Μια Πόρσε έχει πολλές αναγνώσεις

Φώτης Γεωργελές 02 Μαρ 2017

Νομίζω πως το σημαντικότερο που μας συμβαίνει, είναι ότι χάνουμε το χρόνο. Όλα είναι τώρα. Όλα πρέπει να γίνονται τώρα. Λίγα λεπτά μετά την είδηση του δυστυχήματος στην εθνική οδό, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχε αρχίσει ο σχολιασμός.
Κάποτε η πρώτη στιγμή ήταν για να μάθεις. Στην Ενημέρωση η πρώτη μέρα, αν όχι η πρώτη βδομάδα, ήταν για το ρεπορτάζ. Τι συνέβη, πώς συνέβη, ποια είναι τα γεγονότα. Μετά ακολουθούν οι απόψεις. Επί των πραγματικών γεγονότων. Στα social media οι απόψεις είναι ακαριαίες, λεπτά μετά το ατύχημα που είδαν στην τηλεόραση, κάποιοι αρχίζουν να το σχολιάζουν. Γιατί το σχολιάζουν; Γιατί αυτό μπορούσαν να κάνουν, δεν μπορούσαν να ερευνήσουν τις αιτίες. Κι αφού αυτό μπορούσαν, αυτό έκαναν. Γιατί κάτι πρέπει να κάνεις στο φέισμπουκ κάθε λεπτό, αν δε κάνεις, δεν υπάρχεις. Αφού στα social media οι αναλύσεις είναι σε απόσταση λεπτών, τα ΜΜΕ αναγκαστικά επιταχύνουν, ακολουθούν σε λίγες ώρες. Πιο γρήγορα, πιο πρόχειρα.
Τι είδος ανθρώπου είναι αυτό που δημιουργείται, το οποίο δεν παίρνει το χρόνο του για να αντιδράσει, το οποίο στο ίδιο περιορισμένο χρονικό όριο νομίζει ότι μπορεί να μάθει, να ξαφνιαστεί, να σοκαριστεί, να λυπηθεί και να αναλύσει ταυτόχρονα; Ο οργανισμός υποχρεώνεται να επιταχύνει τις αντιδράσεις του, μειώνεται ο διαθέσιμος χρόνος για την επεξεργασία των νευρικών ερεθισμάτων. Αύξηση και επιτάχυνση νευρικών ερεθισμάτων, μείωση χρόνου αντίδρασης. Τι συμβαίνει όταν στο βομβαρδισμό ερεθισμάτων υποχρεώνεσαι να ανταποκριθείς ακαριαία γιατί αλλιώς δεν υπάρχεις στην παγκόσμια οθόνη, όπου όλα συμβαίνουν αστραπιαία; Μείωση της ευαισθησίας. Αυτής της απαραίτητης, ανθρώπινης πλευράς η οποία, αφού πληροφορηθείς, αφού συγκινηθείς, θυμώσεις, αφού καταλαγιάσουν όλα μέσα σου, αφού καταλάβεις, σου επιτρέπει να επικοινωνήσεις με τον άλλο, σου επιτρέπει να νιώθεις. Τι είδος θα είναι ο αυριανός άνθρωπος; Δεν ξέρουμε ακόμα. Τελικά, ήταν σωστό, το Μέσον ήταν το μήνυμα.
Στην ενημέρωση ως επάγγελμα, όλοι έχουμε ακούσει τη φράση αυτή από κάποιον μεγαλύτερο: Όχι την «πρώτη σκέψη του συντάκτη». Όχι δηλαδή την αδούλευτη σκέψη, το πρώτο πράγμα που σου περνάει από το μυαλό. Όχι άλλες κοινοτοπίες. Τα κοινωνικά δίκτυα είναι ένας ωκεανός της κοινοτοπίας. Δεν υπάρχει κανένας φραγμός, κανένας διακόπτης μεταξύ της πρώτης σκέψης και του post. Η ανάγκη να είσαι παρών επιβάλλει την άμεση ανταπόκριση. Η ταχύτητα σπανίως επιτρέπει ολοκληρωμένη, βαθύτερη σκέψη. Η κοινοτοπία, τι κακό πράγμα η ταχύτητα, συναγωνίζεται την αυτοαναφορικότητα: Έμαθα την είδηση την ώρα που έτρωγα παστίτσιο. Μου έπεσε το πιρούνι, αναλύθηκα σε δάκρυα. Άτυχο παλικάρι.
