Στις εκλογές της 6ης Μαΐου είχα την τιμή να βρίσκομαι στην έκτη θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας της Δράσης, ως συνεργαζόμενος. Γύρω από τη Δράση σχηματίστηκε προεκλογικά μια μικρή ομάδα κεντροαριστερών του μεταρρυθμιστικού χώρου, με την ελπίδα, η Δράση, να αποτελέσει πόλο συσπείρωσης ευρύτερων μεταρρυθμιστικών δυνάμεων. Η ελπίδα αυτή δεν ευοδώθηκε. Αμέσως μετά τις εκλογές, σχηματίστηκε ένα πρωτοφανές ρευστό πολιτικό τοπίο. Καθώς δεν υφίσταντο πλέον, εκ του αποτελέσματος, οι λόγοι συνεργασίας με τη Δράση, αποφάσισα να μην εκτεθώ και πάλι ως υποψήφιος, παρά μόνον, αν προέκυπτε ένα ευρύ ευρωπαϊκό, μεταρρυθμιστικό ρεύμα, με συγκεκριμένο σχέδιο, που θα άνοιγε το δρόμο για την έξοδο της χώρας από την κρίση το γρηγορότερο δυνατό. Όμως, ούτε αυτή η ελπίδα ευοδώθηκε. Θέλοντας να σεβαστώ την τιμή που μου έκανε ο Στέφανος Μάνος, σε όλο το μεσοδιάστημα δεν πήρα θέση υπέρ του ενός ή του άλλου σχηματισμού, που βρίσκονται μέσα στο βεληνεκές των συμβατών με τις πεποιθήσεις μου επιλογών ως ανένταχτου κεντροαριστερού, φιλελεύθερου πολίτη, δηλαδή τη Δράση, το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Τώρα, δύο μέρες πριν από τις εκλογές, νιώθω έντονα την ανάγκη να εκφράσω μερικές σκέψεις. Οι δυνάμεις αυτές, το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ και η Δράση, τουλάχιστον στη σημερινή συγκυρία, βρίσκονται στη θέση ενός ιδιότυπου «κέντρου» του πολιτικού φάσματος. Με δεδομένη την εξαιρετικά ασταθή ισορροπία μεταξύ των δύο άκρων ενός ιδιότυπου διπολισμού, δηλαδή της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, και με τους ιδιότυπους δορυφόρους τους, ΚΚΕ, ΑνΕλ και ΧΑ, η ενίσχυση του «κέντρου» από μόνη της αποτελεί επιτακτική ανάγκη για τη σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού, το οποίο έχει αποσταθεροποιηθεί επικίνδυνα. Το μόρφωμα «Δημιουργία Ξανά», από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, αποτελεί για τον γράφοντα ξένο πολιτικό χώρο, κάτι που είναι καθοριστικής σημασίας. Θα είναι όμως ευχής έργο, ο σχηματισμός αυτός να υπερβεί το όριο, ώστε να είναι στην επόμενη Βουλή σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Στέφανος Μάνος, η Αντιγόνη Λυμπεράκη και ο Γιώργος Προκοπάκης.
Είναι προφανές, ότι η έξοδος από την κρίση είναι εφικτή μόνον αν συνεννοηθούμε με τους συμμάχους μας, που δεν είναι άλλοι από τις κυβερνήσεις της ΕΕ και της ευρωζώνης. Είναι επίσης προφανές ότι οι εναλλακτικές κυβερνητικές προτάσεις, είναι δύο. Ας πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Η μία εναλλακτική, είναι κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και η άλλη εναλλακτική, είναι κυβέρνηση ΔΗΜΑΡ-ΣΥΡΙΖΑ. Στην περίπτωση κυβέρνησης ΔΗΜΑΡ-ΣΥΡΙΖΑ, την πολιτική ηγεμονία και τον καθοριστικό βηματισμό θα έδινε το συνονθύλευμα του ΣΥΡΙΖΑ. Το πολιτικό αυτό μόρφωμα, αντιμετωπίζει την ΕΕ και την ευρωζώνη ως «εχθρούς του λαού», με τους οποίους θα αναμετρηθεί και θα τους «νικήσει». Ακόμη και αν μείνει η χώρα στο ευρώ με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι ουσιαστικά έξω από την Ευρώπη. Αυτό πρέπει να εμποδιστεί πάση θυσία. Η μόνη επιλογή για να παραμείνει στην Ευρώπη η χώρα μας, είναι μια κυβέρνηση με πρωθυπουργό – προσωπικότητα ευρύτερης αποδοχής, πολιτική ή όχι, με ολιγομελές σχήμα, με όσο το δυνατόν λιγότερα στελέχη των τριών κομμάτων και προγραμματική πολιτική στήριξη από τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Η θεωρία ότι αν σχηματιστεί τέτοια κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ θα «κάψει» την Αθήνα, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πλέον ως άλλοθι για την άρνηση ανάληψης ευθύνης για