Στις σχέσεις μας με τις δημόσιες υπηρεσίες, όλοι μας έχουμε υποστεί τον γνωστό παραλογισμό: Ενώ σε κάποια τμήματα σχηματίζονται «ουρές», στα διπλανά τους οι υπάλληλοι απλώς «κάθονται».
.
Υπήρξε λοιπόν διευθυντής μιας μεγάλης δημόσιας υπηρεσίας, ο οποίος όχι μόνον δεν συμβιβάστηκε με την κατάσταση αυτή, αλλά έλαβε και μέτρα για την ανατροπή της. Και το αποτέλεσμα; Βρέθηκε να απολογείται στον εισαγγελέα! Αξίζει λοιπόν να παραθέσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το υπόμνημα που υποβλήθηκε στον εισαγγελέα. Δεν θα χρειαστεί εμείς να προσθέσουμε τίποτε, για να δοξάσουμε τη νεοελληνική παράνοια. (Για ευνόητους λόγους διαγράφουμε ονόματα και υπηρεσία):
.
«Με τις θεσμοθετημένες διαδικασίες, η πολιτεία με επέλεξε ως διευθυντή της μεγαλύτερης… της χώρας μας.
.
Εξαρχής τήρησα αυστηρά μία αρχή, έστω και αν αυτή είναι «μειοψηφική» στην κοινωνία μας: Ότι οι δημόσιες υπηρεσίες δεν ιδρύθηκαν για να βρίσκουν απασχόληση οι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά για να εκπληρώνονται οι σκοποί της πολιτείας και να υπηρετούνται οι πολίτες.
.
Όταν ανέλαβα τη διεύθυνση της υπηρεσίας, οι συνθήκες που αντιμετώπισα, δεν μου επέτρεπαν να εκπληρώσω τα καθήκοντά μου, όπως φιλοδοξούσα. (Στο σημείο αυτό περιγράφεται στο υπόμνημα η δραματική έλλειψη προσωπικού, που δεν επέτρεπε την λειτουργία της υπηρεσίας).
.
Ενώπιον αυτής της ακραίας κατάστασης, είχα δύο επιλογές:
.
Η πρώτη ήταν να υποταχθώ στην «κληρονομημένη» υπηρεσιακή κουλτούρα και να ανεχθώ να εκτελούνται μόνον οι εργασίες οι οποίες ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα. Άλλωστε δεν ήμουν υπεύθυνος για την έλλειψη προσωπικού.
.
Η δεύτερη ήταν να υπερβώ την κατεστημένη νοοτροπία και – εν όψει και της κρισιμότητας των οικονομικών αναγκών της χώρας – να αντιμετωπίσω την υπηρεσιακή μας ανεπάρκεια με όρους κατάστασης ανάγκης. Δηλαδή να επινοήσω τρόπο, ώστε να κατορθώσω το μέχρι τότε ακατόρθωτο: Με λιγότερους υπαλλήλους, να παραγάγω μεγαλύτερο όγκο έργου. Και συνειδητά επέλεξα το δεύτερο.
.
Εκείνο το οποίο εξ αρχής επιχείρησα, ήταν η πρόκληση του υπηρεσιακού πατριωτισμού των υπαλλήλων, με το προσωπικό μου παράδειγμα. Π.χ., ήταν σημαντικό να πληροφορούνται ότι ο διευθυντής εργαζόταν μέχρι τις μεταμεσονύχτιες ώρες και εκτελούσε ακόμη και δεύτερης κατηγορίας εργασίες, τις οποίες είτε δεν είχαν προλάβει οι υπάλληλοι να πραγματοποιήσουν στο κανονικό τους ωράριο, είτε τις θεωρούσαν κατώτερες και τις απέφευγαν.
.
Ο υπηρεσιακός πατριωτισμός όμως δεν επαρκούσε. Ήταν αναγκαίος και ο υπηρεσιακός ορθολογισμός. Διότι, παρά την έλλειψη προσωπικού, συνέβαινε και το εξής παράλογο: Ενώ ένα τμήμα είχε υπεραπασχόληση, με συνέπεια να μη διεκπεραιώνεται η εργασία και να σχηματίζονται «ουρές» από πολίτες, την ίδια ώρα στο διπλανό οι υπάλληλοι «κάθονταν».
.
Η κρατούσα αντίληψη θεωρεί φυσικό τον παραλογισμό αυτό. Εγώ δεν τον ανέχτηκα. Και έπραξα όσα μου επέβαλε η κοινή λογική: Με την υπ’ αρ. … ημερήσια διαταγή μου, ενοποίησα τις λειτουργίες των… Τμημάτων. Έτσι, όταν το ένα τμήμα θα υποαπασχολείτο, οι υπάλληλοί του δεν θα «κάθονταν» πλέον, αλλά θα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε έτερο, όπου θα υπήρχε ανεκτέλεστη εργασία, ή προσέλευση πολιτών. Αυτό δηλαδή που επιβάλλει το στοιχειώδες υπηρεσιακό ήθος απέναντι στον εργοδότη μας (ελληνικό δημόσιο) και η κοινωνική ευθύνη μας απέναντι στους συμπολίτες μας.
.
Και επειδή η ενοποιημένη λειτουργία επέβαλε έναν προϊστάμενο ως συντονιστή, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, όρισα την αρχαιότερη υπάλληλο συντονίστρια της ενοποιημένης λειτουργίας…».
.
Δεν τον ενόχλησε το γεγονός ότι τα παραπάνω αυτονόητα εξελήφθησαν ως «εγκλήματα» από τον εισαγγελέα. Διότι, σου λέει, εισαγγελέας είναι, άρα δεν γνωρίζει την κατάσταση και τις ανάγκες των δημοσίων υπηρεσιών. Και συνέχισε να εργάζεται απερίσπαστος.
.
Για τον ίδιο όμως λόγο διατάχθηκε στη συνέχεια και ΕΔΕ εναντίον του από την υπηρεσιακή ιεραρχία, η οποία βεβαίως δεν δικαιούται να αγνοεί.
.
Μόλις λοιπόν κλήθηκε και στην ΕΔΕ, υπέβαλε αμέσως την παραίτησή του. Όχι μόνον από διευθυντής της εν λόγω υπηρεσίας, αλλά και από υπάλληλος του ελληνικού δημοσίου. Για «λόγους αηδίας», όπως μου δήλωσε.
.
Το κάθε σχόλιο, θα υπονόμευε τα αυτονόητα.