Στο λίγο χρόνο, όταν δεν υπάρχει καιρός να διαμορφώσεις αντίληψη επί των κάθε φορά μοναδικών δεδομένων, τότε αναγκαστικά αναπαράγεις τις ήδη παγιωμένες αντιλήψεις. Κλισέ που εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση. Ήταν πράγματι εντυπωσιακό πώς δημιουργούνται για μια ακόμα φορά τα στρατόπεδα, λες και πρέπει να διαλέξουμε, είτε μπορούμε να πηγαίνουμε με 200, είτε οι πλούσιοι με ακριβά αυτοκίνητα είναι δολοφόνοι. Δεν μιλάω για τους πολιτικούς που εμπορεύονται τον κοινωνικό φθόνο, που τόσα χρόνια τώρα εργαλειοποιούν το μίσος και διαλύουν την κοινωνία. Είναι θλιβεροί αλλά προβλέψιμοι, έρχονται από το παρελθόν. Το πραγματικά καινούργιο είναι η φύση των νέων μέσων, η μορφή της σημερινής επικοινωνίας η οποία καταργεί μεν δημοκρατικότατα τους φραγμούς, αλλά δεν έχει ακόμα εφεύρει το φίλτρο που θα φρενάρει την πρώτη, τη βλακώδη, την κοινότοπη, την αδούλευτη, την ταπεινή σκέψη, πριν διαδοθεί δημόσια.
Και πριν έτσι ήμασταν οι άνθρωποι. Θα πούμε μια σαχλαμάρα, ανέξοδα ανάμεσα στους φίλους μας. Το παλιόπαιδο, το πλουσιόπαιδο, το παλικάρι, ο λαϊκός ήρωας. Θα αναπαράγουμε τον ήδη διαμορφωμένο κόσμο μας. Μια Πόρσε έχει πολλές αναγνώσεις, ο οδηγός μπορεί να είναι «δολοφόνος» ή να θρηνούμε για το χαμό του τραγουδιστή «λαϊκού ειδώλου». Η υπερβολική ταχύτητα δεν είναι ίδια για όλους, κάποτε είναι απλώς «άτυχη στιγμή». Ο τόνος που δίνουν τα media διαμορφώνει τις αντιδράσεις. Κάθε γεγονός όμως είναι μοναδικό, πώς να μιλήσεις αν δεν ξέρεις; Ακόμα και τα ίδια γεγονότα μπορούν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά. Να πεις ένα 24χρονο παιδί «ταξικό δολοφόνο» ή να κουνήσεις το κεφάλι στωικά όπως ο δυστυχισμένος πατέρας, «ένα παιδάκι ήταν κι αυτό που το κλαίει η μανούλα του, λες και το ’θελε». Δεν τον αθωώνει, απλώς δεν επέτρεψε στον εαυτό του την εύκολη αντίδραση.
Πόσοι μπορούν να το κάνουν; Κάποτε, πριν από αυτό τον καινούργιο ακαριαίο κόσμο, είχαμε το χρόνο για δεύτερες σκέψεις. Είχαμε δίπλα μας ένα φίλο, τον άνθρωπό μας, που θα έβαζε ένα φρένο. Οι κουβέντες καφενείου θα έμεναν στο καφενείο, ιδιωτικές. Μια λάθος κουβέντα, μια σκληρότητα, μια βλακεία, μια κοινωνική αναλγησία, μια κακία που θα πετάξεις στη συζήτηση και κάποιος θα σου βάλει τις φωνές, θα σε μαζέψει, θα εκτονωθείς, θα χαμογελάσεις. Έτσι είμαστε οι άνθρωποι. Λέμε και μια κουβέντα παραπάνω, όταν δεν μας ακούει κανείς.
Τώρα αυτό το φίλτρο δεν υπάρχει. Έχεις μπροστά σου μόνο μια μικρή οθόνη κι ένα πληκτρολόγιο. Και βιάζεσαι. Το τάιμλαϊν σου ήδη έχει πάρει φωτιά, πρέπει να πεις κάτι, μόνο εσύ λείπεις. Μη βιάζεσαι. Δεν χρειάζεται να είσαι παντού. Δεν χρειάζεται να έχεις άποψη για τα πάντα. Μερικές φορές οι άνθρωποι πρέπει να σιωπούν. Για να νιώσουν απλώς τον πόνο των άλλων.