή από Τμήματα Ηλεκτρολόγων, Μηχανολόγων και Ναυπηγών Μηχανικών. Η προσφορά διαφορετικών αντικειμένων, τα οποία ο φοιτητής μπορεί να συνδυάσει (π.χ. Μηχανικός Πολιτικός και Περιβάλλοντος), ικανοποιεί τα ειδικά ενδιαφέροντά του, επιτρέπει την απόκτηση δεξιοτήτων που κάνουν το πτυχίο πιο χρήσιμο και βελτιώνει τις προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης. Παράλληλα, οι μελλοντικοί μηχανικοί θα διευρύνουν τους ορίζοντές τους, επιλέγοντας υποχρεωτικά ένα 10-20% της ύλης από μαθήματα «πλαισίου», με οικονομικό, περιβαλλοντικό, φιλοσοφικό κ.λπ. περιεχόμενο.
Σε ένα τέτοιο εκπαιδευτικό περιβάλλον, τα πτυχία δεν συνδέονται πλέον με επαγγελματικά δικαιώματα, εκτός ειδικών εξαιρέσεων. Η επαγγελματική επάρκεια δεν είναι αυτόματη, οι σχετικές βεβαιώσεις θα δίνονται από κατάλληλους φορείς, με ειδικές διαδικασίες. Π.χ. για τους καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το δικαίωμα διορισμού σε δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο προϋποθέτει μεν πανεπιστημιακό πτυχίο, αλλά απαιτεί ειδική πιστοποιημένη επιμόρφωση, προπτυχιακή ή μεταπτυχιακή, η οποία παρέχει εκπαιδευτική επάρκεια. Σήμερα, οι πτυχιούχοι που ζητούν διορισμό πλεονάζουν, ενώ οι δημογραφικές εξελίξεις μειώνουν σταδιακά τις ανάγκες για εκπαιδευτικούς. Η βελτίωση των εκπαιδευτικών ικανοτήτων θα συμβάλει στην αναβάθμιση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η ορθολογικότερη οργάνωση του Πανεπιστημίου θα διευκολύνει την απόκτηση του κατάλληλου προσωπικού από τους πιο ενεργούς παραγωγικούς τομείς.
Πηγή: www.athensvoice.gr