Στο τελευταίο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ (Πανελλήνια Ομοσπονδία των Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού των Α.Ε.Ι), (16ο), οι σύνεδροί του, ομοφώνως, καταδίκασαν τον υπονομευτικό ρόλο τόσο των πρόσφατων εισαγγελικών παρεμβάσεων, όσο και των εγκυκλίων του υπουργείου παιδείας οι οποίες απειλούν ευθέως την ακαδημαϊκή ελευθερία και το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων. Ποιος να διαφωνήσει με κάτι τέτοιο; Προδήλως αυτονόητη καταγγελία.
Ταυτοχρόνως, όμως, στο ίδιο ψήφισμα, οι σύνεδροι δήλωσαν ότι «…. υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα των φοιτητικών συλλόγων να αγωνίζονται δημοκρατικά για την διασφάλιση του Δημόσιου Πανεπιστημίου και του μέλλοντός τους».Εδώ τα πράγματα είναι λιγότερο προφανή και αυτονόητα. Τι ακριβώς, όμως, είναι οι δημοκρατικοί αγώνες; Είναι όλες οι συνδικαλιστικές πράξεις και πρακτικές δημοκρατικές; Είναι κάθε αίτημα δίκαιο και νομιμοποιημένο; Ας απαντήσουμε, λοιπόν, ευθέως. Όχι δεν είναι όλοι οι αγώνες, φοιτητικοί ή και άλλοι, αναγκαστικά δίκαιοι, ασχέτως αν τους επικυρώνει η πλειοψηφία των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων. Ο Τσακυράκης (2017) αναφέρεται σ’ αυτό ως «αγιοποίηση των αγώνων» και μας θυμίζει ότι αυτή η πεποίθηση, (όλοι αγώνες είναι δίκαιοι) είναι προϊόν της δικτατορίας.[1]
Μήπως, όμως, κάθε διεκδίκηση και αγώνας είναι δημοκρατικός; Και πάλι η απάντηση είναι αρνητική. Εν προκειμένου, οι καταλήψεις των πανεπιστημίων δεν είναι δημοκρατικός αγώνας, είναι μια μονομερής άσκηση βίας. Υποψιάζομαι ότι είναι αυτονόητο πως είναι κατανοητό ότι τίποτα δεν νομιμοποιεί την βία. Προφανώς και αναφερόμαστε σε «ώριμα» δημοκρατικά καθεστώτα, στα οποία οι διεκδικήσεις/διαπραγματεύσεις ρυθμίζονται με θεσμικό και πολιτισμένο τρόπο ήτοι με πειθώ, συναίνεση και προπάντων λογοδοσία.
Τουναντίον, σε καθεστώτα επιλεκτικού και περιστασιακού εκδημοκρατισμού, όπως αυτό που ζούμε, η βία χρίζεται δημοκρατικός/κοινωνικός αγώνας και διαφεύγει της καταδίκης. Οι ερμηνευτικές προκείμενες μιας τέτοιας αιτίασης περιλαμβάνουν παραστάσεις εθνικο-απελευθερωτικών αγώνων, στις οποίες η βία και η ανυπακοή είναι απαραίτητα συστατικά διεκδίκησης και αλλαγών. Ολίγον Τσε Γκεβάρα σε συνδυασμό με Χένρι Θόρω και Μαχάτμα Γκάντι. Συχνά εκτιθέμεθα σε απορίες όπως «πείτε μας μια αλλαγή/μεταρρύθμιση/επανάσταση η οποία δεν είχε παράπλευρες απώλειες;». Μια τέτοια απορία, όμως, είναι προϊόν κλειστής σκέψης και αφελούς ιστορικισμού. Έτσι έγινε κάποτε έτσι, λοιπόν, αλλάζουν οι κοινωνίες. Είναι ακριβώς αυτό που ο Πόππερ ονομάζει «λείψανο μιας αρχαίας δεισιδαιμονίας»[2].
Η αυτονόητη πρόταση απεγκλωβισμού από τη θεσμική αρρυθμία και την παράλυση των πανεπιστημίων είναι ενδεχομένως μόνο μια: «Καμία δραστηριότητα με κλειστά πανεπιστήμια». Καμία!. Ούτε εξετάσεις, ούτε μαθήματα, ούτε τίποτα.
Επειδή όμως η μαξιμαλιστική διάσταση της προηγούμενης πρότασης τιμωρεί αδίκως κάποιες κατηγορίες της πανεπιστημιακής κοινότητας (π.χ. διδακτορικοί φοιτητές, τελειόφοιτοι με υποτροφίες υπό αίρεση) υποστηρίζουμε μια ηπιότερη εκδοχή. Ότι χάθηκε χάθηκε. Αν οι καταλήψεις συνεχιστούν το εαρινό εξάμηνο να ξεκινήσει πάραυτα με τηλεκπαίδευση. Οι εξετάσεις μεταφέρονται για τον Σεπτέμβριο με μόνη εξαίρεση η περίπτωση των φοιτητών που έχουν δρομολογήσει μεταπτυχιακές σπουδές. Για αυτούς να δοθεί κάθε μέριμνα ώστε να αποφοιτήσουν, εφόσον μπορούν, στην ώρα τους. Με μια προϋπόθεση: ελεύθερη πρόσβαση των διδασκόντων στα γραφεία τους. Ο λόγος είναι πάρα πολύ απλός: πως να διοργανωθεί η εκπαιδευτική διαδικασία (εξετάσεις και διαλέξεις) χωρίς πρόσβαση στα βιβλία, στις σημειώσεις και στο υποστηρικτικό της εκπαίδευσης υλικό που βρίσκονται, κατά κανόνα, στα γραφεία των διδασκόντων. Επομένως, η ηπιότερη εκδοχή είναι «καμία δραστηριότητα με αποκλεισμούς των διδασκόντων από τα πανεπιστήμια».
Εν ολίγοις, αυτό ακριβώς ήταν που κάναμε στην πανδημία, αυτό μόνο μπορούμε να κάνουμε και τώρα, εφόσον ελαχίστως υπερασπιζόμαστε τη χαμένη τιμή των πανεπιστημίων.
Εν κατακλείδι: απόλυτη καταδίκη των κλειστών πανεπιστημίων και των αποκλεισμών. Τα κλειστά πανεπιστήμια παραπέμπουν σε κλειστά μυαλά, και τα κλειστά μυαλά σε κλειστούς ορίζοντες.
[1] Τσακυράκης, Σ. (2017), Από που κι ως που όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι;, Μεταίχμιο, Αθήνα.
[2] Πόππερ, Κ. (2005), Η ένδεια του ιστορικισμού, Ευρασία, Αθήνα.