τη διακυβέρνηση της χώρας. Τα μετά την 6η Μαΐου πολιτικά δεδομένα δείχνουν καθαρά πως μια τέτοια ανάγνωση είναι έωλη και πολιτικά λανθασμένη. Όσο κι αν είναι γελοίο θέαμα, ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει καθημερινά εξετάσεις εντός και εκτός της χώρας, για να καθησυχάσει τους πάντες ότι θα ασκήσει συστημική αντιπολίτευση. Κατά τη γνώμη μου, αυτό θα επιλέξει με το 20-25% που από ό,τι φαίνεται θα αποσπάσει και θα παίρνει όλο και περισσότερο αποστάσεις από φαινόμενα τύπου «Πλατείας». Εξάλλου, η δική του «κολοτούμπα» για την «ακύρωση του μνημονίου», δείχνει καθαρά ότι το σύνθημα αυτό αντιμετωπίστηκε αρνητικά από τους πολίτες. Η κυβέρνηση που περιγράφεται παραπάνω θα προσέλθει από την πρώτη μέρα σε έναν απίστευτα δύσκολο διάλογο με την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Για να σχηματιστεί τέτοια κυβέρνηση, στον ανένταχτο κεντροαριστερό, φιλελεύθερο πολίτη απομένουν δύο επιλογές, η ψήφος στο ΠΑΣΟΚ και η ψήφος στη ΔΗΜΑΡ. Η επιλογή είναι ιδιαίτερα δύσκολη για διαφορετικούς σε σχέση με το κάθε κόμμα λόγους. Το ΠΑΣΟΚ με όλες τις αντιφάσεις του, ύστερα από τη μετακόμιση της λαϊκιστικής πτέρυγάς του στο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί παράγοντα πολιτικής σταθερότητας. Η ΔΗΜΑΡ, παρά τον άτολμο και στρογγυλεμένο λόγο, επίσης. Και οι δύο σχηματισμοί, ο καθένα για διαφορετικούς λόγους, εμφανίζουν έντονα αρνητικά στοιχεία. Το ΠΑΣΟΚ ευθύνεται για πολύ σοβαρές πράξεις και παραλείψεις, όχι μόνον ιστορικά, αλλά κυρίως κατά την περίοδο της κρίσης, ενώ η μεταρρυθμιστική του πτέρυγα είναι αποδυναμωμένη. Η ΔΗΜΑΡ εκφέρει έναν οιονεί μεταρρυθμιστικό λόγο, διακατέχεται από έντονο κρατισμό και δεν έχει πείσει για την ειλικρίνεια της μεταρρυθμιστικής ρητορικής της. Πολλές φορές δε, παρουσιάζεται να έχει πλήρη άγνοια για το τι ακριβώς συμβαίνει στο διεθνές στερέωμα. Τις τελευταίες ημέρες ο Φώτης Κουβέλης πραγματοποίησε μια σειρά επαφών με θεσμικούς εκπροσώπους της ευρωπαϊκής οικογένειας. Ήταν ο μόνος αρχηγός πολιτικού κόμματος που κατανόησε έμπρακτα ποιοι είναι οι σύμμαχοι της χώρας. Και δείχνει ότι διδάχτηκε από τα σοβαρά λάθη του πρόσφατου παρελθόντος. Θεωρώ το γεγονός αυτό καταλυτικό. Παρά το ότι η αμφισημία των λόγων του αφήνει ανοιχτό το σενάριο κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜΑΡ, αποφάσισα να το ρισκάρω. Κάθε πολίτης όταν ψηφίζει, μέσα του δίνει τη δική του εντολή, ένα “mandate”, στο κόμμα που τελικά επιλέγει. Το δικό μου “mandate” είναι να συμβάλει η ΔΗΜΑΡ καθοριστικά στο σχηματισμό κυβέρνησης με έναν αποφασιστικό και σοβαρό πρωθυπουργό, με εξωκοινοβουλευτικούς κυρίως και σοβαρούς πολιτικούς ως υπουργούς, με τη στήριξη ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ και μάλιστα από πρωταγωνιστική θέση. Αν παραβεί η ΔΗΜΑΡ το “δικό μου mandate” και σχηματίσει κυβέρνηση με το ΣΥΡΙΖΑ, θα έχω μετανιώσει πικρά για την ψήφο μου και θα γίνω για πρώτη φορά κοψοχέρης! Αυτό όμως δεν έχει καμιά σημασία. Σημασία έχει ότι η χώρα θα απομονωθεί από τους φυσικούς της συμμάχους και θα μπει σε ένα τούνελ με άγνωστη διέξοδο.
ΥΓ: Επειδή όλοι και όλες (πρέπει να) γινόμαστε σοφότεροι, έχω καταλάβει ότι η συγκρότηση ενός ενιαίου κεντροαριστερού πόλου μεσοπρόθεσμα, δεν είναι ρεαλιστικός στόχος. Η κρίση όμως δεν περιμένει. Είναι απαραίτητο μετά τις εκλογές να ανοίξει επειγόντως ο διάλογος για τη συγκρότηση μιας ελληνικής «Ελιάς», μιας κεντροαριστερής ομοσπονδίας κομμάτων και κινήσεων, που με επικεφαλής ένα σοβαρό πολιτικό πρόσωπο θα διεκδικήσει την ηγεμονία. Ο αχανής πολιτικά χώρος ανάμεσα στη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρέπει να παραμείνει κατακερματισμένος.